ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ ΚΑΙ Ο
ΡΕΚΤΗΣ ΝΕΟΣ, ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ, ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΑΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΣΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΟΠΟΥ ΤΩΡΑ ΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ
ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΟΥΚΑΡΑ
(1935- 2003)
Ανάμεσα στους άλλους άξιους ομιλητές (Μητροπολίτες Καβάλας και Κορίνθου, ιστοριοδίφη Πιέρρο, λόγιο Καράγεωργα) που ανέλυσαν το έργο και ανέδειξαν την προσωπικότητα του εκλεκτού καλλιτέχνη ήταν και η ταπεινότητά μου. Υπήρξε ακριβός μου φίλος. Αυτόν βρήκαμε στο Κρανίδι και στην Ερμιόνη τα δίσεκτα χρόνια συμπαραστάτη και τολμηρό φίλο, όταν μας έδερνε η απομόνωση και η «αμοιβαία υποψία». Υπήρξε ένας εμπειρικός αγιογράφος, όπως το καλεί, το απαιτεί και το αξιώνει αυτή η απαιτητική παραδοσιακή «ιερά» τέχνη. Ακόμη κι όταν η βυζαντινή αγιογραφία διδάχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, πέρα από την ιστορία των φάσεων και των σχολών της, ως πρακτική, ως παραδοσιακή, τετελεσμένη τέχνη διδάχτηκε. Θεμελιώδες κείμενο αναφοράς «Η έκφρασις» του Διονυσίου εκ Φουρνά των Αγράφων και η εκλαϊκευμένη σοφή του επιτομή από τον σύγχρονό μας μεγάλο μύστη της τέχνης αυτής Φώτη Κόντογλου. Θυμίζω πως δίπλα στον Κόντογλου μαθήτευσαν οι μεγάλοι μας ζωγράφοι

Οι καλόγεροι αγιογράφοι, λειτουργώντας ως λαϊκοί παραμυθάδες και απαλλαγμένοι από δογματικά δεσμά αφήνονται σε αυτοσχεδιασμούς

Διαμαντόπουλος, Εγγονόπουλος και Τσαρούχης.

Αλλά δεν θα μείνω σήμερα σε ειδικές γνώσεις που δεν κατέχω. Η τιμητική βραδιά για τον Σουκαρά με ταξίδεψε στις μακρές συζητήσεις μας πάνω στα μοτίβα και τη θεματολογία τής τέλεια και δογματικά προγραμματισμένης και οργανωμένης με εσωτερική λογική βυζαντινής τέχνης. Κάποιος αγκυλωμένος ορθολογιστής και φωταδιστής (που καμώνεται και τον πολιτικό αγκιτάτορα) χλεύαζε τον αμετάβλητο, ανεξέλικτο (όπως νόμιζε ο αφελής) χαρακτήρα μιας τέχνης που αγνοούσε πως εξέφραζε συναισθήματα κι όχι πρωτότυπο εντυπωσιασμό αλλά κυρίως δόγμα. Βέβαια για όσους μπορούν να την κατανοούν μέσα από τη δική της λογική αντιλαμβάνονται πως και εξελίχτηκε μέσα στον χρόνο και συχνά άλλαξε και αισθητικό κανόνα και μανιέρα και ματιέρα. Αλλά αυτές οι αλλαγές έχουν να κάνουν με τον βαθύτατο ψυχισμό όχι μόνο των πιστών αλλά και των εποχών και ένα ορθολογιστικό γεωμετρικό βλέμμα δεν μπορεί να αντιληφθεί τη λοξή τους τάξη συνηθισμένο στον τρισδιάστατο χώρο και στη φωτοσκίαση. Τέλος πάντων.

Επανέρχομαι στις γόνιμες συζητήσεις μου με τον Σουκαρά. Σ΄ ένα εκκλησάκι στο Σοφικό, νομίζω, αγιογραφούσε εκείνη την εποχή τον πρόναο. Ως γνωστόν στον πρόναο, στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, παρέμεναν οι κατηχούμενοι, όσοι μαθήτευαν στο δόγμα, πριν βαπτιστούν. Εισέρχονταν στον κυρίως ναό με την εντολή του ιερέα «όσοι κατηχούμενοι προσέλθετε». Παρέμεναν στον πρόναο κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του Αγίου Ποτηρίου. Στον πρόναο για λόγους αυτονόητα παιδαγωγικούς εικονίζονταν σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη (ο Δαβίδ και ο Γολιάθ, η Κιβωτός του Νώε και ο Κατακλυσμός, η Θυσία του Αβραάμ κ.τ.λ.), εμφαντική ήταν όμως η απεικόνιση με τις τιμωρίες των αμαρτωλών στην κόλαση. Αυτή η θεματολογία, πέρα από τη θεολογική της σημασία, έχει και εικαστική, αφού οι καλόγεροι αγιογράφοι, λειτουργώντας ως λαϊκοί παραμυθάδες και απαλλαγμένοι από δογματικά δεσμά αφήνονται σε αυτοσχεδιασμούς με αποτέλεσμα οι σκηνές κολασμού στα διάφορα μοναστήρια (ακόμη και στον περιώνυμο πρόναο του Καχριέ Τζαμί, της Μονής της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη) να είναι αριστουργήματα λαϊκής, οργιάζουσας ζωγραφικής φαντασίας. Ο Σουκαράς, αναλύοντας τη θεματολογία της εσχάτης κρίσης και δείχνοντάς μου πρότυπα (αρχέτυπα) σκηνών όπου οι αμαρτωλοί κολάζονται στο «Πυρ το εξώτερον», έφτασε κάποτε σε δύο μοτίβα που στην αρχή με εντυπωσίασε η αφέλειά τους. Το πρώτο ήταν «η τιμωρία του παραζυγιστή» και το δεύτερο «η τιμωρία του παραυλακιστή».

Οπαραζυγιστής ήταν βέβαια αυτός που «πείραζε» τη ζυγαριά, έκλεβε στο ζύγι. Σε κοινωνίες κοινοτικού βίου και στενής οικονομίας το αμάρτημα ήταν σαφώς μέγα και ως εκ τούτου η τιμωρία του παράνομου κερδοσκόπου επιτηδευματία προσδοκώμενη, αναμενόμενη, έστω μετά θάνατον!!! Αλλά ο παραυλακιστής; Στον αγροτικό βίο και μάλιστα σε περιοχές όπου το νερό το λεν νεράκι και χρειάζεται οικονομία, υπήρχε ένα εθιμικό δίκαιο για τον τρόπο που γίνεται χωρίς σπατάλη η ύδρευση και κυρίως το πότισμα. Το νερό κατέβαινε από την πηγή, τον χείμαρρο ή το κοντινό ποτάμι και διοχετευόταν στις αγροκαλλιέργειες μέσω των αυλακιών. Τα αυλάκια διέτρεχαν τα σύνορα των χωραφιών και κάθε αγρότης «έκοβε» με την αξίνα ένα πέρασμα ώστε να ποτιστεί το χωράφι του και όταν τέλειωνε ξαναμπάζωνε το άνοιγμα ώστε το νερό να οδεύσει στο πλησιέστερο χωράφι.

Υπάρχουν όμως πονηροί αγρότες που κρυφά παροχέτευαν το νερό στο χωράφι τους, πριν της ώρας και παράνομα. Συνήθως τη νύχτα εμπόδιζαν τη ροή των υδάτων στον δικαιούχο αγρότη και έκλεβαν το νερό ποτίζοντας κρυφά και χωρίς να πληρώσουν τον κοινοτικό φόρο παροχής. Συχνά όμως, όπως από την πείρα μας γνωρίζουμε όσοι από μας ζήσαμε στην επαρχία παλιότερες εποχές (πριν από το αυτόματο πότισμα!!), υπήρχαν περιπτώσεις που η παροχέτευση του νερού γινόταν με ταπεινότερα ελατήρια. Για να εκδικηθούν τον γείτονα που είχε καλή σοδειά ή καλύτερα χώματα ή για να τον τιμωρήσουν που πέτυχε καλύτερες τιμές στην αγορά ή η ποιότητα του καπνού, του βαμβακιού, του καλαμποκιού, των καρπουζιών, της ντομάτας κ.τ.λ. ήταν απολύτως καλύτερη και αποδοτικότερη αλλά και διότι η στρεμματική απόδοση του γείτονα ήταν πολλαπλάσια από του παραυλακιστή!!

Στην αρχή σχολιάζαμε με τον Σουκαρά τη μηδαμινότητα της παρανομίας και το μέγεθος της τιμωρίας, γιατί στην εικονολογία ο παραυλακιστής εικονίζεται να βασανίζεται δεινά από τους διαβόλους και να βράζει στα καζάνια της κόλασης αιωνίως. Αστειευόμενοι και γελώντας μεταθέταμε τις παρανομίες του καιρού μας και υπολογίζαμε αναλογικά τι τιμωρίες θα ΄πρεπε να αναμένουν τους σύγχρονούς μας αμαρτωλούς.

Με τον καιρό όμως συνέλαβα τον συμβολισμό του μοτίβου του παραυλακιστή. Σκέφτηκα πόσοι συνάνθρωποι σήμερα λειτουργούν πανομοιότυπα με τον εκδικητικό εκείνον αγρότη. Πόσοι δεν σου κόβουν το δρόμο, πόσοι δεν σου στήνουν παραπλανητικές πινακίδες κι ενώ οδεύεις προς τον προγραμματισμένο σκοπό σου ακολουθώντας τους οδοδείκτες ξαφνικά βρίσκεσαι να αντιμετωπίζεις το αδιέξοδο ή στη χειρότερη περίπτωση γκρεμίζεσαι στο κενό γιατί κάποιος μετατόπισε τις πινακίδες.