ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΝΑΜΙΣΗ ΑΙΩΝΑ Ο
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ
ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΨΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ
ΤΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ, ΟΠΩΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕ, ΤΟΝ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΦΩΡΑ ΑΔΙΚΗΣΕΙ. ΗΤΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΙΧΕ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΠΛΗΓΕΣ
Ως γνωστόν, το χειρόγραφό του που βρέθηκε τυχαία χρόνια μετά τον θάνατό του, το περίμενε μια λαμπρή σταδιοδρομία στους κύκλους της νεοελληνικής ευαισθησίας. Ο Σεφέρης το ανακήρυξε σε οδηγό πάντων των πεζογραφούντων με συχνά ολέθριες συνέπειες, αργότερα δε, στα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευφορίας, το τραγούδι τον υποδέχτηκε στο Πάνθεον των κατακυρωμένων λαϊκών συμβολισμών του.

Όπως η «συννεφιά» και ο «χειμώνας» δηλώνουν δυστυχία, σε αντίθεση με το «καλοκαίρι» που η εμφάνισή του συμπαρασύρει όλα τα υλικά της ευτυχίας- αν είναι ομοιοκατάληκτο δε, εκεί δεν μας πιάνει τίποτε-, έτσι και η επίκληση του μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη άνοιγε το σημασιολογικό πεδίο του εθνικού πόνου που ζητά δικαίωση και του λαϊκού καημού που παλεύει να επουλώσει τις πληγές του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ τη σκέψη του Σεφέρη- το αντίθετο μάλιστα-, ότι δεν αναγνωρίζω τις εκφραστικές δυνατότητες του χειρογράφου του Μακρυγιάννη κι ότι δεν μου αρέσουν ορισμένα από τα τραγούδια στα οποία πρωταγωνιστεί, δεν μπορώ να αγνοήσω ένα στοιχείο: ο πόνος και ο καημός του μακαρίτη του στρατηγού οφείλονται στο γεγονός ότι, παρά τον ηρωισμό που επέδειξε όταν πολεμούσε για την πατρίδα, η ίδια αυτή πατρίδα δεν τον δικαίωσε δίνοντάς του μια θέση της προκοπής στο Δημόσιο.

Προσδοκία

Δεν ξέρω αν το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη μπορεί να γίνει ο οδηγός παντός πεζογραφούντος στη νεοελληνική. Δεν το πιστεύω, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πιστεύω όμως ότι εκεί μέσα βρίσκονται τα υλικά με τα οποία οικοδομήθηκε η πιο ανθεκτική νεοελληνική προσδοκία, η μόνη διαχρονική προσδοκία της νεοελληνικής κοινωνίας, η αναμονή μιας

Όλος αυτός ο καβγάς για το άρθρο 16 τελικά αφορά το παρόν και το μέλλον του δημόσιου τομέα

θέσης στο Δημόσιο. Απ΄αυτήν την άποψη μπορεί να εξηγηθεί και η εξαιρετική δημοτικότητα του χειρογράφου του, αλλά και η ιδεολογική ακτινοβολία της μορφής του η οποία διαπερνά τα υπόλοιπα ιδεολογικά ή πολιτικά στεγανά που έχουν κατά καιρούς ταλαιπωρήσει τη ζωή σε αυτό τον τόπο.

Απ΄ αυτήν την άποψη μπορεί να εξηγηθεί και η επικαιρότητά του. Κρίνοντας από τον πόνο και την αγανάκτηση που του προκαλεί το γεγονός ότι δεν βρέθηκε μια θέση στο ελληνικό Δημόσιο αντάξια των πληγών του, ο μακαρίτης στρατηγός κινείται στην Ελλάδα του 21ου αιώνα με την ίδια άνεση που εκινείτο στην Ελλάδα του 19ου- απόδειξη πως απατάται οικτρά όποιος ισχυρίζεται πως η ιστορική πορεία της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει σταθερούς στόχους. Δικαίωμα διορισμού

Πάνε καμιά εικοσιπενταριά χρόνια από τότε που εγκατέλειψα τις πανεπιστημιακές αίθουσες, χωρίς να τις νοσταλγώ ομολογώ, κατά συνέπεια μπορώ να θεωρηθώ άσχετος περί τα πανεπιστημιακά. Τόσο άσχετος ώστε ακόμη δεν έχω ενδιαφερθεί να ζητήσω την αναγνώριση των διπλωμάτων μου από το ΔΙΚΑΤΣΑ.

Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς ούτε μάρτυρας ούτε μαχητής στα χαρακώματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για να καταλάβει ότι όλη η φασαρία περί το άρθρο 16 αφορά κατά μείζονα λόγο την αναγνώριση των διπλωμάτων από το Δημόσιο και το συνεπαγόμενο δικαίωμα διορισμού στο Δημόσιο. Απόδειξη ότι κανείς δεν διαφωνεί με τη λειτουργία ιδιωτικών σχολείων στη Μέση Εκπαίδευση.

Παράδοξο

Το συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει αβίαστα: όλος αυτός ο καβγάς για το άρθρο 16 δεν αφορά το παρόν και το μέλλον της εκπαίδευσης, αλλά το παρόν και το μέλλον του δημόσιου τομέα. Εξίσου αβίαστα το συμπέρασμα το ακολουθούν και οι απορίες που συνεπάγεται: καλά οι εκπαιδευτικοί, αυτοί υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, οι φοιτητές όμως; Είναι δυνατόν το σημερινό εικοσιπεντάχρονο παιδί να κάνει ό,τι κάνει έχοντας ως στόχο τον ενδεχόμενο μελλοντικό του διορισμό σε κάποια δημόσια υπηρεσία;

Και όχι σε όποια όποια δημόσια υπηρεσία, αλλά σε μια υπηρεσία του ελληνικού Δημοσίου, αυτού του κατάπτυστου κατασκευάσματος που θυμίζει εκείνα τα σοβιετικά τρακτέρ τα οποία υμνούσε μεν ο Γιάννης Ρίτσος, στην πραγματικότητα όμως ούτε ένα όργωμα της προκοπής δεν κατάφεραν να κάνουν. Αυτού του κατάπτυστου ελληνικού Δημοσίου του οποίου κινητήρια δύναμη είναι η αυθαιρεσία των πολιτικών του προϊσταμένων και το οποίο μόνον όταν δυσλειτουργεί επιτρέπει στους πολίτες του να λειτουργήσουν. Αυτού του κατάπτυστου ελληνικού Δημοσίου που βλέπει τους πολίτες του ως εχθρούς, αν και τρέφεται από τους φόρους τους, και θυμίζει το τελευταίο κατάλοιπο υπαρκτοσοσιαλιστικού κράτους στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τέλος πάντων. Έχει κανείς πολλά να σούρει στο ελληνικό Δημόσιο. Όσα όμως κι αν του σούρει, δεν θα τον βοηθήσουν ποτέ να καταλάβει το παράδοξο: πώς είναι δυνατόν ο Έλληνας πολίτης, ο οποίος από το πρωί ώς το βράδυ περνάει τη ζωή του προσπαθώντας να γλιτώσει από το εκδικητικό και παραδόπιστο Δημόσιο που τον πολιορκεί από παντού, αυτός ο ίδιος άνθρωπος να έχει εμφυσήσει στο παιδί του τέτοια εμπιστοσύνη απέναντι σε αυτό που ο ίδιος μισεί, ώστε το παιδί αυτό να νομίζει ότι παλεύει για την εκπαίδευσή του όταν παλεύει για το δικαίωμά του να διοριστεί στο Δημόσιο.