Η Ειρήνη Κουτάκη γράφει για την ατυχία της να έχει καλό βιογραφικό στην Ελλάδα: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ν. Αφρική. Στα 17 μου, αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα που τόσο είχα μάθει ν΄ αγαπώ. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, καθώς ήρθα μόνη μου και η οικογένειά μου έμεινε και μένει εκεί.

Φέτος, μετά από τόσα χρόνια, τολμώ να πω ότι μετανιώνω για την κίνησή μου. Αποφοίτησα με άριστα και στο πτυχίο μου στην Ιστορία και στο μεταπτυχιακό μου (Διεθνείς Σχέσεις) το οποίο ολοκλήρωσα στις ΗΠΑ και τελευταίος μου σταθμός στα υπουργεία της Αμερικής. Εκεί, μου είπαν για τις σπουδές μου και τις εμπειρίες μου, θα ήμουν διαμάντι στη χώρα τους. Λυπάμαι που δεν μπορώ να πω το ίδιο για την πατρίδα. Από τότε μέχρι τώρα έχω πάει σε 200 συνεντεύξεις. Όλοι μου λένε καλά λόγια, αλλά το βασικό πρόβλημα είναι ότι προτιμούν κάποιον που δεν έχει βιογραφικό σαν το δικό μου, επειδή θα έχω περισσότερες οικονομικές απαιτήσεις, λένε. Ο βασικός μισθός ισχύει για όλους, είτε έβγαλες το δημοτικό είτε είσαι δόκτωρ.

Έχω φτάσει σε σημείο να απολογούμαι σχεδόν, για το ότι… ε, ναι λοιπόν, είμαι 25 στα 26 και να με συγχωρήσουν οι εταιρείες που έχω κάνει “περισσότερα πράγματα από ό,τι κάνουν τα παιδιά στην ηλικία μου”, όπως μου έχουν πει. Έχω, επίσης, υποστεί πολύ ρατσισμό που έχει διαγράψει μέσα μου την έννοια της ταυτότητας.

Τελικά, τι σημαίνει να είσαι Έλληνας; Εμείς, δηλαδή, που μια ζωή στο εξωτερικό μαθαίναμε ότι είμαστε Έλληνες στην ψυχή και στο σώμα και επιστρέφουμε εδώ για να μας λέει μια καθηγήτρια “Σας λυπάμαι εσάς και τους Αλβανούς”, τι πρέπει να πούμε; Τι έχουν οι Αλβανοί; Εμείς οι μετανάστες, τι έχουμε; Έλληνας είναι αυτός που πάει στα μπουζούκια και τρώει σουβλάκια; Είμαι σίγουρη ότι λίγα παιδιά σήμερα διαβάζουν ποίηση ελληνική και λίγα παιδιά ξέρουν στη χώρα μας για την Ιστορία του τόπου… Εμείς οι “μετανάστες” όμως, ξέρουμε και αγαπάμε την ιστορία μας, τη γλώσσα μας… μια γλώσσα που πεθαίνει, αιμορραγεί κάθε μέρα στην Ελλάδα.

Η πρώτη τους βασική ερώτηση είναι πόσων ετών είμαι. Στη Ν. Αφρική, και σε πολλές χώρες στον κόσμο, η ερώτηση αυτή δεν επιτρέπεται καν. Στις περισσότερες δουλειές που είχα εργαστεί προσωρινά (καθώς και αυτό είναι της μόδας πια, να δουλεύει ένας νέος πολύ για ένα μικρό χρονικό διάστημα και μετά να τον στέλνουμε σπίτι του) η ελάχιστη έκφραση δεν επιτρεπόταν. Δεν μπορούσαμε καν να φάμε, να πιούμε… όσο για ΙΚΑ, το ξεχνάμε εντελώς.

Όσο δε για την υγεία και την περίθαλψη, ένα θα πω. Έπαθα σοβαρή μόλυνση στα μάτια από ένα σπίτι βρώμικο που έμενα εδώ στην Αθήνα και επί 2 χρόνια με ταλαιπωρούσαν οι γιατροί εδώ. Το τι άκουσα δεν λέγεται, ώσπου με έστειλαν έξω πρωτού με τυφλώσουν εντελώς. Ο γιατρός μου στην Αγγλία γελούσε με τις εξετάσεις και τις εκτιμήσεις των γιατρών εδώ και με ρωτούσε εάν όλοι αυτοί ήταν αληθινοί γιατροί. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν, μου είπε, είναι να σ΄ ακούσουν… Βέβαια, αυτό είναι λίγο δύσκολο στη χώρα μας, γιατί εξακολουθούμε να νομίζουμε ότι όποιος έχει τίτλο, είναι σπουδαίος και έχει το δικαίωμα να υποτιμάει τους γύρω. Ας ακούμε περισσότερο λοιπόν. Ίσως μάθουμε κάτι και από το “αφρικανάκι” και από το κάθε αφρικανάκι που ζητάει μια ευκαιρία μονάχα».