ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ,
ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, ΤΟΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ
ΚΑΝΟΝΑ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΟΥ ΞΕΣΠΟΥΝ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΕ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ,
ΑΦΟΡΟΥΝ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΙΔΕΕΣ ΟΥΤΕ ΑΠΛΩΣ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΑΜΕ.
ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΕΙ
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΜΑΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΕΥΘΕΝ
Οι διαμάχες αυτές έχουν να κάνουν δηλαδή με τη λογοτεχνία που διαβάζουμε, το θέατρο και τον κινηματογράφο που παρακολουθούμε, τη μουσική που ακούμε, τον τρόπο με τον οποίο διαθέτουμε τον ελεύθερο χρόνο μας, αλλά και τις κατευθύνσεις της εκπαίδευσης, ακόμη και με το πολιτικό μας φαντασιακό που επηρεάζει τις προτιμήσεις μας. Πρόκειται για ένα πεδίο όπου διασταυρώνονται ιδέες αλλά και σκληρά οικονομικά συμφέροντα, γούστα και πεποιθήσεις, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το προσωπικό και το συλλογικό, το παγκόσμιο και το εθνικό, το έντυπο και το ηλεκτρονικό, τα ΜΜΕ και τα blogs και ό,τι άλλο θέλει κανείς.

Βεβαιότητες

Σε αυτό το πεδίο λοιπόν, σιγά σιγά από το 1974, παγιώθηκε μια ιεραρχία που είναι ταυτόχρονα ελιτίστικη και λαϊκίστικη. Ελιτίστικη γιατί υπερασπίζεται μια ιεροποιημένη εκδοχή κουλτούρας, οργανωμένη γύρω από χώρους που δεν μπορούν και δεν πρέπει να παραβιαστούν ή να αμφισβητηθούν, γύρω από βεβαιότητες και καθαρότητες: η γλώσσα, το έθνος, τα «μάρμαρα», η ελληνικότητα, η Επίδαυρος και το Ηρώδειο, η Γενιά του ΄30, η μουσική του ΄60 κ.λπ. Είναι όμως και λαϊκίστικη γιατί ταυτόχρονα ενσωμάτωσε την αριστερή διαμαρτυρία αφαιρώντας της τον ανατρεπτικό σαρκασμό και το οξύ της, καλλιέργησε τη φοβικότητα που προκαλούν οι κάθε είδους αλλαγές όλα αυτά τα χρόνια και κανάκευσε ταυτόχρονα την εθνική μοναδικότητα και υπεροχή.

Με τα χρόνια αυτές οι ιεραρχίες απέκτησαν συνήθειες καθεστώτων επιχορηγούμενης οικονομίας και ανακλαστικά αυτοσυντήρησης, δηλαδή αποκλειστικής νομής οικονομικού και πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα καθεστώς ανάλογο και παράλληλο με τις προμήθειες στον ευ ρύτερο δημόσιο τομέα. Στην κρίσιμη δεκαετία του ΄90, όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε το κρίσιμο πέρασμα στην παγκοσμιοποίηση, στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή στα Βαλκάνια, στην ανάγκη να ενσωματωθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, να ενσωματώσει το 10% του πληθυσμού της που ήταν μετανάστες, να εκσυγχρονίσει τις δομές της ώστε να εμποδίσει το κοινωνικό dumping, αυτό το πολιτισμικό κατεστημένο βγήκε στα κεραμίδια ανεμίζοντας σημαίες και λάβαρα, με μια απίστευτη ανευθυνότητα. Τα κείμενα του Κ. Γεωργουσόπουλου δεν είναι οι μοναδικοί μάρτυρες αυτών των συμπεριφορών. Αλλά η πολιτισμική φτώχεια αυτού του πολιτισμικού κατεστημένου φάνηκε όταν πλέον νέα πολιτισμικά μορφώματα άρχισαν να αναδύονται με δύναμη και επιρροή μέσα κι έξω από την Ελλάδα.

Ρευστότητα

Μια καινούργια λογοτεχνία αναδύθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και (αγγλόφωνη) στους χώρους της ελληνικής διασποράς, νέες μουσικές, νέος κινηματογράφος, καινούργιες εικαστικές προτάσεις, άλλα θεατρικά στέκια και χώροι πολιτισμικών δρωμένων, καινούργιες εικαστικές ομάδες, ένα πλήθος με άλλα ενδιαφέροντα, με άλλους τρόπους σκέψης που μπορούσε να αισθάνεται και ελληνικά και παγκόσμια χωρίς να παθαίνει πολιτιστική σχιζοφρένεια. Αυτή η κουλτούρα είναι υβριδική χωρίς να ντρέπεται γι΄ αυτό, είναι ρευστή γιατί την απωθούν οι βεβαιότητες, της αρέσει να αναδείχνει τις προβληματικές πλευρές των πραγμάτων γιατί ζει την έντασή τους και βαριέται τις συμβατικές πλευρές, της αρέσει το πλήθος και η μοναξιά ταυτόχρονα και πάρα πολλά πράγματα που βρίσκονται στον αντίποδα όσων υπερασπίζεται ο κ. Γεωργουσόπουλος. Στο πλαίσιο αυτής της αναδυόμενης καινούργιας κουλτούρας φαίνεται πλέον πόσο ξύλινος και πόσο ανιαρός είναι ο λόγος για ταυτότητες, συνέχειες και λογοτεχνικούς κανόνες.

Αξίζει τον κόπο να ανοίξουμε μια κουβέντα πάνω σ΄ αυτά, όχι μόνο για να δείξουμε πόσο γυμνός είναι ο βασιλιάς, αλλά για να ακούσουμε νέες φωνές και νέες απόψεις. Άλλωστε δεν πρέπει να ταυτίζουμε τους λίγους επιτήδειους με τον κόσμο που κατοικεί, περιφέρεται, παράγει και καταναλώνει πολιτισμικά προϊόντα στην Ελλάδα. Αυτός ο κόσμος είναι πολύ πιο πλούσιος σε ιδέες, ευαισθησίες και δημιουργικότητα από ό,τι φαντάζεται ο ελιτίστικος λαϊκισμός, αλλά και εμείς.