Απαιτήσεις από το Φεστιβάλ!


Το Ελληνικό Φεστιβάλ κι ο Γ ιώργος Λούκος ετοιμάζονται πυρετωδώς για το καλοκαίρι. Το πρόγραμμα των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα αναγγελθεί, μαθαίνω, γύρω στα μέσα Φεβρουαρίου. Και θα ΄χει πέρα από ενδιαφέρον- το θεωρώ δεδομένο ύστερα από την περυσινή εμπειρία- εκπλήξεις και προτάσεις τολμηρές. Ξέρει ο Λούκος . Και ξέρουμε – πια- πως ξέρει. Εκτός όμως από το πρόγραμμα, φέτος, δεύτερη χρονιά του Λούκου και πιο «άνετη» μιας και δεν τον πιέζει ο χρόνος, περιμένουμε καλύτερη οργάνωση. Ένα μεγαλύτερο «νοικοκύρεμα». Σ το επικοινωνιακό κυρίως κομμάτι. Το Φεστιβάλ, πέρυσι, λίγο με τον αυτόματο πιλότο κινήθηκε. Και με την αυτοθυσία των ανθρώπων του. Όσο κι αν υπήρχαν βελτιώσεις σε ορισμένους τομείς, σε άλλους επικράτησε αμηχανία και σε κάποιους έως και πισωγύρισμα. Επίσημο site του Φεστιβάλ, τρόπος διάθεσης των εισιτηρίων, ενημέρωση κοινού, εξυπηρέτηση κοινού- τι θα γίνει φέτος με το κυλικείο της Επιδαύρου;-, δημοσιογραφικές προσκλήσεις, διαφήμιση κυρίως- το τηλεοπτικό σποτ που παρουσιάστηκε στο πάρτι για την έναρξη, εγώ τουλάχιστον, ούτε που το ξανάδα όπως και ούτε μια αφίσα δεν είδα- με στόχο, πρώτα, το ΝΕΑΝΙΚΟ κοινό είναι θέματα φλέγοντα που ο Γιώργος Λούκος και οι συνεργάτες του πρέπει να τα αντιμετωπίσουν και να τα λύσουν ΕΓΚΑΙΡΩΣ. Πήραν τα μυαλά μας αέρα…. Και απαιτούμε πια ένα Φεστιβάλ άψογο σε όλα του. Όπως κι έναν απολογισμό της περυσινής διοργάνωσης οριστικό. Και κατανοητό. Ο «ένας πρώτος» που μας δόθηκε μπάζει από παντού…

Εκκωφαντική σιωπή


Με οξύ, πνευματώδη τρόπο σχολιάζει ο συγγραφέας Πάρις Τακόπουλος τη σιωπή του Τ ύπου για το έργο του «Ενάτη», που σκηνοθέτησε η Μάγια Λυμπεροπούλου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Είρων και ευγενής, επιχειρεί να κατανοήσει την παντελή αποσιώπηση της συγκεκριμένης παράστασης, η οποία εντάσσεται στο πρόγραμμα των Δέκα Εντολών- μια ιδέα του Στάθη Λιβαθινού, την οποία υποδέχθηκε ο Τύπος με ενθουσιασμό. Τ ο γεγονός πως η σιωπή σκέπασε τον ενθουσιασμό, όχι μόνο για την εν λόγω παράσταση αλλά για όλο το έως τώρα πρόγραμμα των δραματοποιημένων Εντολών, αξίζει να μας προβληματίσει. Μήπως οφείλεται σε γενική απογοήτευση; ΄Η είναι πιο βολικό να ψάχνουμε το πρόβλημα σε συνωμοσίες σιωπής;

Αντίο φίλε


Αδύνατον να το πιστέψω. Χθες κατά τις δέκα το πρωί πήρα στο κινητό για να ρωτήσω τον Μπάμπη Ακτσόγλου πώς αισθάνεται στον «Ερυθρό Σταυρό» όπου είχε εισαχθεί τις τελευταίες δύο ημέρες· και αντί για τη γνώριμη φωνή του άκουσα τη γυναίκα του, τη Χρυσάνθη, πνιγμένη μέσα σε λυγμούς: «Έφυγε στις τέσσερις τα ξημερώματα». Πριν αποτελειώσει τη φράση της αισθάνθηκα να γλιστράει από τα χέρια μου ένα από τα πολυτιμότερα κομμάτια ζωής· από τις πιο σκεπτόμενες πέννες της κινηματογραφικής κριτικής. Ένας από τους πρωταγωνιστές του «Αθηνοράματος». Να κονιορτοποιείται σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα από τα ελάχιστα οχυρά του καλού σινεμά. Τα αναπάντητα ερωτήματα που σφυροκοπούν τα μηνίγγια σου, όταν τόσο ανεπάντεχα φεύγει ένα πλάσμα πάνω στην ωριμότερη ηλικία των πενήντα δύο ετών, είναι τόσο αυτονόητα, τόσο αναπάντητα, τόσο τραγικά. Μα πώς είναι δυνατόν; Τι έγινε; Τ ι να φταίει; Ήταν άραγε η αρρώστια του; Αυτή η δυσκαμψία στο περπάτημα που όταν τον ρωτούσες, μιαν αδιευκρίνιστη απάντηση άκουγες, το ίδιο αδιευκρίνιστη από τους γιατρούς· κάτι σαν σκλήρυνση, σαν ατονία των μυών; Η αλήθεια είναι ότι ο Μπάμπης τα τελευταία χρόνια μπαινόβγαινε για θεραπεία, κατέρρεε μέρα με την ημέρα. Η αλήθεια είναι πως όλοι εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι΄ αυτόν. Η αλήθεια είναι ότι τα όρια ζωής- θανάτου είναι τόσο αόρατα, όσο μια μαύρη κλωστή σε μαύρο σκηνικό μιας μακάβριας φάρσας. Η αλήθεια, Μπάμπη μου, ταιριάζει με τον γνωστό αντιχαιρετισμό. Εις το επανιδείν!