Μια ανακαινισμένη παλιά μονοκατοικία στη γειτονιά μου στεγάζει εδώ και λίγο καιρό κάτι που έχει το καταπληκτικό όνομα «Μουσείο Συναισθημάτων Παιδικής Ηλικίας». Ώστε λοιπόν ακόμα και τα παιδικά συναισθήματα είναι πλέον μουσειακό είδος; ΄Η μήπως η εποχή μας, βαθύτατα ενοχική κι ας ακκίζεται για την απενοχοποίησή της, έχει χάσει την αίσθηση του γελοίου με την υστερική επίδειξη φροντίδας για τα πλάσματα που της θυμίζουν τις αμαρτίες της; ΄Η μήπως πάλι, πολύ πιο απλά, οι υπερπληθείς ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, παιδαγωγοί, παιδοψυχολόγοι, παιδοκοινωνιολόγοι- προϊόν μιας κοινωνίας όπου οι άνθρωποι νιώθουν ανίκανοι να διαχειριστούν τα συναισθήματα και τις σχέσεις τους χωρίς «επιστημονικές» συμβουλές- πιέζουν, για την επαγγελματική αποκατάστασή τους, προς τη δημιουργία όλο και περισσότερων θεσμών που, εκτός από άχρηστοι, είναι και κακόγουστοι;

Κατά τ΄ άλλα, ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των μουσείων, ή μάλλον των θεμάτων στα οποία αφιερώνονται τα μουσεία, δείχνει καθαρά προς τα πού πηγαίνει ο πολιτισμός μας. Τα μουσεία είναι νεκροπόλεις. Μας κάνουν παρατηρητές μιας ζωής από την οποία έχει αφαιρεθεί η ζωή. Βαλσαμώνουν μνήμες που έχουν αρχίσει ν΄ αποσυντίθενται, γιατί στέρεψαν τα ρεύματα που τις συνέδεαν με τη ζωντανή ύπαρξη. Αναπλάθουν ως θέαμα αυτό που δεν μπορεί πια να γίνει βίωμα. Τα μουσεία λαϊκής τέχνης- αδιανόητα όσο υπήρχε πραγματικά λαϊκή τέχνηήταν το πρώτο σύμπτωμα αυτής της μετάβασης των λαών σε μια αρχαιολογική αίσθηση του κόσμου τους. Στο μεταξύ έχουν εμφανιστεί μουσεία ανθρώπινου μόχθου, μουσεία ερωτικής τέχνης (δηλ. ερωτικών τεχνικών, βοηθημάτων και φετίχ), μουσεία βασανιστηρίων, μουσεία για τον καφέ, τις πίπες, τις ορειβατικές μπότες, τις λεκάνες τουαλέτας, τώρα, όπως βλέπουμε, και μουσεία συναισθημάτων, της παιδικής ηλικίας μάλιστα. Το πρώτο μουσείο που επισκέφθηκα στη ζωή μου ήταν το παλαιοντολογικό μουσείο της Αθήνας, στην οδό Ακαδημίας τότε. Το τελευταίο ήταν το μουσείο ερωτικής τέχνης του Αμβούργου. Η περιπλάνησή μου στα μουσεία του κόσμου σαν μ΄ επανέφερε στο σημείο εκκίνησηςόπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε μουσείο. Ο κ. Βύρων Πολύδωρας μού είναι συμπαθής. Και αυτό με κάνει ν΄ ανησυχώ. Γιατί, βάζοντάς τα κάτω, βλέπω ότι εκείνο που τον κάνει συμπαθή όχι μόνο σ΄ εμένα, αλλά και σε πολλούς άλλους γραφιάδες τοποθετημένους ιδεολογικά στην απέναντι από τη δική του όχθη, είναι ότι μιλάει κάτι που μας φαίνεται πως είναι ωραία, χυμώδη ελληνικά: δεν υποπίπτει στους βαρβαρισμούς που ακούμε καθημερινά από τους περισσότερους άλλους πολιτικούς, δεν αναπαράγει τον ξύλινο κομματικό λόγο σχεδόν όλων των άλλων, χρησιμοποιεί φρέσκα, γλαφυρά παραθέματα από συγγραφείς της παγκόσμιας γραμματείας. Τι είναι ανησυχητικό σε όλα αυτά, θα μου πείτε. Είναι το ότι ο κ. Πολύδωρας, κολακεύοντας με την καλλιέπειά του το γλωσσικό μας αίσθημα εκεί που οι συνάδελφοί του το προσβάλλουν βάναυσα, μας κάνει το λιγότερο επιεικείς απέναντι στο ακραία συντηρητικό περιεχόμενο του λόγου του. Οι αντιλήψεις του, έκτυπες στη συνέντευξη που του πήρε ο Ηλίας Κανέλλης για τον Ταχυδρόμο της 2 Δεκεμβρίου 2006, θα θεωρούνταν οπισθοδρομικές ακόμα και από στελέχη της ιστορικής Δεξιάς. Αλλά εμείς, που καταδικάζουμε μετά βδελυγμίας την ξύλινη γλώσσα, ανεχόμαστε πρόθυμα την ξύλινη σκέψη.

Αυτή η στάση άλλωστε έχει μακρά παράδοση στον ελληνικό βίο. Η λεκτική μαγγανεία εκτιμάται περισσότερο από τη λογική συνοχή, η ρητορικά καλλωπισμένη κοινοτοπία περισσότερο από τη λιτά παρουσιασμένη πρωτοτυπία. Ένα μπουρδολόγημα τυλιγμένο σε ατμόσφαιρα γλωσσικής μαγείας είναι πειστικότερο από ένα εύλογο, αλλά αψιμυθίωτο επιχείρημα. Η ίδια η ελληνική γλώσσα θεωρείται αντανάκλαση μιας υπέρτατης μεταφυσικής αλήθειας, τόσο πιο πιστή όσο πιο «μαγικές» ακούγονται οι λέξεις. Η επίκληση της σπουδαιότητάς της είναι μια χειρονομία που δικαιώνει πάντοτε τον ομιλητή, ό, τι και αν λέει αυτός κατά τ΄ άλλα.

Αρθρογράφοι των πιο διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων, για παράδειγμα, δεν κουράζονται να μνημονεύουν με θαυμασμό τους δύο λόγους που εκφώνησε ο Ξενοφών Ζολώτας το 1957 και το 1959 στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ουάσινγκτον χρησιμοποιώντας αποκλειστικά λέξεις της αγγλικής γλώσσας με ελληνική προέλευση. Θριαμβολογούμε μισόν αιώνα τώρα επειδή ο Ζολώτας έτριψε στα μούτρα των ξένων τα λεξιλογικά χρεόγραφα που πιστοποιούν ότι είναι αιώνιοι οφειλέτες της γλώσσας μας. Κανένας δεν έχει σταθεί ποτέ στο περιεχόμενο αυτών των δύο ομιλιών, που τις κάνει πραγματικά αξιοπρόσεκτες, αλλά για έναν τελείως διαφορετικό λόγο: ως πρώιμα μανιφέστα του νεοφιλελευθερισμού…

Η ματαιοδοξία, ακόμα και στις πιο ήπιες, τις πιο συγγνωστές μορφές της, μπορεί ν΄ αφήσει ίχνη που ζουν περισσότερο από τον φορέα της, ταλαιπωρώντας τους κληρονόμους και διαχειριστές της υστεροφημίας του. Η κυρία Κάτια Μητροπούλου, αδελφή της Κωστούλας Μητροπούλου που έφυγε από τη ζωή πριν από τρία χρόνια, με παρακάλεσε πολύ ευγενικά όσο και πειστικά να διορθώσω τη χρονολογία γέννησης που δίνω για την αδελφή της στο σχετικό λήμμα του βιβλίου μου ΄Ελληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς και που πέρασε ενδεχομένως από εκεί σε συγγράμματα άλλων: η σωστή χρονολογία δεν είναι 1927, αλλά 1933. Δέχομαι ευχαρίστως την υπόδειξή της. Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι αυτή η πληροφορία εμφανίστηκε πολύ όψιμα και ότι για τη σύγχυση που υπήρχε ώς τώρα στη βιβλιογραφία, με χρονολογίες που εκτείνονται από το 1920 ώς το 1943, δεν ευθύνεται δυστυχώς άλλος από την εκλιπούσα, η οποία προς το τέλος της ζωής της είχε φτάσει να ισχυρίζεται ότι ήταν βρέφος της Κατοχής… Στέφανος Σταμάτης. ΄Εφυγε την Τρίτη στα εβδομήντα πέντε του, αθόρυβα, αλλά και αδόκητα, αφού μέχρι πριν από λίγους μήνες ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια, δημιουργικότητα και χιούμορ- ένα φλεγματικό, καταλυτικό χιούμορ. Αριστοκρατικός θαλασσόλυκος, προικισμένος με τα δώρα μιας ζηλευτής παιδείας κι ενός εξαίρετου λογοτεχνικού ταλέντου, ο συγγραφέας και καπετάνιος από τη Φιλιππιάδα, μόνιμος κάτοικος Πρέβεζας από πολλά χρόνια, αντιπροσώπευε μια από τις σπάνιες στην Ελλάδα περιπτώσεις όπου ναυτοσύνη και λογιοσύνη συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο και γονιμοποιούν η μια την άλλη. Οι καταναγκασμοί της βιοτής και η επαρχιακή ερημία δεν του επέτρεψαν να γίνει γνωστός ανάλογα με την αξία του.

Ωστόσο, τα μυθιστορήματά του Ο συνήγορος (1972) και Ιάσονας ο Ξένος (1980) ανήκουν στα καλύτερα που έδωσε η ελληνική πεζογραφία εκείνης της περιόδου, ενώ η διηγηματογραφική παραγωγή του, κατά το μεγαλύτερο μέρος της αδημοσίευτη (θα εκδοθεί προσεχώς από τον «Αιγόκερω»), αποκαλύπτει όλη την γκάμα της πληθωρικής έμπνευσής του.