ΕΝΑΣ ΦΟΝΟΣ ΕΤΣΙ
ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΕΝΗΝΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ.
ΜΙΑ ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΟΥ
«ΣΠΑΕΙ» ΣΕ ΚΟΜΜΑΤΙΑ,
ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ
ΥΠΟΨΗ ΤΗΣ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΝΩΜΗ
ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ…
ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΘΕΜΑ,
ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
ΤΡΟΠΟ. ΚΑΘΟΛΟΥ
ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ
ΟΛΑ ΤΟΥΤΑ
Ένα λεπτό μαυρόασπρο βιβλιαράκι, εικονογραφημένο από τον Soloup με σκίτσα που θυμίζουν εικονογραφήσεις και κόμικς του ΄50. Ένα βιβλιαράκι που δεν το πιάνει το μάτι σου- κατ΄ αρχήν… Το θέμα του απλούστατο: ένας φόνος από ζήλεια. Το σκηνικό, ένα φτηνό ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη του ΄50. Ο Λάμπης είναι ο φονιάς. Η Κική τον είχε εγκαταλείψει μήνες πριν, για να κυνηγήσει το όνειρό της: να γίνει ντιζέζ σε ένα φτηνό μαγαζί της Θεσσαλονίκης. Σιγά την πρωτοτυπία… Όλο το βιβλίο έχει την ατμόσφαιρα αστυνομικού μυθιστορήματος της εποχής εκείνης και θα μπορούσε άνετα να γίνει ένα ορθόδοξο αστυνομικό ανάγνωσμα με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Μπέκα, αν το έγραφε ο Γιάννης Μαρής. Αλλά δεν το γράφει ο Μαρής. Το έχει γράψει ο Σερέφας (που δεν θέλει να γίνει Μαρής).

Εδώ το στόρι δεν έχει τελικά και τόση σημασία. Σημασία έχει το πώς. Και το πώς έχει πρωτοτυπία. Στυλ. Χιούμορ.

Αμεσότητα. Η αφήγηση χωρίζεται σε κεφάλαια, ανάλογα με τον μάρτυρα που διηγείται την ιστορία όπως την θυμάται πενήντα χρόνια μετά, αναπλάθοντας την ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας και των πρωταγωνιστών της, με έναν τρόπο που θυμίζει ιταλική ταινία εποχής νεορεαλισμού. Αλλά δεν είναι μια αφήγηση που τρέχει με τον γνωστό τρόπο. Αν μιλάγαμε για ταινία, θα λέγαμε ότι ο σκηνοθέτης αλλάζει διαρκώς οπτική γωνία, μπαινοβγαίνει με άνεση μέσα στο μυαλό των αναγνωστών, των μαρτύρων, του ίδιου του δολοφόνου, «συνομιλεί» μαζί τους, ζητάει τη γνώμη τους, τα σχόλιά τους, τις αντιρρήσεις τους. Ο φόνος γίνεται το άλλοθι για να ακούσουμε τους ανθρώπους και τον ίδιο τον δολοφόνο να μιλάνε. Να μιλάνε με όσες αντιφάσεις μπορεί να συνεπάγεται αυτό όταν τα συναισθήματα είναι τόσο αντιφατικά και θολά.

Σάκης Σερέφας

ΘΑ ΓΙΝΩ ΝΤΙΖΕΖ

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΚΔ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2006, ΣΕΛ. 127, ΤΙΜΗ: 10 #

Ποια δύναμη όπλισε το χέρι του φονιά;

Ο Λάμπης επιστρέφει ύστερα από χρόνια (και χρόνων κάθειρξη) εκεί που κάποτε ήταν το ξενοδοχείο και θυμάται:

«Ξέρω, τώρα εσύ θέλεις να μάθεις. Και στην αστυνομία με ρωτήσανε κι ο ανακριτής με ρώτησε κι η μάνα μου, όλοι. Πώς έγινε, τι έγινε, γιατί… Ό,τι κατάλαβα τους το είπα. Σάματις τα κατάλαβα κιόλα; Μωρέ, μυστήριο πράμα ο άνθρωπος. Να, είναι φορές που κάνεις κάτι πράματα και την ίδια στιγμή που τα κάνεις, είναι σα να τα ξεχνάς κιόλας».

Θολό μυαλό. Θολή στιγμή. Η στιγμή που σβήνεται από τον εγκέφαλο ενός ανθρώπου, η στιγμή που διαστέλλεται και γίνεται αιώνας. Η κρίσιμη στιγμή- που όμως θα μπορούσε να περάσει και να μη γίνει ποτέ κρίσιμη. Τι βαρύτητα μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στον ρου της οικουμένης; Τι βαρύτητα και τι αλήθεια μπορούν να μας μεταφέρουν οι λέξεις που προσπαθούν να περιγράψουν τα γεγονότα; Ο συγγραφέας προσπαθεί να ανασυστήσει την αληθινή ιστορία και συναντιέται με τους επιζώντες μάρτυρες και τον δράστη. Ένα έγκλημα δεν είναι ποτέ μια μπανάλ ιστορία.