Στις τελευταίες συναντήσεις της Ένωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, (ΕUΑ), η συζήτηση επικεντρώνεται διαρκώς και πιο επίμονα στο ζήτημα της ενίσχυσης των μεταπτυχιακών σπουδών δεύτερου και τρίτου κύκλου στην Ευρώπη. Κι αυτό γιατί οι μεταπτυχιακές σπουδές, ευρισκόμενες στη διεπιφάνεια μεταξύ διδασκαλίας και έρευνας, αποτελούν το συγκριτικό πλεονέκτημα των «πραγματικών» πανεπιστημίων, έναντι των απλών διδακτηρίων τα οποία διεκδικούν σήμερα να αναγνωριστούν ως ανώτατες σχολές.

Η κόκκινη δηλαδή γραμμή μεταξύ των ιδιωτικών κολεγίων αφενός και των πανεπιστημίων αφετέρου, βρίσκεται ακριβώς στη δυνατότητα των δεύτερων να παρέχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Με δεδομένες λοιπόν αυτές τις ιδιαιτερότητες, είναι απολύτως πρωτότυπος, αν όχι και περίεργος ο τρόπος που το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης αντιμετωπίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές.

Σύμφωνα με αυτό, η Πολιτεία δεν αναγνωρίζει την υποχρέωσή της για χρηματοδότηση, παρά μόνον ενός το πολύ μεταπτυχιακού προγράμματος ανά πανεπιστημιακό τμήμα. Τη στιγμή που κάθε τμήμα διαθέτει ήδη περισσότερα του ενός οργανωμένα μεταπτυχιακά προγράμματα.

Και αγωνίζεται να αναπτύξει και άλλα, προκειμένου να ικανοποιηθεί η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση σε μεταπτυχιακή εξειδίκευση και να σταματήσει η αναγκαστική φοιτητική μετανάστευση.

Ποιο άραγε το νόημα της άρνησης της δημόσιας χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που ήδη λειτουργούν; Μήπως η ελληνική κυβέρνηση, σε πείσμα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, βρίσκει άλλη μια ευκαιρία να χαμηλώσει τον πήχυ των δημόσιων πανεπιστημίων; Μήπως δηλαδή αυτό που και πάλι προέχει είναι να μικρύνει η απόσταση των ιδιωτικών σχολών από τα δημόσια πανεπιστήμια;

Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ