Π ρώτα βάζει πέντε φύλλα κρούστας, φρέσκια και αληθινά κρουστή, ύστερα την πρώτη στρώση καρύδι. Κάθε φύλλο το βουτυρώνει χωριστά, και συνεχίζει μέχρι τα χείλη του παλιού, χαλκωματένιου, γανωμένου ταψιού. Όταν κοπεί το γλυκό είναι ψηλό, και σφιχτοδεμένο, σαν τους τοίχους των σπιτιών εδώ στη Δράκεια. Ο σεισμός του Βόλου τους έριξε και δείχνουν ακόμα στον επισκέπτη την κατασκευή με τις στρώσεις από πέτρα, που δεν άντεξε. Από τότε το αρχοντοχώρι, που είχε δοκιμαστεί και στην Κατοχή με ομαδική εκτέλεση των αντρών από τους ναζί, πήρε την κάτω βόλτα. Πολύ μετά την τουριστική ανάπτυξη του Πηλίου άρχισε λίγο να συνέρχεται, αγοράζονται σπίτια, άνοιξαν ξενώνες, καφενεία και ταβέρνες, αλλά δεν μπορεί να ξαναζήσει όπως ήταν, να συνέλθουν τα δρομάκια του και οι πλατείες από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη δεκαετιών. Και να που στον μπακλαβά που φτιάχνει η Πατρούλα κι άλλες γυναίκες για τα σπίτια τους, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, βλέπεις την αρχοντιά και την υψηλή καλλιτεχνία να υψώνονται ξανά, πιο αληθινές από τα τείχη που οι νοσταλγοί της υπαίθρου προσπαθούν να κάνουν πάλι κατοικήσιμα. Βλέπεις τις στρώσεις της ιστορίας. Πώς έφτασε εδώ το γλυκό αυτό, πώς έφτασαν οι Δρακειώτες, και οι Ηπειρώτες μαστόροι που έχτισαν τα σπίτια τους; Βγάζουμε σε πιάτα ένα- ένα τα κομμάτια, σαν να σερβίρουμε τη δική μας γνωριμία με τον τόπο αυτό, την ανακάλυψή του κάθε φορά από την αρχή, τα βάσανα και την αργή ανάνηψή του. Διαλύω το κομμάτι μου για να το φάω, νιώθω ότι στο χωριό αυτό, που άφησε η γιαγιά μου για να βρει την τύχη της πριν από έναν αιώνα σχεδόν, ξαναπιάνω ρίζα.