Πρόσωπα, όχι ΤV περσόνες


Το «Παρασκήνιο» συνεχίζει την πορεία του στην ΕΤ1, επιμένοντας να αναδιαπραγματεύεται τα μέτρα που ορίζουν τον σύγχρονο πολιτισμό
Ένας δημιουργός παιδείας, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο συνθέτης τραγουδιών της καρδιάς μας, αποκαλύπτει στον φακό τις αξίες της δημιουργίας σαν έναν αδιάκοπο διάλογο με την πραγματικότητα. Μια ηθοποιός που ανοίγει διάλογο με τους ρόλους της και το κοινό, η Αμαλία Μουτούση. Ένας κριτικός κινηματογράφου που σφράγισε τις συνεφιλικές αναζητήσεις μιας εποχής διψασμένης για γνώσεις, τέχνη και αμφισβήτηση με επιχειρήματα, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Αυτά είναι μερικά από τα πρόσωπα που η νέα σειρά ντοκιμαντέρ του «Παρασκηνίου» (ΕΤ1) μοιάζει να αναδεικνύει ως αντίβαρο σε μια τηλεόραση όπου η έννοια του προσώπου έχει αντικατασταθεί από την έννοια της τηλεοπτικής περσόνας.

Πρόλογος στη νέα σεζόν των εκπομπών και στίγμα της άποψης του «Παρασκηνίου» για το σημαντικό, η μαγεία του ανήσυχου χατζιδακικού πνεύματος, με τη φιγούρα του Μάνου των τραγουδιών σε στιγμές-φωτογραφίες μιας ζωής που αναζητούσε παντού την ομορφιά.

Έργα και λόγος αγέραστα για την επιμονή τους να συνδυάζουν την ανθρώπινη γλύκα με την αγωνία για τη δημιουργία, αφού ο Μάνος Χατζιδάκις δεν υπήρξε ποτέ αρνητής του εμπορικού, αλλά αμφισβητίας των ευκολιών του: «Λαϊκό τραγούδι δεν είναι αυτό που τραγουδάει ο λαός. Ο κόσμος τραγουδάει ό,τι του δίνουν να ακούσει, τους δίσκους που του παίζουν στα ραδιόφωνα. Απλώς τα συνηθίζει. Λαϊκό τραγούδι πρέπει να είναι το τραγούδι που μας αποκαλύπτει μια στιγμή που δεν ελέγχουμε και αυτός που θα το δεχθεί θα πρέπει να έχει μια αντίστοιχη προετοιμασία με αυτόν που θα το γράψει».

Σε ένα άλλο «ενσταντανέ» από το αρχείο που χρησιμοποίησε το «Παρασκήνιο», ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται με τη Μελίνα Μερκούρη σε μια υποτιθέμενη «ιδιωτική συζήτηση» για τα «Παιδιά του Πειραιά», όπου αρνείται την «πατρότητα», όχι του πρωτοτύπου που «γράφτηκε για μια σκηνή, σε ένα συγκεκριμένο έργο», αλλά του τραγουδιού που έγινε ελληνικό φολκλόρ, που έγινε κάτι σαν τις «χαβάγιες και τα λουλούδια, που υποδέχονται τους ξένους στη Χαβάη». Έγινε ερήμην μου όλο αυτό, λέει ήρεμα. Και λίγο πιο κάτω, σε μια ακόμη «φωτογραφία» της ζωής του, ο Μάνος δίνει τον δικό του ορισμό για τους στίχους: «Το τραγούδι βασίζεται στη λέξη, όχι τη φθαρμένη, αλλά την ανανεωμένη με τη νέα της δύναμη…».

Πλάνα με τον Νίκο Γκάτσο, που ποτέ δεν βγήκε στην τηλεόραση, παρέα ένα γιορτινό απόγευμα, πλάνα με τη Μελίνα να τραγουδούν τον «Κυρ-Αντώνη», σκηνές που έχουμε ξαναδεί σε αφιερώματα, αλλά όσο περνά ο καιρός μοιάζουν όλο και πιο εξωτικές καθώς το περιβάλλον στο οποίο ξαναπροβάλλονται μοιάζει να έχει απομακρυνθεί έτη φωτός, όχι από την τεχνική, τους ή χους, τα ασπρόμαυρα πλάνα με τους παλιωμένους φωτισμούς, που είναι μια φυσική απομάκρυνση με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της αισθητικής. Έχουμε απομακρυνθεί από τις αδιαπραγμάτευτες απαιτήσεις της δημιουργίας.

Ακολούθησε το «Παρασκήνιο» με αφιέρωμα στον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο των 25 χρόνων της Κινηματογραφικής Λέσχης. Αυτού του «κινηματογραφικού σχολείου» που στη χώρα μας, τι παράδοξο (!), το χρωστάμε στην κρατική τηλεόραση η οποία καλλιέργησε σινεφιλικά ήθη με τις επιλογές του Μισέλ Δημόπουλου και τις περίφημες εισαγωγές του Μπακογιαννόπουλου, που ολοκλήρωναν την απόλαυση της παρακολούθησης με τις πληροφορίες και άνοιγαν διάλογο με τις απόψεις του. Απολαυστική η αφήγησή του, όταν πολύ νέος πήγε στην Ταινιοθήκη του Παρισιού με εφόδιο τις γνώσεις του για το σινεμά από βιβλία, αφού στη μεταπολεμική Ελλάδα οι προβολές ήταν πολύ λίγες. Βίωμα που εξηγεί ίσως τη συστηματική επιμονή του, ακόμη και σήμερα, να διδάσκει με προβολές που κρατούν άθικτο το νήμα της ιστορίας του κινηματογράφου για όσους τον αγαπούν .

Γυναίκα, μαλακιά και δυνατή


Τα πρόσωπα και οι «περιοχές» του πολιτισμού που επιλέγει να αναδείξει και να υπογραμμίσει το «Παρασκήνιο» θυμίζουν ότι η μαγεία της ομορφιάς του κόσμου δεν βρίσκεται στο επίπεδο τηλεοπτικό παρόν, με τις περσόνες που παράγονται από το φως των τηλεοπτικών προβολέων και ότι ο ψυχαναγκασμός του σουξέ ουδεμία σχέση έχει με την ψυχοτονωτική δύναμη της τέχνης.

Η προχθεσινή εκπομπή πρόσθεσε ένα σύγχρονο γυναικείο πρόσωπο στο ψηφιδωτό του σύγχρονου πολιτισμού, την ηθοποιό Αμαλία Μουτούση. Πέρυσι στη «Σάρα», σε σκηνοθεσία Χουβαρδά, στον ρόλο μιας μισητής γυναίκας και μετά στην Επίδαυρο, στην «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή, Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Μοσχόπουλου, Μήδεια, ρόλοι γυναικείοι που την έκαναν να συνειδητοποιήσει πως η γυναίκα «όσο πιο μαλακιά είναι, τόσο πιο δυνατή γίνεται»- μαλακιά, όπως το χώμα που το βρέχει η βροχή.