Βιβλία με ονοματεπώνυμο


Σάββατο πρωί. Χτυπάει το κινητό μου. Ακούω τη φωνή μιας πολύ ευγενικής κυρίας. «Ο κύριος Καπλάνι;». «Ναι, ο ίδιος». «Κύριε Καπλάνι, η εταιρεία μας αποφάσισε να σας απονείμει το πρώτο βραβείο». Πρόκειται για κάποια «εταιρεία μεταφραστών της ελληνικής λογοτεχνίας». Τα χάνω λίγο. «Βραβείο; Γ ια ποιον λόγο;».

«Για τη μετάφραση του βιβλίου σας , “Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων” στα ελληνικά». «Σοβαρά; Μα εγώ το βιβλίο το έγραψα στα ελληνικά. Στην πρώτη σελίδα γράφει “σύγχρονη ελληνική πεζογραφία”». Η κυρία σιωπά. Νιώθει αμήχανη. Με ευχαριστεί για τη διευκρίνιση. Τέλος συνομιλίας . Πάει το βραβείο… Εγώ έχω μείνει και δεν ξέρω εάν πρέπει να νιώθω ευγνωμοσύνη ή να βάλω τα γέλια. Ίσως να γελάσω καλύτερα. Τ ρυφερά και ειρωνικά, θα έλεγε ο ποιητής. Πώς τους ήρθε η ιδέα ότι μετέφρασα το βιβλίο μου; Ίσως το θεώρησαν αυτονόητο. Τι άλλο καλύτερο μπορεί να κάνει ένας μετανάστης, παρά να μεταφράσει ένα βιβλίο; Έστω και το δικό του. Δεν γίνεται να το έχει γράψει απ΄ ευθείας στα ελληνικά…

Δύο ημέρες μετά, με παίρνει τηλέφωνο ο φίλος μου ο Κώστας. «Πήγα προχθές να ζητήσω το βιβλίο σου σε κάποια από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία», μου λέει. «Έψαχνα και δεν το έβρισκα. Ρώτησα τελικά και τότε μου εξήγησαν ότι το έχουν στην ξένη λογοτεχνία. “Μα γιατί;”, τους ρώτησα “το βιβλίο έχει γραφτεί στα ελληνικά. Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία είναι”. “Δεν έχει σημασία”, απάντησαν οι βιβλιοπώλες , “εμείς βλέπουμε τα ονοματεπώνυμα. Και αυτό δεν είναι ελληνικό όνομα, είναι ξένο”». Αυτό το είδος ετεροφυλίας με συγκινεί. Με ταράζει, θα έλεγα. Αν και σε αυτή την περίπτωση ίσως να με κολακεύει κιόλας. Γιατί, εδώ που τα λέμε, άλλο πράγμα είναι να στέκεσαι ακόμα και δίπλα σε εξαίρετους Έλληνες λογοτέχνες και άλλο πράγμα να στέκεσαι δίπλα στον Μπόρχες, τον Τρούμαν Καπότε ή τον Πάτρικ Ζίσκιντ. Έτσι δεν είναι; Πάντως- σκέφτομαι πάλι- σύμφωνα με αυτή τη λογική, τον Ταχάρ Μπεν Τ ζελούν οι Γ άλλοι βιβλιοπώλες έπρεπε να τον βάλουν στην αραβική λογοτεχνία. Τον ελληνικής καταγωγής Άρη Φιορέτο, οι Σουηδοί έπρεπε να τον έχουν στην ξένη λογοτεχνία, αν και γράφει στα σουηδικά. Και οι Αμερικανοί, τον Τζορτζ Πελεκάνος έπρεπε να τον βάλουν στη λογοτεχνία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μάλλον. Αλλά αυτοί οι ετεροφάγοι, αντί να κοιτάνε την προέλευση των ονοματεπωνύμων, όπως κάνουν οι συγκεκριμένοι Έλληνες βιβλιοπώλες, τους κρίνουν βάσει της γλώσσας στην οποία γράφουν. Και φαίνεται πως ανοίγουν και διαβάζουν και την πρώτη σελίδα των βιβλίων, για να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται. Αυτό, βέβαια, εντάσσεται σε εκείνο το κεφάλαιο που λέγεται «επαγγελματισμός». Αλλά ας μην ανοίξουμε και αυτό το θέμα τώρα…

Ας μείνουμε στην κατάταξη των βιβλίων βάσει του ονόματος. Γιατί; Γ ιατί εδώ υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Όχι μ΄ εμένα. Εγώ εντάξει είμαι, όπου και να με εντάσσουν. Το μόνο που ζητάω, είναι αυτό που ζητά ο κάθε λογοτέχνης: έμπνευση για να γράψει καλά. Υπάρχει όμως κάποιο πρόβλημα με τη δεύτερη γενιά των μεταναστών. Για τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν εδώ στην Ελλάδα. Μερικά από αυτά, που φέρουν «μη ελληνικά» ονόματα- όπως Ιλίρα, Εμία, Τίτι, Νεσίμ, Ζαχίντ-, ίσως αποφασίσουν μια μέρα να γίνουν συγγραφείς. Και ίσως, κάποια από αυτά, καταφέρουν να γράψουν ωραία βιβλία. Στα ελληνικά προφανώς. Αυτούς , λοιπόν , που θα τους εντάσσουν; Στην ξένη λογοτεχνία; Και τι πρέπει να κάνουν για να «μπουν» στα ράφια της ελληνικής λογοτεχνίας; Να αλλάξουν τα ονοματεπώνυμά τους;

Καλύτερα δεν θα ήταν να αλλάξουν τρόπο ταξινόμησης και σκέψης οι βιβλιοπώλες; Οι καιροί αλλάζουν, ας αλλάξουν λιγάκι κι αυτοί. Τ ουλάχιστον αυτοί…