ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟΣ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ, ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΦΥΛΛΑΔΙΟΥ, ΣΤΗ ΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ. ΑΝ ΑΥΤΟΣ ΕΛΕΙΠΕ, ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΘΑ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΤΑΝ.
Ρίξτε μια ματιά στο διαβατήριό σας. Όλες οι σελίδες του έχουν για φόντο καλοστημένες φωτογραφίες. Αρχή με ένα κυκλαδικό ειδώλιο και εν συνεχεία το παλάτι της Κνωσού, ο δίσκος της Φαιστού, η Αφή της ολυμπιακής φλόγας, μια αθηναϊκή τριήρης, ο Παρθενώνας, η Επίδαυρος, οι Δελφοί, το Αστέρι και η Λάρνακα της Βεργίνας, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων και στα τρία τελευταία φύλλα η Σιμωνόπετρα, η Αγία Σοφία στον Μυστρά και το Γεφύρι της Άρτας σε κολάζ με τη γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου.

Στην τελευταία σελίδα, πάλι ο Παρθενώνας. Η ιδεολογία αναγνωρίσιμη: Όλα πατρίδα μου, κι αυτά κι εκείνα, κυρίως όμως, μόνο εκείνα.

Είναι αλήθεια ότι μοιάζει και λίγο με φυλλάδιο του ΕΟΤ όλο αυτό- συχνά άλλωστε ελεγκτές ξένων συνόρων με ρωτούν αν θα μπορέσουν να δουν τις εικόνες αυτές στις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ωστόσο το διαβατήριο, αν και βασίζεται στις τελειότερες μεθόδους διεθνούς αστυνόμευσης, είναι δευτερευόντως για να το βλέπουν οι άλλοι και κυρίως για να το βλέπω εγώ. Οι αρχαιότητες με εσάνς ορθοδοξίας και εκμοντερνισμού είναι εκεί για να με κοιτούν και να με επιβλέπουν, να μου θυμίζουν πώς πρέπει να παρουσιάζομαι στους άλλους, να με ταυτοποιούν, να με τακτοποιούν, να με ταυτίζουν και να μου ζητούν επιτακτικά να ταυτίζομαι. Το παράδειγμα, όσο κι αν φαίνεται εξεζητημένο, είναι από αυτά που δείχνουν πόσο συνδεδεμένα είναι ακόμα και σήμερα η αρχαιότητα, η αρχαιολογία, το δεσπόζον ιστορικό αφήγημα και η πολιτική. Αλλά και πόσο, όλα αυτά μαζί, δημιουργούν την απόλυτη πλαισίωση κάθε επίσημης εκφοράς της ελληνικότητας, συμπαρασύροντας στοιχεία άσχετα από τις αρχαιότητες. Το Ρίο- Αντίρριο και το χιλιοτραγουδισμένο αρτινό γεφύρι, προστεθειμένα περίπου σαν υστερόγραφο στο σύγχρονο ελληνικό διαβατήριο, μοιάζουν εκ των προτέρων αρχαιολογημένα. Ο Έλληνας που τα κουβαλά ως ταυτότητα, είναι και αυτός, πάντα εκ των προτέρων… αρχαιολογημένος.

Η συζήτηση για την ελληνικότητα και τη σχέση της με την αρχαιότητα επανέρχεται αυτόν τον καιρό στην επικαιρότητα από πολλές πλευρές. Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όμως, ο πιο γόνιμος και ριζοσπαστικός διάλογος αρχίζει μου φαίνεται από τον χώρο της αρχαιολογίας και τον κριτικό λόγο που παράγεται με πρόθεση να αναλύσει ιστορικά τη θέση της αρχαιολογίας στο νεοελληνικό εθνικό κράτος, και συγχρονικά την αρχαιολογία ως θεσμικού φορέα και ως επιστημολογικής προοπτικής.

Όπως σημειώνει με αρκετή δόση ειρωνείας ο Δημήτρης Πλάντζος, η αρχαιολογία στην Ελλάδα καλείται, μέσα από μία σειρά αντιφατικών πολιτικών, να επιβεβαιώσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και τον ρόλο μας μέσα σε αυτόν.

Δημήτρης Δαμάσκος, Δημήτρης Πλάντζος

Α SΙΝGULΑR AΝΤΙQUΙΤΥ

ARCΗΑΕΟLΟGΥ ΑΝD HΕLLΕΝΙCIDΕΝΤΙΤΥ

IN ΤWΕΝΤΙΕΤΗ

CΕΝΤURΥGRΕΕCΕ

ΕΚΔ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ, 2008, ΣΕΛ. 424

«Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα υπήρξε ένα από τα κομβικά εγχειρήματα, διά του οποίου μπορούσε να γίνει δυνατή η φαντασιακή οργάνωση του έθνους, τόσο ως εξωτερική εποπτική κατηγορία όσο και εσωτερικά, ως συλλογική εμπειρία…

Ο Δημήτρης Δαμάσκος συμπληρώνει, στον ίδιο τόνο πολεμικής: «Επιλέγοντας μια ενδοσκοπική και συντηρητική οδό, η Ελληνική Αρχαιολογία έμοιαζε ευχαριστημένη με τον ρόλο του φύλακα της εθνικής ιδεολογίας, που της ανατέθηκε από το ελληνικό κράτος. Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα , από την αρχή της πορείας της μέχρι σήμερα, είναι η Αρχαιολογία της Ελλάδας, με βασικό στόχο την εξερεύνηση του ιστορικού παρελθόντος του ελληνικού κράτους και, με τη βοήθεια της λαογραφίας, την επιβεβαίωση της αδιαμεσολάβητης και αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνισμού».

Αντιγράφω αυτά τα παραθέματα από τον εξαιρετικό τόμο που εκδόθηκε στα αγγλικά από το Μουσείο Μπενάκη, με εντυπωσιακή επιμέλεια των αρχαιολόγων Πλάντζου και Δαμάσκου, υπό τον τίτλο A Singular Αntiquity: Αrchaeology and Ηellenic Ιdentity in twentieth-century Greece (Μοναδική αρχαιότητα: Αρχαιολογία και ελληνική ταυτότητα στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα). Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για τα πρακτικά συνεδρίου που είχε διοργανωθεί με μεγάλη επιτυχία από το Μουσείο Μπενάκη και τους επιμελητές τον Ιανουάριο του 2007, με στόχο να διερευνήσει την αμφίδρομη σχέση της αρχαιολογίας, και γενικότερα της αρχαιότητας, με τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας κατά τον εικοστό αιώνα. Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι επεξεργασμένες ομιλίες του συνεδρίου. Οι επιμελητές όμως, ακολουθώντας πια μια λογική ολοκληρωμένης επιστημονικής πρότασης, αναζήτησαν και άλλες συνεργασίες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού του πολυσύνθετου, αν και σε ένα βαθμό εξοντωτικού, εκδοτικού εγχειρήματος.

Στόχος των επιμελητών είναι να δείξουν πόσο πολύπλοκη και διεπιστημονική θα πρέπει να είναι η προσπάθεια να αναλύσουμε τις ιδεολογίες και τις πολιτικές που καθόρισαν την ελληνική αρχαιολογική έρευνα, αλλά και τη σύγχρονη συλλογική συνείδηση σχετικά με την αρχαιότητα και τον ρόλο του αρχαιολόγου. Το ζήτημα είναι, όπως συνοψίζουν από διαφορετική σκοπιά ο Μαρκ Μαζάουερ και ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, να αρχίσουμε να κάνουμε ερωτήσεις του τύπου: «Σε ποιες ιστορικές στιγμές η αρχαιολογία έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας του ελληνικού έθνους; Πώς οι αλλαγές στην εθνική εικονογραφία επηρεάστηκαν από μία σειρά θεσμικών, επαγγελματικών, αισθητικών και άλλων παραγόντων;». Τι σχέση έχει ο “Βασιλιάς της Ασίνης” του Σεφέρη με τις λιγότερο εκλεπτυσμένες, αν και περισσότερο γνωστές, αφίσες του ΕΟΤ; Και σε ποιο ποσοστό αυτές οι αφίσες έχουν επηρεάσει και τη δική μας άποψη για το παρελθόν;».