Θα μπορούσε κανείς να εγείρει αρκετές ενστάσεις σε επιμέρους σημεία του έργου, ακόμα και σε μερικά «πραγματολογικά» ζητήματα. Ο ενθουσιασμός του συγγραφέα τον ωθεί σε μερικά σημεία σε υπερβολές. Έξαφνα, ως παράδειγμα, στη σ. 255 διαβάζουμε ότι «… το πεδίο όπου διαφοροποιούνταν αποφασιστικά ο Βενιζέλος (της περιόδου της κρίσης του ΄30) από τον φασισμό ήταν η εξωτερική πολιτική και όχι τόσο η εσωτερική…». Εάν αυτό το πάρουμε τοις μετρητοίς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ίσως ότι ο σταθερά αγγλόφιλος και ειρηνόφιλος δικτάτορας Σαλαζάρ της Πορτογαλίας δεν ήταν τελικά τόσο φασίστας όσο νομίζει η ιστορική έρευνα. Επιπλέον, η βία ενάντια στους εργάτες και τις κινητοποιήσεις τους ήταν τρέχουσα πρακτική στην Ευρώπη εκείνου του καιρού ακόμα και στις πλέον «καθωσπρέπει» χώρες όπου δεν υπήρχε υποψία φασιστικών λύσεων- π.χ. στην Αγγλία. Από μόνη της η αστυνομική βία δεν εξηγεί τίποτε άλλο παρά μόνον την κοινωνική άβυσσο που η κρίση καθιστά ακόμα πιο σκοτεινή. Δεν προϊδεάζει όμως πάντοτε για ολοκληρωτικές φασιστικές προθέσεις. Το σημαντικό όμως, αυτό που συγκρατεί ο αναγνώστης, είναι ότι η γοητεία που άσκησε ο φασισμός στις πολιτικές ελίτ μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας δεν ήταν περιστασιακή και στιγμιαία. Επρόκειτο για μια σταθερή «εναλλακτική» λύση, που ερχόταν στο προσκήνιο ως ισχυρή πρόταση, κάθε φορά που η ένταση της πολύπλευρης κρίσης- πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής- που διέτρεχε την περίοδο του μεσοπολέμου το απαιτούσε.