Στο περιθώριο του μυθιστοριογραφικού έργου του, ο Φλωμπέρ κρατούσε σημειώσεις για ένα «Λεξικό των παραδεδεγμένων ιδεών», όπου ειρωνευόταν τις κοινοτοπίες και τα στερεότυπα της εποχής του. Κατιών συγγενής εκείνου του (ανολοκλήρωτου) σχεδίου είναι το σατιρικό λεξικό του Μιχάλη Πιτσιλίδη. Πλησιέστερος- και ομολογημένοςπρόγονός του το Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό (2001) του Νίκου Δήμου, ο οποίος και ευλογεί το πνευματικό εγγόνι του προλογίζοντάς το.

Αν η σατιρική φλέβα του Φλωμπέρ έβρισκε στη φωτισμένη, ορθολογική και σχετικά εύρυθμη Γαλλία της εποχής του ένα περιβόλι από ανοησίες που έχαιραν καθεστώτος κοινά παραδεκτών πεποιθήσεων, οι ΄Ελληνες σατιριστές πρέπει να αισθάνονται πως έχουν γύρω τους μια ολόκληρη φυτεία με τέτοιου είδους φρούτα. Είμαστε ένας λαός που ζει μέσα σ΄ ένα αδιάκοπο παραλήρημα μεγαλείου, μέσα σ΄ ένα όργιο αυτοκολακείας και κατά συνθήκην ψευδών, διώχνοντας έτσι από τα μάτια μας τη μακάρια καθυστέρησή μας, τη θέση ουραγού που κατέχουμε σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής (πλην του καταναλωτικού), την απόλυτη φτώχεια μας σε δημιουργικές εμπνεύσεις, το στείρο μπάχαλο του δημόσιου βίου μας και της καθημερινής εμπειρίας μας.

Καθόλου δύσκολο, λοιπόν, να βρεθεί υλικό για ένα σατιρικό λεξικό εξακοσίων σελίδων, που θα μπορούσαν άνετα να είναι πολλαπλάσιες αυτού του αριθμού. Ο Πιτσιλίδης κατευθύνει τα σατιρικά βέλη του προς όλες τις πτυχές της ελληνοφρένει- ας, από την πολιτική ώς τη λογοτεχνία, από την οικονομία και την υγεία (έναν τομέα που γνωρίζει ιδιαίτερα καλά, λόγω της παλιότερης θητείας του σε πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες) ώς τον αθλητισμό, από την παιδεία ώς τα ΜΜΕ.

Η γκάμα είναι πλουσιότερη από ό, τι στο προγονικό λεξικό του Νίκου Δήμου, καθώς ο Πιτσιλίδης, λιγότερο θεωρητικός, συγκινείται και από πράγματα όπως το ποδόσφαιρο και δεν αποφεύγει, αντίθετα φαίνεται να απολαμβάνει τον σχολιασμό προσώπων της δημόσιας ζωής. Αλλά η ποιότητα της σάτιράς του είναι περισσότερο άνιση. Η εύστοχη σάτιρα, αυτή δηλαδή που συνδυάζει την καυστικότητα με τη διείσδυση στην ουσία του θέματος, προϋποθέτει μια ψύχραιμη απόσταση από το αντικείμενό της, μια επίσχεση των προσωπικών συναισθημάτων, αλλά και των ιδεών του σατιριστή, έτσι ώστε η κριτική του να (φαίνεται πως) επικαλείται την κοινή λογική. Ο Δήμου, χάρη και στην ιδιοσυγκρασία του, το κατορθώνει αυτό σε μεγάλο βαθμό. Ο Πιτσιλίδης, περισσότερο παρορμητικός, παρασύρεται συχνά τόσο από τον θυμό του όσο και από τις συμπάθειές του. Τo αποτέλεσμα είναι ότι η σάτιρά του σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είτε κλίνει προς τη λιβελογραφία είτε γίνεται ένα απροκάλυπτο εγκώμιο, οπότε βέβαια δεν είναι σάτιρα.

Γενικά, στα λήμματα για τους ηγέτες της Αριστεράς και τον Ανδρέα Παπανδρέου (αλλά και για τον Μπους) η σάτιρα του Πιτσιλίδη είναι κατά το πλείστο κακόγουστη, ενώ από την άλλη τα λήμματα για πολιτικούς όπως ο Σημίτης, ο Ανδριανόπουλος, ο Μάνος είναι τόσο υμνητικά ώστε η παρουσία τους δίνει στο σατιρικό λεξικό του κάτι από ιδεολογικό μανιφέστο. Για άλλα δημόσια πρόσωπα, τα σχόλιά του κινούνται ανάμεσα στο επίπεδο ενός ανώδυνου καλαμπουριού, συχνά χαριτωμένου πάντως («Ασκητής, Θάνος: ο μόνος ασκητής που πλούτισε από το σεξ») και εκείνο του πραγματικά σατιρικού, απολαυστικά διαβρωτικού λόγου («Κακαουνάκης, Νίκος: Τα λέει όλα για κάποιους ή κάποια για όλους. Αποφεύγει να τα λέει όλα για όλους και κάποια για κάποιους» ή εκείνο το λακωνικότατο και ευφυέστατο «Ρουβάς, Σάκης: Κι από φωνή, κορμάρα!»). Αλλά, όπως είναι επόμενο, το κύριο βάρος της σάτιρας του Πιτσιλίδη πέφτει στους ακρογωνιαίους (και, φευ, άτρωτους από σατιρικές βολές) λίθους της νεοελληνικής εξαλλοσύνης: την πατριδοκαπηλία, τον ελληναραδισμό, την εθνική μυθολογία που απωθεί υστερικά την ιστορική έρευνα, τα φοβικά σύνδρομα απέναντι στον σύγχρονο κόσμο, την πάνδημη διαφθορά, τον ορθόδοξο φονταμενταλισμό, τον ανούσιο και στην ουσία αντιδραστικό αριστερό επαναστατισμό- ο κατάλογος είναι τόσο μακρύς ώστε ακόμη και ο μαχητικότερος σατιριστής χάνει κάποια στιγμή την ικμάδα του και η έμπνευσή του δεν μπορεί πια να τροφοδοτήσει τη φαρέτρα του με καινούργια αιχμηρά βέλη. ΄Ετσι, ο Πιτσιλίδης καταφεύγει σ΄ ένα τέχνασμα: συνοδεύει συχνά τα σατιρικά σχόλιά του, εν είδει παραρτήματος σε μικρότερα γράμματα, με εκτεταμένες περικοπές από έγκυρα επιστημονικά συγγράμματα ή δικά του αναλυτικά κείμενα, που ανασκευάζουν γνωστές “ελληνοπρεπείς” δοξασίες. Αυτά τα παραθέματα περιέχουν αλήθειες που αποτελούν περίπου κοινούς τόπους μεταξύ των ιστορικών (ασχέτως ιδεολογικού προσανατολισμού), αλλά αγνοούνται από την κοινή γνώμη, όπως π.χ. τις λεπτομέρειες για το όργιο αίματος και πλιάτσικου που ακολούθησε την άλωση της Τριπολιτσάς, τις σφαγές των Εβραίων στην Τριπολιτσά και το Αγρίνιο ή το γεγονός ότι ο φερετζές, σύμβολο μουσουλμανικής καταδυνάστευσης της γυναίκας, είναι στην πραγματικότητα βυζαντινή επινόηση.

Ο Πιτσιλίδης- θα έχει ήδη γίνει αντιληπτό- είναι φιλελεύθερος, ορθολογιστής και αντικληρικιστής. Αλλά με τρόπο λιγότερο οργανωμένο και συμπαγή από ό, τι π.χ. ο Νίκος Δήμου. Αυτό είναι πλεονέκτημα για έναν σατιριστή. Η ιδεολογική συνέπεια μπορεί να είναι καλή από ορισμένες απόψεις, αλλά κάνει την κριτική σκέψη προβλέψιμη και, όχι σπάνια, άκαμπτη μέχρις αναισθησίας. Χάρη στη χαλαρότερη πρόσδεσή του σε τέτοιες αρχές, ο Πιτσιλίδης αποφεύγει τις αγκυλώσεις της πολιτικής ορθότητας και μπορεί να ξαφνιάζει πότε πότε τον αναγνώστη του. ΄Ετσι, στρέφει χωρίς ενοχές τη σάτιρά του π.χ. στον εκφυλισμό των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ως θεσμού βέβαια, όχι όλων των φορέων του), την ελιτίστικη μονομέρεια της οικολογικής φιλοσοφίας, τις ακρότητες του φεμινισμού, ενώ μας επιφυλάσσει για το περίφημο “Όχι” της 28ης Οκτωβρίου την εξής δηκτική όσο και εύστοχη παρατήρηση: «Ποιος το είπε, όμως, ο Μεταξάς ή ο λαός; Ιδού ένα ακόμα μέγα δίλημμα της ελληνοφρένειας. Ε, λοιπόν, ναι! Ο Μεταξάς δεν είπε “όχι”, είπε “Ώστε, λοιπόν, πόλεμος!”. ΄Αρα, μπορεί να κοιμάται ήσυχη η προοδευτική πλευρά. Ο Μεταξάς δεν είπε όχι.» Υπάρχουν δύο είδη σάτιρας, ανάλογα με τον ορίζοντα στον οποίο ο σατιριστής βλέπει να προβάλλεται το αντικείμενό του.

Το πρώτο είδος στηλιτεύει κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ.

φαινόμενα που είναι προϊόντα δεσποτισμού, απαιδευσίας, οπισθοδρομικότητας, ταξικών, εθνικών ή άλλων προκαταλήψεων, φαινόμενα δηλαδή που είναι ιστορικά προσδιορισμένα και γι΄ αυτό μπορούν, τουλάχιστον κατ΄ αρχήν, να καταπολεμηθούν. Το δεύτερο είδος καυτηριάζει ανθρώπινα ελαττώματα και χαρακτήρες που μοιάζουν αιώνιοι, ανεπηρέαστοι από την παιδεία ή τις κοινωνικές αλλαγές. Η σάτιρα του Πιτσιλίδη και των περισσότερων Νεοελλήνων σατιριστών ανήκει κανονικά στο πρώτο είδος, αλλά μας θυμίζει ολοένα το δεύτερο. Αυτή κι αν είναι απόδειξη της ιδιαιτερότητας της χώρας μας! Μιας χώρας όπου πριν από ένα-δυο χρόνια κοτζάμ Υπουργός Πολιτισμού (βλ. λήμμα Τατούλης, Πέτρος) δήλωσε ότι ξαναδιάβασε πρόσφατα τα 130 χρόνια μοναξιάς του Μίλερ…

Μιχάλης Πιτσιλίδης

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ ΕΚΔ: ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, 2007, ΣΕΛ: 637, ΤΙΜΗ: 23 ΕΥΡΩ