ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ
ΟΥΤΕ ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ ΓΙΑ ΝΑ
ΜΠΟΡΕΣΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ ΤΑ
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Αν μετέχει συνειδητά στη φορά των πραγμάτων και έχει τα μάτια του ανοιχτά και συχνά τέσσερα, διακρίνει τα σημάδια των μελλοντικών εξελίξεων, τα χνάρια, τον ντορό που οδηγούν ασφαλώς σε συγκεκριμένο τέλος ή, τέλος πάντων, σε μια ορισμένη, έστω και θολή, αλλά ποιοτικά διαφοροποιημένη νέα κατάσταση.

Το 1979 στον ετήσιο τότε τόμο «Ποίηση» που εξέδιδαν έως το 1981 οι ποιητές Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Νιάρχος (αντικαταστάθηκε την ίδια χρονιά από το περιοδικό «Λέξη») μετείχα με μία ανέκδοτη ποιητική μου σύνθεση. Το ετήσιο αυτό κομψό τομίδιο ήταν αποκλειστικά ποιητικό κάτοπτρο της ποιητικής εσοδείας, αφού δημοσιεύονταν ανέκδοτα ποιήματα και μόνο γνωστών ποιητών. Εννοώ δεν ανθολογούσε νέους, πρωτοεμφανιζόμενους. Εκείνη λοιπόν την ευκαιρία που μου έδωσαν οι δύο φίλοι ποιητές την εκμεταλλεύτηκα για να ποιήσω ένα λογοτεχνικό χουνέρι, μια απάτη.

Ομολογώ πως χρόνια έψαχνα την ευκαιρία να το κάνω γιατί είχα ενθουσιαστεί από κάποιο ανάλογο χουνέρι που είχε σκαρώσει, αν θυμάμαι τώρα καλά, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, στη «Νέα Εστία» του 1955. Μαθητάκος τότε είχα κι εγώ πέσει στην ξόβεργα που είχε στήσει ο σπουδαίος εκείνος φιλόσοφος και πολιτικός στην αρχή της πολιτικής του καριέρας. Εμφανιζόταν στο γνωστό μακροβιότερο περιοδικό της Ευρώπης ως μεταφραστής (ιδιότητα που δεν ήταν πρωτόφαντη) ενός λατινικού κειμένου της εποχής της ρωμαιοκρατίας στην Ελλάδα.

Ήταν, λέει, μια επιστολή που έστελνε ένας ανθύπατος στην κατεχόμενη Ελλάδα που αποχωρούσε, στον διάδοχό του στη θέση. Του ανέλυε με σχολαστικές λεπτομέρειες τον χαρακτήρα και κυρίως τα ελαττώματα του ελληνικού λαού αλλά και τα προτερήματά του και τους τρόπους που θα έπρεπε να τον κυβερνήσει, να τον παραπλανήσει, να τον χειραγωγήσει και να τον «παραμυθιάσει» ώστε να πετύχει ως εκπρόσωπος του Ιmperium, αλλά και να διανύσει όσο το δυνατόν απρόσκοπτα και χωρίς κλυδωνισμούς τη θητεία του.

Κεντρικός πάντως άξονας των συμβουλών του έμπειρου ανθύπατου προς τον νεόκοπο ήταν το μότο: «Υποσχέσου συνεχώς ΑΛΛΑΓΗ και ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ»!! Όπως έγινε φανερό κανένας ποτέ ανθύπατος δεν είχε γράψει τέτοιες συστάσεις προς τον διάδοχό του ούτε υπήρχε ανάλογη επιστολή στα Λατινικά. Ο Τσάτσος, έχοντας προσφάτως γυρίσει από μια υποτροφία στις ΗΠΑ και έχοντας γράψει ένα έξοχο δοκίμιο για την Αμερικανική Δημοκρατία, τους θεσμούς της και τα αδιέξοδά της, και μπαίνοντας στην πολιτική κονίστρα (που χωρίς αμφιβολία συχνά τον έφθειρε) θέλησε μ΄ αυτή τη φιλολογική απάτη να καταθέσει, ως τάχα αντικειμενική γνώμη ξένου παρατηρητή, την πολιτική του εκτίμηση για τα κουσούρια και τα προσόντα του λαού που ερχόταν μαζί με άλλους να υπηρετήσει. Ούτε αυτός βέβαια ήταν προφήτης, αν ύστερα από περίπου τριάντα χρόνια το πολιτικό σύνθημα- εκτίμηση του «Ρωμαίου ανθύπατου» έγινε κυρίαρχο σύνθημα της πολιτικής μας ζωής και συνεχίζει να επαναλαμβάνεται ως Αλλαγή, Μεταρρύθμιση, Επανίδρυση κράτους ή κομμάτων, Νέα αρχή κ.λπ.

Με την παραγγελία των αγαπητών φίλων αναβίωσε μέσα μου η ζήλεια και μιμήθηκα την απάτη του Τσάτσου (όταν κάποτε που με είχε δεχτεί στο Προεδρικό Μέγαρο ιδιωτικώς τού το αποκάλυψα, το χάρηκε σαν παιδί). Καμώθηκα πως μετέφρασα μια «Παράβαση» από μια αριστοφανίζουσα κωμωδία. Ήταν ήδη γνωστή η μεταφραστική μου ιστορία, άρα γινόταν πιστευτή, και έγινε πιστευτή η πρόθεσή μου να ανακοινώσω μια νέα, τάχα, φιλολογική ανακάλυψη. Προλογίζοντας τη «μετάφρασή» μου

Ομολογώ, το ξαναέγραψα, είχα μαθητάκος ζηλέψει το φιλολογικό και πολιτικό χουνέρι που είχε στήσει ο Τσάτσος. Γιατί για χρόνια πολλά κρατούσε μυστική την απάτη και πολλοί το χάψανε

έλεγα πως στον γνωστό άλλωστε τόπο παραθερισμού μου στον Μαραθώνα συνάντησα τυχαία ένα Άγγλο φιλόλογο παπυρολόγο, που μελετούσε τους οξυρρύγχιους παπύρους στην Οξφόρδη και με τροφοδότησε με ένα εύρημα, μια Παράβαση που μιμούνταν αυστηρά τη δομή και το ύφος των αριστοφανικών Παραβάσεων. Επρόκειτο προφανώς για κάποιον φιλόλογο ποιητή των ελληνιστικών χρόνων που δανειζόταν τη φόρμα του Αριστοφάνη για να σατιρίσει την κοινωνική και πνευματική έκπτωση της εποχής του! Παρέδιδα λοιπόν «κατ΄ αποκλειστικότητα» και από εύνοια του Άγγλου συναδέλφου μια πρώτη μετάφραση του πολύτιμου παπύρου!

Επρόκειτο για την υπόλοιπη χαμένη κωμωδία «Πίθηκοι ή Ευρύπρωκτοι»! Κατά τα φιλολογικά έθιμα των Αλεξανδρινών, σκάρωσα και μία «Υπόθεσιν Κριταγόρου Γραμματικού». Την αντιγράφω: «Στον Πρόλογο Πώλος ο υποκριτής, με τη σκευή της Ηλέκτρας του Σοφοκλέους παραπονείται, γιατί οι άνθρωποι λησμόνησαν τους καλούς τεχνίτες που χρησιμοποίησαν οι τρεις τραγικοί και ευνοούν κάποια ξεδιάντροπα παιδάρια που κακοποιούν τους στίχους των ποιητών, όταν δεν μιμούνται, τα πιο ανοίκεια ήθη νέων ποιητών. Στη σκηνή έπειτα εμφανίζεται Τελέστης ο υποκριτής κρατώντας ένα τερατώδες αισχυλικό προσωπείο σε κακά χάλια. Κλαίγοντας αφηγείται στον Πώλο πως πηγαίνοντας στον επώνυμο άρχοντα να ζητήσει χορό για να επαναλάβει τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, τρία μειράκια, από αυτά που τον τελευταίο καιρό ενθουσιάζουν τους θεατές στα Μεγάλα Διονύσια, τον ξυλοφόρτωσαν και αφού τον έγδυσαν, τον υποχρέωσαν να αποπατήσει πάνω στο προσωπείο του Ετεοκλέους.

Ενώ οι δύο υποκριτές, θρηνώντας, αναθυμούνται τις παλιές τους δόξες, εισέρχεται χορός Πιθήκων. Δείχνοντας τους μεγάλους κόκκινους πρωκτούς τους, καταδιώκουν με ξεφωνητά Πώλο και Τελέστη και υποδέχονται με ενθουσιασμό τον νεαρό Υποκριτή Πυγοκλέωνα. Ο Αγών γίνεται ανάμεσα στον Πώλο και τον Πυγοκλέωνα. Ο πρώτος μιμείται τα πάθη με λέξεις. Ο δεύτερος με πορδές. Με τη συνδρομή των Πιθήκων, ο Αγών λήγει με νικητή τον Δεύτερο και ο Πώλος κακοποιείται οικτρά και εκδιώκεται. Στη συνέχεια προσέρχονται Χορηγός, Μουσικός, Γεωμέτρης, Ποιητής και Νομοθέτης να υποβάλουν τα έργα τους στον Πυγοκλέωνα αμιλλώμενοι στη χρήση της νέας Τεχνικής. Η μεν διάνοια της κωμωδίας αισχρά, τα δε ήθη φαύλα, εκάς δε ο Διόνυσος».

Αυτά το 1979 ως περιεχόμενο, τάχα, της χαμένης κωμωδίας «Ευρύπρωκτοι» της οποίας τη σωζόμενη σε πάπυρο Παράβαση εν συνεχεία «μετέφραζα».

Έβαλα κάτω την τελειότερη δομικά αριστοφανική Παράβαση των «Ιππέων» (αυτή μιμήθηκε και ο Ραγκαβής στου «Κουτρούλη τον Γάμο») και την ακολούθησα κατά γράμμα: «Κομμάτιον», Ανάπαιστοι», «Πνίγος», «Ωδή», «Επίρρημα», «Αντωδή», «Αντεπίρρημα».

Υποτίθεται πως μετέφραζα πιστός στο ύφος του αριστοφανικού μιμητή, άρα κυριολεκτούσα και σε βωμολοχίες, το θέμα άλλωστε το σήκωνε. Δεν θα τις επαναλάβω εδώ. Υποτίθεται πως ο χορός των Πιθήκων αποδυόταν κατά την Παράβαση και μιλώντας ως ποιητής στους θεατές σχολίαζε την έκπτωση των ηθών και την κατάντια της τέχνης. Κάτι που έκανε συχνά στις Παραβάσεις του και ο Αριστοφάνης.