ΕΙΔΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΝΑ ΗΡΩΠΟΙΗΘΟΥΝ. ΕΖΗΣΕ ΜΕ ΘΕΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΑΝ. Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ ΒΛΑΧΑΚΗ ΞΑΝΑΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΙΔΙ, ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ
Φονικό σε κρητικό χωριό, τέλη της δεκαετίας του ΄50. Δύο αντάρτες, απομεινάρια του Εμφυλίου, δολοφονούν μια γυναίκα που απείλησε ότι θα τους καταδώσει στην Αστυνομία. Φτωχιά γυναίκα, χήρα, με επτά παιδιά, που την ανάγκαζαν να δουλεύει για εκείνους. Τα παιδιά σκορπίζουν σε συγγενείς και γνωστούς, οι αντάρτες δεν συλλαμβάνονται. Κρυμμένοι σε μια θαλασσινή σπηλιά τη μέρα, τη νύχτα κυκλοφορούν άνετα στα γύρω χωριά μπαινοβγαίνοντας στα σπίτια. Πρόκειται για αληθινή ιστορία: ένα από τα θύματα, το πιο μικρό, ένα κοριτσάκι, ανασκαλεύει τις παιδικές μνήμες του και δοκιμάζει να ανασυνθέσει τα άγρια εκείνα χρόνια.

Το μυθιστόρημα της Μαρινέλλας Βλαχάκη Σιλάνς σιλβουπλέ είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα. Μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού δίνονται οι ακραίες εμπειρίες του φόνου, της ορφάνιας, των πολλαπλών τραυμάτων και ακόμα μια κατάσταση ιδιαίτερα παράδοξη: το κοριτσάκι που είδε τη μάνα του κρεμασμένη από τα δοκάρια του σπιτιού τους αναγκάζεται σε μια έμμεση συμβίωση με τους φονιάδες.

Πώς συμβαίνει αυτό; Μετά το φονικό, το παιδί βρίσκεται υιοθετημένο από ένα ζευγάρι σε διπλανό χωριό. Οι καινούργιοι γονείς, άνθρωποι που το νοιάζονται και κάνουν ό,τι μπορούν για να το θεραπεύσουν, είναι ταγμένοι αριστεροί- πρόεδρος της κοινότητας ο άντρας και με μια ενδιαφέρουσα προϊστορία στο Παρίσι όπου δούλευε πριν τους διώξουν στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 για πολιτική δράση.

Οι φονιάδες

Στο σπίτι αυτών των δεύτερων γονιών, λοιπόν, στο υπόγειό τους εμφανίζονται κατά διαστήματα «εκείνοι». «Εκείνοι»- έτσι αναφέρονται στο κείμενο- είναι ακριβώς οι φονιάδες της μάνας του κοριτσιού, οι φυγόδικοι που έρχονται για τις ανάγκες τους στο σπίτι των ομοϊδεατών τους. Κι αυτοί τους φιλοξενούν, τους περιθάλπουν, κάποτε τους βρίσκουν χρήματα. Το κοριτσάκι ζει υπό το κράτος του φόβου γι΄ αυτούς τους τρομερούς ανθρώπους, που δεν τους βλέπει ποτέ αλλά ξέρει πως κινούνται κάτω από τα πόδια της ή δίπλα της όταν κοιμάται. Θα αρκούσε αυτό για να βλέπει φαντάσματα, σκιές, που χοροπηδούν γύρω της και τη βασανίζουν. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημά της. Όλος ο κόσμος είναι σαν φτιαγμένος για να την ταράζει: η μικρή κοινωνία του χωριού ζει διαρκώς δράματα, αρρώστιες, θανάτους, αυτοκτονίες και όλο πενθεί, ενώ διάφοροι σαλεμένοι τύποι ηδονίζονται να την τρομοκρατούν. Σπάνια, σαν όραμα, εμφανίζεται μια όμορφη κοπέλα(που όμως κι αυτή πεθαίνει) ή μια λογική γυναικεία μορφή. Κι όταν συμβαίνει κάποια χαρά στο χωριό, το κορίτσι πρέπει και πάλι να μείνει μακριά. Αυτοί οι αριστεροί προύχοντες, οι γονείς, δεν θέλουν να έχει πολλά πάρε δώσε με τους γύρω του.

Έτσι η μικρή δεν μπορεί να παίξει με τα άλλα παιδιά, ούτε να πάει στο πανηγύρι. Είναι εγκλωβισμένη μέσα στο σπίτι, με μια μάνα που ολοένα κλαίει όταν θυμάται τους ατελείωτους πεθαμένους της και που δεν αγκαλιάζει ποτέ το παιδί της για να μην το κακομαθαίνει. Αντίθετα το ταΐζει διά της βίας, το καταχερίζει όταν αντιστέκεται και φροντίζει φορτικά για την ηθική του. Η Μαρινέλλα Βλαχάκη δεν καταγγέλλει ωστόσο ούτε το χωριό, ούτε τους γονείς, σχεδόν ούτε τους μυστηριώδεις «εκείνους». Αυτοί οι τελευταίοι θα μπορούσαν βέβαια να αποτελούν αντικείμενο σφοδρού μίσους. Κι όμως κάτι συγκρατεί την αφηγήτρια και τη συγγραφέα από το να τους αποδώσει με μελανά χρώματα. Μια αποφορά ψαρίλας: αυτό μέ -νει από «εκείνους» ως το πιο απτό ίχνος τους. Κάποτε είχαν έρθει στο σπίτι κουβαλώντας μια τεράστια ποσότητα νεκρά ψάρια, σκασμένα από δυναμίτη. Όλη τη νύχτα οι γονείς και εκείνοι καθάριζαν, έτσι ώστε να πουληθεί το εμπόρευμα την άλλη μέρα στο χωριό. Και η μυρωδιά του ψαριού έμεινε στο σπίτι να σηματοδοτεί το πέρασμά τους. Μια νύξη πίκρας, που την καταλαβαίνει κανείς όταν ξαναδιαβάσει το βιβλίο- καθώς είναι στον πρόλογό του- συνιστά το κυριότερο σχόλιο της συγγραφέως:

«εκείνοι» κατά τη Μεταπολίτευση του 1974 «έγιναν ήρωες». Τόσο μόνο.

Αλλιώς ο βασικός τόνος του βιβλίου είναι η τρυφερότητα, η συμπάθεια, ακόμα και το χιούμορ. Το αίτημα του παιδιού είναι να το αγαπάνε.

Προσπαθεί να εκμαιεύσει την καλοσύνη των γύρω του, των γονιών κυρίως. Κι αυτοί έχουν, αλήθεια, στιγμές εμπνευσμένης τρυφερότητας, όπως όταν ο πατέρας παραχώνει πρόχειρα ένα μανιτάρι έξω από την πόρτα του σπιτιού για να το βρει η μικρή και να χαρεί. Ή όπως όταν η μητέρα τρέχει να πάρει το πρώτο παγωτό της εποχής από τον πλανόδιο παγωτατζή.