ΟΤΑΝ ΤΟ 2003 Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΙΣΕΒΑΛΕ
ΣΤΟ ΙΡΑΚ, Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΘΗΚΕ
ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΝΑ ΕΞΕΛΙΧΘΕΙ ΣΕ ΕΝΑ «ΝΕΟ ΒΙΕΤΝΑΜ»
ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΑ
Η λέξη «Βιετνάμ» στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ παραμένει συνώνυμο της ήττας. Μετά το Βιετνάμ και εξαιτίας του, οι ΗΠΑ απέφυγαν τους μακροχρόνιους πολέμους. Αντίθετα, προτίμησαν είτε τις έμμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις (Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα) είτε σύντομες στρατιωτικές επιχειρήσεις (Γρενάδα, Παναμάς). Το δόγμα του σύντομου πολέμου (κυρίως από αέρος για να μειωθούν οι αμερικανικές απώλειες) επιβεβαιώθηκε τόσο στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου όσο και στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας. Μετά το 2001, όμως, με τους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ υπήρξε μια σοβαρή αλλαγή. Ειδικά στο Ιράκ, οι ΗΠΑ εισέβαλαν και προκάλεσαν έναν πόλεμο που διαρκεί ήδη πέντε χρόνια. Οι Αμερικανοί επιτελείς είχαν διδαχθεί από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Δεν ακολούθησαν τη λογική της κλιμάκωσης του πολέμου, όπως στο Βιετνάμ, αλλά της μαζικής επίθεσης. Η ιρακινή άμυνα κατέρρευσε, αλλά, παρά τη διακήρυξη του Μπους, ο πόλεμος δεν τελείωσε. Η χώρα στην πράξη τριχοτομήθηκε, ένας βίαιος εμφύλιος πόλεμος μαίνεται και οι επιθέσεις κατά των Αμερικανών στρατιωτών συνεχίζονται. Το μέλλον του Ιράκ είναι δυσοίωνο και η παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων αναμένεται να συνεχιστεί για τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια.

Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη υποσχόμενος να αλλάξει την εξωτερική πολιτική του Μπους και να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ. Πολλοί Αμερικανοί, θέλοντας να εκφράσουν τη γενικότερη ελπίδα που ενσαρκώνει, τον παρομοίασαν με τον Κέννεντυ. Ο Κέννεντυ έχει μετατραπεί σε σύμβολο που προσωποποιεί τη δυναμικότητα των ΗΠΑ στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, με αποτέλεσμα να έχει ξεχαστεί η επιθετική εξωτερική πολιτική του, όπως έδειξε η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα και η μεγαλύτερη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην ιστορία των ΗΠΑ. Επιπλέον, ήταν ο πρόεδρος που αποφάσισε την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στο Βιετνάμ, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν για να ξεπεράσουν το μισό εκατομμύριο στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτή την κλιμακούμενη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ εξετάζει η Μέριλιν Γιανγκ, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο εξαιρετικό βιβλίο της.

Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για το Βιετνάμ είχε αρχίσει να εκδηλώνεται νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Οι ΗΠΑ στήριξαν οικονομικά τη Γαλλία στην προσπάθειά της να αποκαταστήσει την αποικιακή κυριαρχία ενάντια στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Βιετναμέζων. Οι Γάλλοι, τελικά, υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν αλλά το Βιετνάμ διαιρέθηκε στον φιλοδυτικό Νότο και τον κομμουνιστικό Βορρά. Οι εκκλήσεις του Νότιου Βιετνάμ για βοήθεια από τις ΗΠΑ συνάντησαν ευνοϊκή υποδοχή. Το ζήτημα δεν ήταν πλέον η βοήθεια σε μια σύμμαχο χώρα αλλά η αναχαίτιση του κομμουνισμού. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν το Βιετνάμ μέσα από τη «θεωρία του ντόμινο»: εάν το Βιετνάμ έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών, τότε στη συνέχεια όλη η Νοτιοανατολική Ασία θα γινόταν σοβιετικό προτεκτοράτο. Η «θεωρία του ντόμινο» ως επιχείρημα επέμβασης έχει μια εντυπωσιακή αντοχή στην αμερικανική πολιτική και χρησιμοποιήθηκε από τον Τρούμαν μέχρι τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος υποστήριξε ότι η πρόωρη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Ιράκ θα επέτρεπε στους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές να κυριαρχήσουν στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια σε όλη τη Μέση Ανατολή.

Μarilyn Υoung

OΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ 1945-1990

ΕΚΔ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΜΤΦ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ, ΣΕΛ. 494,

ΤΙΜΗ: 26 ΕΥΡΩ