Ο (επίσης συγγραφέας) Νίκος Παναγιωτόπουλος, που έγραψε το σενάριο της τηλεοπτικής Άμυνα Ζώνης (ΝΕΤ σε συμπαραγωγή με την ΖDF), ξεκινά την ιστορία του από το άδηλο μυθιστορηματικό τέλος. Απαντώντας στο μετέωρο, «η ορμή της σφαίρας με σπρώχνει [τον Χαρίτο] προς τα πίσω. Προλαβαίνω να δω τον Δερμιτζάκη που ορμάει στον Μάκη. Μετά…», με την εικόνα τού σοβαρά τραυματισμένου Μηνά Χατζησάββα (που υποδύεται τον Χαρίτο) στην εντατική, τον καθιστά αφηγητή και ταυτοχρόνως πρωταγωνιστικό δρων πρόσωπο. Επιλογή που μπορεί να εμπλουτίζει την τηλεοπτική διήγηση με περισσότερα στοιχεία, την καθιστά όμως- τουλάχιστον στα πρώτα από τα 16 επεισόδια της σειράς- αποσπασματική, στατική κι εν μέρει άνευρη. Το διαβρωτικό, μαύρο χιούμορ του συγγραφέα παραμένει αμετάβατο τηλεοπτικά, ενώ η ζωντάνια και το σφρίγος του μυθιστορήματος δεν βρίσκουν το τηλεοπτικό ισοδύναμό τους, παρ΄ όλο που στην τηλεοπτική ιστορία έχουν μεταφερθεί σχεδόν αυτούσιοι οι εξαιρετικοί διάλογοι του Μάρκαρη. Μεταφερμένος στην οθόνη, από τον ειδικευμένο στο νουάρ γερμανοτραφή Φίλιππο Τσίτο, ο γραπτός λόγος, όσο κι αν ευτυχεί με τους καλούς ηθοποιούς, δεν αποδεικνύεται επαρκής δίχως τη δραματουργική λειτουργία της εικόνας. Κι ίσως δεν αποτελεί σύμπτωση ότι δευτερεύοντες ρόλοι, οι οποίοι είτε έχουν επινοηθεί στην τηλεοπτική σειρά (για παράδειγμα ο Κούστας που στο μυθιστόρημα περιγράφεται μονάχα ως νεκρός, ενώ στο σίριαλ ζωντανεύει σε αναπαραστάσεις περιστατικών του παρελθόντος από τον εύστοχο Αντώνη Καφετζόπουλο) είτε η λειτουργία τους έχει διευρυνθεί (όπως της εξαιρετικής Γιώτας Φέστα και του συνεπακόλουθου ερωτικού θέματος), είναι αφηγηματικά πιο αυτοτελείς και πειστικοί. Η χαοτική, ασφυκτική και βρωμερή (λόγω και της απεργίας των απορριμματοφόρων) Αθήνα καταγράφεται σε καλοστημένα πλάνα, δεν συγκροτείται όμως στο απαραίτητο σκηνικό της συγκεκριμένης τηλεοπτικής ιστορίας. Όσο για τον καμβά της αστυνομικής διήγησης, δύσκολα απεγκλωβίζεται από τον κύκλο των λέξεων για να αποτελέσει μια ορατή κοινωνικοπολιτική τοιχογραφία που, εκτός από το να εκφέρεται, τεκμαίρεται.