Η πόρνη που δεν σέβεται


Δ εν πήγα ρεβεγιόν, δεν πήγα σε γκαλά, σε πάρτι, σε τραπέζια. Δεν τίμησα την πράσινη την τσόχα, την πλάνα και ονειροτόκο. Κάθησα σπίτι με φίλους και ποτά, ωραία φαγητά και πλούσια γλυκίσματα. Είδα τη γιορτή των άλλων σε περιοδικά και εκπομπές κοινωνικής ενημέρωσης και καλόπιστης κριτικής (ένας φίλος το λέει, καλόπουστης αλλά μίζερος άνθρωπος και αποτυχημένος, ζηλεύει μάλλον γι΄ αυτό και κοροϊδεύει όλους αυτούς που νομίζουν ότι μέσα από το φύλλο ή την εκπομπή τους έχουν πιάσει το trendy απ΄ τ΄ αρχίδια).

Είδα λοιπόν τα μεσημέρια, τα κατόπιν αορτής, όλον αυτόν τον κόσμο τον όχι μόνον επώνυμο αλλά και περιώνυμο να περιφέρεται σε πάρτι και γιορτές, σε επίσημα καλέσματα και εκτός από τους καλλιτέχνες της show-biz, που έχουν έτσι κι αλλιώς το ακαταλόγιστο, παρατήρησα μετά μεγάλης προσοχής και εμβρίθειας το ντύσιμο και τη συμπεριφορά της ανώτερης, κατά τη γνώμη της τουλάχιστον , τάξης .

Κάτι ζευγάρια, παντρεμένα άλλωστε, της high society των Αθηνών (διότι είναι γνωστό ότι η πρωτεύουσα απέκτησε τη high τη society με το που μπήκαν στην πόλη οι Βαυαροί) με έκαναν να κοιτάξω με άλλο μάτι όχι μόνο την Αθήνα τη νύχτα, αλλά και όλο τον κόσμο. Μετά δε την καταπληξία μου εγεννήθη και το εύλογον ερώτημα:

– «Γιατί όλες οι κυρίες των Αθηνών και ειδικά οι άνω των πενήντα, βάφονται ξανθές και ντύνονται “πορνοστάρ”;». Ιδού η απορία. Τι είναι αυτό που σπρώχνει τις γυναίκες (οι περισσότερες μητέρες και μερικές γιαγιές), όταν «βγαίνουν», να προτάσσουν τα σιλικονούχα στήθη σαν σε δίσκο, να κονταίνουν τη φούστα ώστε «το μουνί στο πιάτο», όλη η πλάτη έξω μέχρι τη χωρίστρα του κώλου, τα μαλλιά ανακατεμένος ο ερχόμενος κατάξανθος ανεμοστρόβιλος και τα χείλια γυαλιστερά παμφουσκωμένα σαν να τα ΄χουν τσιμπήσει οι μέλισσες και σουφρωμένα σε μια αέναη υπόσχεση τσιμπουκιού;

Άγνωσται αι βουλαί της κυρίας! Αλλά και ο κύριος από δίπλα, τι καμάρι! Με την πουράκλα του, με το ρολόι το πεντάκιλο να του βαραίνει τον καρπό, και το ύφος «Κοίτα ξέκωλο που κυκλοφοράω ο άντρας ο πετυχημένος»!

Και να οι φωτογραφίες και να τα βίντεο την άλλη μέρα σε περιοδικά και εκπομπές. Στις εκπομπές δε έχουμε και την καλόπουστη κριτική. Μαζεμένοι γύρω από έναν πάγκο κάτι φάτσες απ΄ το Μουσείο της Μαντάμ Τισό παστωμένες και ντυμένες τρισχειρότερα από τις σχολιαζόμενες, άλλη με ένα ντεκολτέ που τις έκανε τέσσερα στήθη δύο τα δικά της και δύο απ΄ τις δίπλες που ΄κανε το σφιχτό το μπουστάκι (βρε το μπούστο!), άλλη ντυμένη «η πηγή της δαντέλας», ένας γηραιός κύριος με ένα χαλκά στο αυτί που με αλυσίδα μαλαματένια ενώνεται με κρίκο στο ρουθούνι, μια δεσποινίς ετών πενήντα εννέα με ένα βρακί που σε κάθε κωλομάγουλο είχε μια νεκροκεφαλή σβαρόφσκι, και όλοι μαζί «Α δεν ξέρει να ντυθεί η κυρία πρέπει να τις κάνουμε κάνα μάθημα».

Λέω στον φίλο τον «κακό»:

– «Καλά, εσύ δεν λες τίποτα;».

– «Τι να πω ρε φίλε. Εγώ έλεγα όταν μου τη δίνανε οι άνθρωποι κι ήμουνα μες στη χολή και το φαρμάκι. Τώρα όσο περνάν τα χρόνια αρχίζω και τους αγαπάω… δεν βλέπεις που μ΄ έχουν κάνει όλοι πέρα. Από τότε που έκοψα τις κακίες κανείς σας δεν με θέλει για παρέα. Πλήττετε πια μαζί μου. Όλοι σας με βαριέστε. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα σας».