ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΥΣΕΙ ΣΤΟ «ΣΗΚΩ ΧΟΡΕΨΕ ΣΥΡΤΑΚΙ» ΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ; ΥΠΗΡΞΕ ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΣΟΟΥΜΑΝ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ 100 ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΟΥ ΛΙΓΟΙ- ΟΠΩΣ Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ- ΗΞΕΡΑΝ ΝΑ ΤΟ ΕΚΤΙΜΗΣΟΥΝ. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ (1925-1992) ΕΔΩΣΕ ΠΝΟΗ ΣΕ ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ, ΕΓΡΑΨΕ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ, ΤΗΝ ΠΟΛΥ ΠΑΝΟΥ, ΤΗ ΡΟΔΑ, ΤΟΝ ΚΟΚΟΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ, ΕΖΗΣΕ ΤΙΣ ΔΟΞΕΣ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΞΑΝΑ ΤΟ ΄90. Ο ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΦΩΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ
Βρε Γιώργο, είναι πράγματι περίεργο πώς δεν έγραψα στα ημερολόγια που κρατούσα εκείνα τα χρόνια τίποτα απολύτως για σένα.

Δεν θυμάμαι πώς και ποιος μας γνώρισε. Το σίγουρο είναι ότι ερχόμουν τακτικά στο σπίτι σου, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα τα χρόνια 1970-71, στο Αιγάλεω, και συζητούσαμε. Ήταν περίοδος δικτατορίας. Δεν μιλήσαμε ποτέ για πολιτική. Εγώ χαμένος στα νιάτα μου και στις αναζητήσεις μου κι εσύ μες στους καπνούς μιας δόξας που ολοένα ερχόταν, ολοένα σε άγγιζε και πάντα έφευγε από κοντά σου.

Προσπαθούσες με γέλια και αστεία να εξορκίσεις οτιδήποτε σου θύμιζε συναδέλφους και παρασκήνιο της πιάτσας. Τώρα που το σκέπτομαι θέλω να πιστεύω ότι σε καταδίωκε «ένα πνεύμα στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής σου». Θα σε ενδιέφερε τέτοιος στίχος; Αυτό ήταν από κάποιο απολυτίκιο που θα το ΄λεγαν σε όσα δεν ήθελες μήτε να αγγίξεις. Λιβάνι και λαμπάδες μύριζε. Ξορκισμένα πράγματα.

Τους κρατούντες εκείνη την εποχή τους έβλεπες ως ανθρώπους της εξουσίας, που είχαν τη δύναμη και το ελεύθερο να κάνουν ό,τι ήθελαν. Ό,τι τραβούσε η ψυχή τους.

Ήσουν πρόθυμος να παίξεις γι΄ αυτούς τα τραγούδια σου στα κέντρα που σερνόσουνα κι ακόμη πιο πρόθυμος να τα παίξεις ειδικά μόνον γι΄ αυτούς.

Αυτό και μόνο ήταν αρκετό να πάρεις μια υψηλή θέση στα μάτια τους και σου ΄δινε τη βεβαιότητα ότι ήσουν κάτι ξεχωριστό, αφού οι πράγματι μεγάλοι του σιναφιού σου σε κοίταζαν ως διασκεδαστή πρώτα πρώτα, ως πρώτο μπουζούκι μαζί με τον Χιώτη βέβαια αλλά ποτέ ως συνθέτη. Τον καημό σου με λίγα λόγια τον είχαν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια.

Αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο δηλαδή η «αναγνώρισή» σου από τα μεγάλα κεφάλια που διασκέδαζαν, τα παράσημά σου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχες συνοδεύσει στις ηχογραφήσεις μυθικά τραγούδια σπουδαίων συνθετών και τραγουδιστών, κάπου κάπου έβλεπες να αναγράφεται και το ονοματάκι σου στους δίσκους και άλλοτε, πιο συχνά, να το ξεχνούν, ενώ ουσιαστικά με τη δική σου δημιουργία έβγαινε ασπροπρόσωπο και θεϊκό το τραγούδι. Αυτό το είχες πα ράπονο. Ευτυχώς που έσπαγε καμιά φορά ο διάολος το πόδι του και βγαίνατε καμιά φωτογραφία κι έτσι υπάρχει ένα αδιάσειστο τεκμήριο για τη συμβολή σου, αν και ο τρόπος που έπαιζες αμέσως διακρίνεται και εντοπίζεται από εκείνους που ξέρουν να ακούνε και να βαθμολογούν.

Καμιά φορά, πάντοτε στο αστείο, παραπονιόσουν γλυκά γιατί κανένας από τα θηρία της ελληνικής μουσικής στις ατέλειωτες συνεντεύξεις τους δεν ανέφερε δυο λόγια θαυμασμού για σένα, έστω δυο λέξεις, ένα μικρό εγκώμιο. Το ξεχνούσαν όλοι. Σε χρησιμοποίησαν και τελείωσε. Τι ήθελες παραπάνω;

Θυμάμαι πολύ καλά μια συνομιλία σου με τον Μάνο Χατζιδάκι τα Χριστούγεννα του 1979. Εκείνος σε ρωτούσε αν θυμόσουν κάποια «υπόγα», εκεί που πήγαινε εκείνος για ν΄ ακούσει νεαρός ακόμη κάτι σαν την τελευταία λειτουργία της Αγιά Σοφιάς. Δεν την ήξερες την υπόγα. Σου είπε ο Χατζιδάκις: «Εγώ είχα την εντύπωση ότι αυτά ήτανε τα ρεμπέτικα εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ αυστηρά, πάρα πολύ κλειστά, μ΄ ένα λεξιλόγιο που δεν μπορείς σχεδόν να το καταλάβεις σήμερα και με μια φωνή βραχνή… με τρεις τέσσερις νότες, το πολύ, ένα πράγμα που μάλλον επαναλαμβανόταν. Από πρώτη άποψη φαινότανε μονότονο, αλλά είχε πολλή δύναμη μέσα του».

Και του απάντησες ότι αυτά τα πιασάρικα τραγούδια διαδίδονταν «από στόμα σε στόμα, δεν τα κάνανε δίσκους, εκείνη η εποχή τραγούδαγε την “Ανθισμένη αμυγδαλιά”».

Και όταν ο Χατζιδάκις σε παρακαλεί να αυτοσχεδιάσεις σε κάτι «που να σε εκφράζει περισσότερο, να βρεις ήχους μέσα απ΄ αυτό», δηλαδή το παλιό μάγκικο, ο καημός του, εσύ του παίζεις το δικό σου τραγούδι, ο δικός σου καημός, «Βοριάς είν΄ η αγάπη σου».

Και επιτέλους όταν σε παρακαλεί να παίξεις σε κάποιον μουσικό δρόμο κάτι «πολύ δραματικό», πολύ σκοτεινό, που να εκφράζει συναισθήματα, έτσι μελαγχολικά, βαριά… να αυτοσχεδιάσεις κάτι σ΄ έναν γρήγορο ρυθμό, να είναι δραματικός ρυθμός, να μην είναι εύθυμος, εσύ άλλο που δεν ήθελες. Κατάλαβες τι σε ρωτούσαν και πήρες το μπουζούκι σου και αυτο σχεδίασες κάτι που σου υπαγόρευαν εκείνη την ώρα οι άγγελοι…

Και φαίνεται ότι πήρε φωτιά και ο Χατζιδάκις και σου είπε ατάκα να παίξει εκείνος πιάνο κι εσύ μπουζούκι και να αυτοσχεδιάζετε μαζί κάποια ουράνια μελωδία. Που μ΄ αυτήν και μόνο έπρεπε ν΄ αρχίζουν και να κλείνουν τα προγράμματά τους όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί.

Είχες τις αντιρρήσεις σου για κάποιους μουσικούς δρόμους. Δεν σ΄ άρεσαν και δεν τους ακολούθησες. «Δεν είχανε ανοίγματα, δεν είχανε σιγόντο», είπες. «Τα τραγούδια που δεν είχανε πρίμο σιγόντο δεν μ΄ αρέσανε. Βέβαια ήτανε ωραίες μελωδίες, αλλά δεν τραγουδιόντανε, δεν ήταν ευχάριστα… οι στίχοι ήτανε απαισιόδοξοι, όπως λες…».

Έτσι είχαν τα πράγματα. Και σκέπτομαι ότι γυρεύοντας, αγαπητέ Γιώργο, την καταξίωση, γραπτή προπάντων, και κατά κάποιον τρόπο την «καθιέρωση», όσο ζούσες, αφού δεν ήταν δυνατόν να σου πάρουν «σοβαρές» συνεντεύξεις ή να γραφεί κάποια μονογραφία για την τέχνη σου, βάζοντας στην άκρη όσα «καραγκιοζιλίκια» έκανες στο πάλκο για να γλεντούν οι βαθύπλουτοι θαυμαστές σου, είχες την ανάγκη, οδυνηρή ανάγκη, μόνο μέσω αυτών ακριβώς των προσώπων να ζήσεις τη μεγάλη καθιέρωση!

Καθιέρωση για σένα εσήμαινε ακόμη να βγεις μια φωτογραφία μ΄ αυτούς τους βαθύπλουτους και να φάνε τα νύχια τους οι εχθροί σου και όχι να γράψει ένα εγκώμιο για την τέχνη σου ο κάθε κάλπης. Καθιέρωση για σένα ήταν να βλέπεις τους μεγιστάνες του πλούτου να σπάνε πιάτα και να ρίχνουν ζεϊμπεκιές και να τραγουδούν τον «Αράπη» και όχι να τραγουδούν οι μοναχικές ψυχές των Ελλήνων και οι άγγελοι τα αριστουργηματικά σου «Κοντά στα ξημερώματα», τον «Αλήτη», την «Παλιά φωτογραφία», τους «Θαλασσινούς», το «Δεν ξέρω πόσο σ΄ αγαπώ» και το «Αδιέξοδο». Πράγματι ήταν αδιέξοδο.

Αγαπητέ μου Γιώργο, παρ΄ όλο που σε είδα τουλάχιστον εκατό φορές στο σπίτι σου εντούτοις είναι αδύνατο να μπορέσω να κάνω έστω και το ελάχιστο ψυχογράφημά σου.

Και αυτό γιατί διαρκώς μεταμορφωνόσουν.

Κάθε φορά αντιμετώπιζα έναν άλλον άνθρωπο. Και ίσως γι΄ αυτό δεν έγραψα τίποτα σχετικό για σένα στα ημερολόγια που κρατούσα εκείνη την εποχή.

Ευαίσθητος και ειρωνικός ποιητής, στιχουργός τραγουδιών που έχουν αφήσει εποχή, λάτρης και μελετητής του θεάτρου, ο Μάνος Ελευθερίου κυκλοφόρησε όψιμα (2003) δύο μυθιστορήματα που βρήκαν μεγάλη απήχηση και ήταν εμπνευσμένα από δυο μεγάλες θεατρικές δόξες: την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου («Ο καιρός των χρυσανθέμων», Μεταίχμιο) και την Ελένη Παπαδάκη («Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», Μεταίχμιο)

Καθιέρωση για σένα ήταν να βλέπεις τους μεγιστάνες του πλούτου να σπάνε πιάτα και να ρίχνουν ζεϊμπεκιές και να τραγουδούν τον «Αράπη» και όχι να τραγουδούν οι μοναχικές ψυχές των Ελλήνων και οι άγγελοι τα αριστουργηματικά σου «Κοντά στα ξημερώματα», τον «Αλήτη», την «Παλιά φωτογραφία»…