Ένα πεζογράφημα που διασκευάζεται σε θεατρικό έργο δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Αλλά ένα θεατρικό έργο που διασκευάζεται σε πεζογράφημα, και μάλιστα από τον ίδιο συγγραφέα, αυτό ναι, δεν το βλέπουμε συχνά.

΄Ετσι κι αλλιώς ο Σάκης Σερέφας, ο περί ου ο λόγος συγγραφέας, δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Η συγγραφική ορμή του δεν σταματά μπροστά σε κανένα σύνορο της γεωγραφίας της γλωσσικής έκφρασης: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, παιδικό βιβλίο, κινηματογραφικό σενάριο, συλλογές ιστορικών μαρτυριών, λευκώματα, καμιά από όλες αυτές τις περιοχές δεν μένει απάτητη στις φρενήρεις επελάσεις αυτού του δεκαθλητή του γραπτού λόγου. Η καταιγιστική εκδοτική παραγωγή του (ώς και τρία βιβλία τον χρόνο, αν και σχεδόν πάντοτε ολιγοσέλιδα) με έκανε κάποτε να τον επιπλήξω για υπερβολική βιασύνη, αργότερα όμως κατάλαβα ότι είναι ιδιοσυγκρασιακή, όχι ψυχαναγκαστική ή υπολογιστική.

Τo ύφος του είναι εντελώς ιδιοπρόσωπο: μια συνεχής ιλαρή επίθεση εναντίον της αφηγηματικής ομαλότητας και των τυποποιημένων συνειρμών του λόγου, που διακωμωδούνται και αντικαθίστανται από άλλους, πολύ τολμηρούς, συχνά καθηλωτικούς ως αυτόνομες, παράξενες εικόνες, γεμάτες ιριδισμούς φευγαλέων νοημάτων (γιατί ο Σερέφας, ακόμα και όταν γράφει πεζογραφία, λειτουργεί περισσότερο με το ένστικτο του ποιητή). Δεν πρόκειται ακριβώς για σουρεαλιστική γραφή, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε λιγότερο με την αυστηρά αιτιοκρατική, κατά βάθος, γλώσσα του υποσυνείδητου και περισσότερο με μια ζημιάρικη φαντασία, που ξεχαρβαλώνει συνειδητά τη συνηθισμένη, δηλαδή την αναμενόμενη, εικόνα της πραγματικότητας και της δίνει μια άλλη μορφή, σαν να μας ρωτάει σκανδαλιάρικα «έτσι παραμορφωμένη δεν είναι πιο αληθινή;» Διαβάζοντας κανείς τα πεζά του Σερέφα (και όχι τόσο τα ποιήματά του, που, παραδόξως, είναι πολύ πιο «στρωτά»), μπορεί, αν ξέρει το φαινόμενο, να φέρει στον νου του το «σύνδρομο του Τουρέτ», όπως ονομάζεται στη νευρολογία. Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή κάνουν αναίτιες χειρονομίες και μορφασμούς, έχουν ξαφνικές συσπάσεις του σώματος, αλλόκοτα φωνητικά τικ, από γαβγίσματα και σφυρίγματα μέχρι επαναληπτικές αισχρολογίες, κ.λπ. Η συσχέτιση αυτή είναι όμως παραπλανητική και έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική μορφή των κειμένων του Σερέφα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο συγγραφέας αυτός προσπαθεί να προστατεύσει έναν βαθιά τρυφερό και ευάλωτο, παιδικό εαυτό μέσα σ΄ ένα ξεφάντωμα λέξεων και εικόνων, που στροβιλίζονται η μια γύρω από την άλλη, ακραγγίζονται, χαϊδεύονται, απομακρύνονται πάλι και δεν αποφασίζουν ποτέ να ενωθούν σ΄ ένα μόνιμο σχήμα, το οποίο θα γύμνωνε την ψυχή αποστεγνώνοντάς την από τους πολυτιμότερους χυμούς της. Ο γάμος των λέξεων είναι για τον Σερέφα τα δεσμά που σκοτώνουν τις κρυφές σημασίες του έρωτά τους. Παρόλα αυτά, ή και εξαιτίας όλων αυτών, τα πεζά του δεν είναι πάντα από εκείνα που διαβάζονται με «αμείωτο ενδιαφέρον», όπως είθισται να λέγεται. ΄Ερχεται κάποια στιγμή που ζαλίζεσαι από το πολύ να κοιτάζεις μέσα στον παραμορφωτικό καθρέφτη τους. ΄Ολο και συχνότερα ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, σε συγκινούν απ΄ άκρη σ΄ άκρη με τον δροσερό ανθρωπισμό και την ώριμη στοχαστικότητά τους, που κερδίζουν ολοένα έδαφος σε βάρος της άναρχης, περιπαικτικής παιδικότητας.

Όπως αυτό εδώ το πεζογραφημένο θεατρικό έργο. Που είναι ένα γοητευτικό μικρό μυθιστόρημα ενηλικίωσης. ΄Ενας 75χρονος με το ξενικό όνομα Ζοζέφ (στα ελληνικά θα ήταν Ιωσήφ ή Σήφης, το οποίο ακούγεται κάπως σαν το Σάκης) ανακαλεί την εφηβεία του, από την είσοδο σ΄ αυτήν ώς την έξοδο. Δεν θα περιμένετε, φυσικά, μια νοσταλγική αφήγηση γεμάτη γλυκερές ή δακρύβρεχτες αναμνήσεις. Η νοσταλγία άλλωστε, όπως πολύ σωστά δηλώνεται προς το τέλος του βιβλίου, είναι στην πραγματικότητα αμνησία. Όχι, ο Σερέφας παραμένει Σερέφας, αντισυμβατικός τόσο στη γραφή όσο και στο πνεύμα. Αλλά το περίγραμμα της ιστορίας είναι σαφές και ο μηχανισμός της έξυπνος και πρωτότυπος. Ο μικρός Ζοζέφ παίρνει, χρονιά με τη χρονιά, μια σειρά μαθήματα ζωής από τον παράξενο οδηγό του σχολικού λεωφορείου του. Και με ποιον τρόπο συμβαίνει αυτό; Με μια αλληλουχία ασυνήθιστων εδεσμάτων που προσφέρει κάθε φορά ο σοφέρ στον μαθητή και, μετά το φάγωμά τους, με την εξήγηση της προέλευσης και της σημασίας των συστατικών τους. ΄Ετσι, ο Ζοζέφ γιατρεύεται από τη βουλιμία του για το λίπος και μαθαίνει να αξιολογεί λεπτότερα τις γεύσεις- και τις γεύσεις της ζωής επίσης.

Με αυτό το εύρημα ο Σερέφας κάνει μια εκ των ένδον ανατροπή, ειρωνική αλλά και δημιουργική, της μόδας των γαστρονομικών μυθιστορημάτων. Στα μυθιστορήματα αυτά, η μαγειρική είναι έκφραση, περισσότερο ή λιγότερο εκλεπτυσμένη, ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού πολύ χαρακτηριστικού για την κουλτούρα του lifestyle. Στο Μαμ όμως γίνεται αλληγορία για έναν τρόπο ζωής που δίνει έμφαση όχι στην κατανάλωση και τις επιπόλαιες ηδονές, αλλά στην εσωτερική ελευθερία, την αυθεντικότητα των χειρονομιών και την αναζήτηση του βαθύτερου εαυτού. Να προτιμάς την αλήτικη ζωή του σκουμπριού από την ευνουχιστική ιεραρχία της αγέλης των λύκων. Να ζεις το πένθος σου, όπως ο αστακός τρώει την παλιά πανοπλία του για να φτιάξει καινούργια. Να καθαρίζεις την ψυχή σου πριν δοθείς στον έρωτα, όπως ταΐζονται με καθαρές τροφές τα σαλιγκάρια πριν φαγωθούν. Να έχεις τη μνήμη του σολομού, που περιπλανιέται στους ωκεανούς του κόσμου χωρίς να ξεχνάει ποτέ τον γενέθλιο τόπο του, να επιστρέφεις σ΄ αυτόν για να τον ανακαλύψεις ξανά, πλουσιότερος σε γνώση. Να ψάχνεις για το νόημα της ζωής σου ανάμεσα στα υλικά των εμπειριών σου, μαθαίνοντας σιγά σιγά να προσπερνάς τα περιττά, όπως ξεφλουδίζουμε την αγκινάρα για να φτάσουμε στην καρδιά της.

Και, για να μην παρασυρθούμε και νομίσουμε πως αρέσει στον Σερέφα να θεωρητικολογεί ή να νουθετεί από καθέδρας, σαν ένα είδος γείωσης της αφήγησης και επισήμανσης της πραγματολογικής βάσης της, στο τέλος παρατίθενται, ρεαλιστικότατα, οι συνταγές των φαγητών που ίσως πιστέψαμε πως υπάρχουν μόνο στην αναρχική φαντασία του συγγραφέα! Ενώ, σημαδιακά, ο Ζοζέφ έχει μάθει επιτέλους, έπειτα από αρκετές απόπειρες αποτυχημένες λόγω της επιμονής του στην περίσσεια υλικών, πώς να φτιάχνει τον ταραμά που του παραγγέλλει κάθε χρόνο ο οδηγός του λεωφορείου, σαν δώρο για τα γενέθλιά του: σκέτο λάδι και λεμόνι.

Σάκης Σερέφας

ΜΑΜ

ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2008, ΣΕΛ. 137,

ΤΙΜΗ: 12 ΕΥΡΩ