Ανήκει τόσο στις ευτυχέστερες συλλήψεις και πραγματώσεις του Γουάλας Στίβενς (1879-1955) όσο και στα αποκτήματα της δημιουργικής γραφής του 20ού αιώνα εν γένει. Εξαιρώντας τον Μπράουνιγκ, κανένας άλλος ποιητής στην επικράτεια του αγγλοσαξονικού λόγου, μετά τον πολύπειρο Ουόρτζουορθ, δεν έγραψε στίχους, διατείνονται οι κριτικοί, ανάλογης έντασης και αισθητικής πληρότητας με τους ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς πεντάμετρους των δεκαπεντάστιχων στροφών αυτού του εμβληματικού, πολυεπίπεδου ποιήματος. Θα μπορούσε μάλιστα να επαληθεύσει στην πράξη, μεταξύ άλλων, κι αυτόν ακόμη τον Χέγκελ, ο οποίος πίστευε ακράδαντα ότι η ποίηση είναι αναμφισβήτητα η υψίστη των Τεχνών. Η μουσική που παράγεται αβίαστα εδώ τεκμηριώνει την ιδιάζουσα δεξιοτεχνία του Στίβενς, τον οποίο, εκτός από την εμμονή του να παραμένει γειωμένος σταθερά στο έδαφος ενός στοχαστικού ανθρωπισμού, διέκρινε η σπάνια ομολογουμένως ικανότητά του να προωθεί στα άκρα την καλλιτεχνική ιδέα, χωρίς όμως να την εκφυλίζει σε μάταια λεκτικά παιχνίδια. Ο αποτελεσματικός ποιητής Στάθης Καββαδάς, ο οποίος μάς έχει ήδη δώσει το 1994 από τις εκδόσεις της «Εστίας» μια δόκιμη εκδοχή στη γλώσσα μας των Σημειώσεων για έναν υπέρτατο μύθο του Στίβενς, προτείνει σήμερα μιαν ελληνικότατη Κυριακή πρωί, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις της «Άγρας». Και πάλι δεν προδίδει το πρωτότυπο, σέβεται βαθιά τις προοπτικές του και υποστηρίζει συνειδητά τις αρετές του: το ξένο ρήμα ηχεί φιλικότατα στα αυτιά μας, ακούμε ειλικρινά το άδολο τοπίο.