Με την πρώτη ματιά θα πείτε: «Άλλος ένας Αλβανός». Θα κάνετε όμως λάθος. Η

ιστορία του θα μπορούσε να γίνει ταινία. Ο Ντε Πάλμα ίσως να τον διάλεγε για

ήρωά του. Έρωτες, κυνηγητό, ναρκωτικά, αντιζηλίες, φυλακή, τσαμπουκάδες και

στο τέλος μια πανηγυρική αθώωση.

Στην Αθήνα έχει έρθει να με συναντήσει μαζί με έναν φίλο του. Πίκρα και

αυτός. Πριν από χρόνια πέρασε ένα αυτοκίνητο από πάνω του. Αυτός ήταν με

μηχανάκι και ο άλλος παραβίασε το στοπ, έμεινε μήνες στην Εντατική, αλλά οι

ασφαλιστικές αρνούνται να τον πληρώσουν. Αλλά ας γυρίσουμε στον πρωταγωνιστή

μας.

«Μου δείχνουν τα ναρκωτικά και ο αστυνόμος μου λέει “δικά σου είναι”. Τι δικά

μου; Πάρτε αποτυπώματα. Η Αστυνομία δεν ήθελε. Ήταν σαν σχεδιασμένη η

δουλειά…», λέει ο Αρτούρ Πασάι και δεν κρύβει πως για κάποιους παραμένει ο

υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος για ό,τι συμβαίνει στην περιοχή

Στην Ελλάδα ήρθε από τους πρώτους. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να μου φανεί

αρεστός. Ούτε Βορειοηπειρώτης, ούτε ορθόδοξος, ούτε γλειψίματα. Μιλάει όμως

σιγά. «Φοβισμένα», θα μου πει η κοπέλα που με βοηθά στην απομαγνητοφώνηση της

συνέντευξης. Τα μάτια του ήταν κατεβασμένα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής

μας. Αναρωτιέται γιατί ασχολούμαι μαζί του. Οι αστυνομικοί της ελληνικής

επαρχίας τον είχαν για εγκληματία. Τον κατηγόρησαν για εμπόριο ναρκωτικών.

Αθωώθηκε και μάλιστα σε μια σπάνια περίπτωση για τα ελληνικά δικαστήρια του

δόθηκε αποζημίωση για παράνομη κράτηση. Αλλά οι αστυνομικοί δεν έχουν πάψει να

τον στραβοκοιτάζουν. Στη ληστεία της Εθνικής που έγινε στο Αίγιο τον πήγαν

μέσα. Σε λίγες ώρες κατάλαβαν την γκάφα τους και τον ελευθέρωσαν. Δεν ήταν καν

στον νομό εκείνες τις ημέρες. Μα γιατί όλα αυτά; «Για μια γυναίκα», λέει ο

ίδιος. Την Άννα, την Ελληνίδα που τον αγάπησε, χώρισε τον Έλληνα φίλο της,

αλλά αυτός δεν της το συγχώρησε ποτέ. «Από τότε μας κυνηγάει», μου λέει και με

κοιτάζει επίμονα στα μάτια. Προσπαθεί μάλλον να δει αν τον πιστεύω. Του

χαμογελάω «συνωμοτικά».

Ήρθες, έμαθα, με τις πρώτες «φουρνιές»;

Ναι, το ’91.

Πού μεγάλωσες;

Στα Τίρανα.

Και ήρθες με τα πόδια, παράνομα;

Παράνομα. Ήρθα με τα πόδια μέχρι τα Γιάννινα και μετά πήρα το λεωφορείο για

την Αθήνα.

Ποιες ήταν οι πρώτες σου δουλειές;

Δούλεψα σε ένα μαγαζί που φτιάχνει κάσες. Μετά πήγα στο Αίγιο. Δούλευα σε

αγροτικές δουλειές. Στα χωράφια πολλά χρόνια. Έγινα νόμιμος, πήγα στα Τίρανα,

έβγαλα τις βίζες, έκανα εμπόριο με πορτοκάλια. Μετά έκανα χειρουργείο στη μέση

και το 2001 πήρα το μηχάνημα για να φτιάχνω κούπες.

Κούπες με φωτογραφίες στα πανηγύρια;

Ναι. Τραβάω φωτογραφίες στα πανηγύρια, τις δείχνω στην οθόνη και όποια τους

αρέσει την κολλάω επάνω στην κούπα.

Οικογένεια έχεις;

Είχα δεσμό με μια κοπέλα από τα Τίρανα και κάναμε ένα παιδί. Δεν

παντρευτήκαμε.

Πόσο είναι το παιδί σας;

9 χρόνων είναι η Δέσποινα. Έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Έχει βαφτιστεί.

Πηγαίνει σχολείο;

Ναι, είναι καλή. Τετάρτη πάει.

Πώς την αντιμετωπίζουν; Υπάρχει ρατσισμός;

Εντάξει, υπάρχει. Στα σχολεία δεν υπάρχει, γιατί είναι πολλά παιδιά. Όλοι οι

Αλβανοί που δουλεύουν, έχουν οικογένεια. Έχουν από 2-3 παιδιά ο καθένας, που

πάνε σχολείο.

Πόσο καιρό έμεινες στη φυλακή;

7 μήνες. Το 2001 με έβαλαν φυλακή. Καταστράφηκαν τα πάντα.

Πες μου την ιστορία.

Είχα μια Ελληνίδα, ζούσαμε μαζί. Το παιδί μου το είχε η Αλβανίδα στο Αίγιο.

Πάω να δω το παιδί και μου στήνουν παγίδα. Με πιάνουν. Εγώ ήμουν ξένος, τι να

έκανα;

Θέλω να μου πεις αναλυτικά τι έγινε τότε.

Πάω να δω το παιδί, εκεί στο Αίγιο που ζούσαμε παλιά. Είχα φτιάξει δυο κούπες

για το παιδί. Δίνω τις κούπες και μόλις γυρνάω να φύγω έρχονται οι

αστυνομικοί. Με πιάνουν. Έκαναν έλεγχο στο αυτοκίνητο.

Ήσουν νόμιμος τότε;

Ναι, είχα φτιάξει τα χαρτιά. Με πάνε μέσα.

Με τι κατηγορία;

Ότι είχα ναρκωτικά, στη γωνία μιας βίλας στο Αίγιο. Τη βίλα την είχε Αθηναίος

και μας είχε αφήσει το σπίτι και το φυλάγαμε. Ήταν γύφτοι γύρω γύρω και

έκλεβαν.

Εσύ δεν ήξερες τίποτα για τα ναρκωτικά;

Τι να ξέρω; Μόλις με πάνε στη βίλα μου δείχνουν τα ναρκωτικά. Ο αστυνόμος μου

λέει «δικά σου είναι». Τι δικά μου; Πάρτε αποτυπώματα. Η Αστυνομία δεν ήθελε

να πάρει ούτε αποτυπώματα. Ήταν σαν σχεδιασμένη η δουλειά. Σαν κάποιος να τους

έλεγε. Όταν με πήγαν μέσα, έρχεται ένας ασφαλίτης, καλός άνθρωπος, και μου

λέει: «Ανδρέα, θα αθωωθείς, κάνε υπομονή». Ήξεραν δηλαδή ότι είμαι αθώος. Τα

αποτελέσματα των αποτυπωμάτων βγήκαν ύστερα από 20 ημέρες. Εγώ όμως στη

φυλακή!..

Δεν υπήρχαν δικά σου αποτυπώματα στις συσκευασίες των ναρκωτικών;

Μα πώς να βρεθούν; Ούτε που ήξερα τι ήταν. Εγώ τους είπα να πάρουν αποτυπώματα

για να δουν τίνος είναι. Ήθελα να πιάσουν αυτόν που τα έβαλε.

Τι ναρκωτικά;

Χασίς. Μου λένε τα φέρνεις από την Αλβανία. Ήταν συσκευασμένα με ταινίες. Αλλά

όταν ο ανακριτής άνοιξε τις συσκευασίες, μέσα οι σακούλες ήταν του

Μαρινόπουλου, του super market στο Αίγιο. Κι εγώ του το είπα τότε. Εντάξει,

ξένος είμαι, δεν είμαι ηλίθιος. Κοίταζε ο ένας τον άλλο. Του είπα: «κ.

αστυνόμε, είμαι αθώος». Με βάλανε μέσα.

Με τι στοιχεία;

Τίποτα. Ότι έμενα μερικές ημέρες στη βίλα. Έμενα γιατί ο άνθρωπος μου την είχε

δώσει να την προσέχω. Τις πρώτες ημέρες δεν το πίστευα. Έλεγα θα με αφήσουν.

Πέρασαν δύο μήνες. Έβαλα έναν δικηγόρο στο Αίγιο και έναν στην Πάτρα. Μου

έλεγαν «θα βγεις». Τίποτα.

Και στο δικαστήριο τι στοιχεία έφεραν;

Ξέρεις τι είπε ο αστυνόμος στο δικαστήριο; «Μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν

“ένας Αλβανός με ένα Ford κόκκινο”». «Ποιος σας πήρε τηλέφωνο;», λέει ο

πρόεδρος. Λέει: «Άντρας». Αν δεις τα χαρτιά, θα τρελαθείς.

Σε ποια φυλακή ήσουν;

Πήγα στα Γιάννινα στην αρχή. Κοιμόμασταν στον διάδρομο. Είναι σαν Μεταγωγών.

Εγώ ήμουν χειρουργημένος στη μέση. Με πήγανε στη Λάρισα, στη «Γάμμα», στους

ισοβίτες. Μπορούσες σε μία ημέρα να σκοτωθείς. Όλοι στο δωμάτιο εκεί ήταν

ισόβια, 25 χρόνια… Παρά λίγο να με σκοτώσουν για έναν σταυρό που φορούσα

στον λαιμό.

Πήγαν να σου τον πάρουν;

Την ώρα που έτρωγα με χτύπησαν από πίσω. Τσακωθήκαμε. Εγώ δεν είμαι από τους

ανθρώπους που φοβούνται. Δεν μπόρεσαν να μου το πάρουν. Μπορούσα όμως να είχα

σκοτωθεί.

Έλληνες ή Αλβανοί;

Στη «Γάμμα» στη Λάρισα είναι μόνο Αλβανοί. Στη «Γάμμα» δεν υπάρχει ξένος.

Είναι όλοι Αλβανοί κακοποιοί, ισοβίτες.

Πόσο χασίς ήταν;

4 κιλά.

Έπιασαν και αυτόν με τη βίλα;

Όχι. Αυτός με τη βίλα ήταν στην Αθήνα. Ήταν άρρωστος. Πέθανε κι αυτός 42

χρόνων. Ήταν ωραίος. Εκεί λίγα μέτρα πιο κάτω μένουν οι Τσιγγάνοι. Δύο μήνες

πιο πριν είχαν πιάσει έναν με 8 κιλά. Στη φυλακή το έμαθα. Του βρήκαν μισό

κιλό στο σπίτι και 8 κιλά κρυμμένο έξω.

Ποιος πιστεύεις πως είπε στην Αστυνομία ότι το χασίς ήταν δικό σου;

Δεν ξέρω.


Ο Αρτούρ τονίζει πως ο ίδιος και η οικογένειά του καταστράφηκαν οικονομικά

από την παράνομη κράτησή του και διεκδικεί αποζημίωση από το ελληνικό κράτος

Εσύ είχες προηγούμενα με κάποιον;

Είχα πρόβλημα με έναν Πατρινό γιατί η Ελληνίδα, η Άννα, είχε σχέση μαζί του 8

χρόνια. Η Άννα μου ζήτησε να την βοηθήσω. Μου άρεσε, την πονούσα την κοπέλα.

Είχε ένα μαγαζί η Άννα στο Αίγιο. Στη 1 το μεσημέρι ήρθαν δυο με μηχανάκι

χωρίς πινακίδα, έσπασαν τα τζάμια, χτύπησαν κόσμο και έφυγαν. Έχει γίνει

μήνυση γι’ αυτό. Ο Πατρινός έπαιρνε τηλέφωνο, απειλούσε, κάποια φορά το σήκωσα

εγώ. Του λέω σταμάτα να την ενοχλείς. Μου λέει «αν είσαι άντρας, έλα στην

Πάτρα». Μόλις κλείνω το μαγαζί, 1 τη νύχτα, ξεκινάω για Πάτρα. Πήγα στον

σταθμό του τρένου. Εκεί μου έκλεισε ραντεβού. Και αντί να έρθει αυτός, μου

κάνει μπλόκο η Αστυνομία. Με βάζουν κάτω, ψάχνουν το αυτοκίνητο. Νόμιζε ότι

εγώ θα έπαιρνα μαζί μου μαχαίρι ή πιστόλι, αλλά εγώ δεν έχω τέτοια. Αστυνόμε,

του λέω, θα σας κάνω μήνυση. Την άλλη ημέρα παίρνω έναν δικηγόρο Πατρινό, πάμε

στο Τμήμα και μου λέει ο διοικητής: «Κάνε μήνυση». Εντάξει, εγώ δεν το έκανα,

λέω άσ’ το…

Ήθελε δηλαδή να σε εκδικηθεί που ήσουν με την Άννα;

Η Άννα, όταν είχε φύγει από αυτόν, ζούσε σε ένα σπίτι που κάτω ήταν

βενζινάδικο. Αυτός είχε βάλει φωτιά στο βενζινάδικο.

Μήπως υπερβάλλεις τώρα;

Αυτά είναι όλα γραμμένα και τα ξέρει η Αστυνομία. Κοίτα τι ιστορία είχε γίνει:

όταν ήμουν στη φυλακή, μου λέει η Άννα: «Αντρέα, ο Πατρινός είναι με την

Αλβανίδα, τον έχουν δει». Δεν το πίστεψα. Πληρώσαμε λεφτά και παγιδεύσαμε το

τηλέφωνό του. Ήταν αλήθεια. Όταν η Άννα ήρθε μαζί μου, αυτός έπιασε γκόμενα

την Αλβανίδα, τη μητέρα της κόρης μου. Σε μια στιγμή ακούγεται να λέει στην

Αλβανίδα: «Αν πεις έστω και ένα “α”, σε σκότωσα!».

Παράνομη μαγνητοφώνηση.

Μα πήγαμε τις κασέτες στο Δικαστήριο, ήμουν στη φυλακή, ήταν παγίδα, τι να

έκανα;

Για πες μου για το δικαστήριο.

Έγινε 7 Νοεμβρίου του 2001. Αθωώθηκα. Μου έδωσαν για αποζημίωση 4.000 #. Εγώ

είχα χάσει τα πάντα. Ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα και πέθανε. Καταστροφή. Οι

δικοί μου στα Τίρανα πούλησαν ό,τι είχαν για να βρουν λεφτά να με βγάλουν.

Γι’ αυτό συνεχίζεις τώρα τα δικαστήρια;

Αυτό είναι «πολιτικό» δικαστήριο, έγινε τον Μάιο. Ζητάω να πιάσω πάλι αυτά που

έχασα. Ο νόμος λέει μέχρι και 10.000 την ημέρα μπορείς να πάρεις. Και να

ξέρεις, αυτά που έχασα είναι πολλά λεφτά. Τη μάνα μου την έχω αφήσει στον

δρόμο. Είχαμε ένα διαμέρισμα τριάρι στα Τίρανα, που ζούσε η μάνα μου, ο

πατέρας μου, ο αδελφός μου με τη νύφη μου και τα παιδιά τους. Το πουλήσαμε.

Τι σου λένε οι δικηγόροι; Θα το κερδίσεις το δικαστήριο;

Θα δούμε τι θα γίνει, αλλά εγώ δεν θα σταματήσω κιόλας. Σκέφτομαι να πάω στο

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Μιλάμε για καταστροφή. Όταν βγήκα από τη φυλακή, δεν

μπορούσα να βρω δουλειά.

Από τότε που βγήκες είχες άλλα προβλήματα με την Αστυνομία;

Όταν βγήκα από τη φυλακή μου λέει ο αστυνόμος, αυτός που μου είχε πει ότι

είμαι αθώος: «Ανδρέα, μακριά από το Αίγιο». Έχω φόβο μη με παγιδέψουν πάλι.

Μια μέρα 7 το πρωί στο Ξυλόκαστρο χτυπάει η πόρτα, ανοίγω, ήταν η Αστυνομία.

Μου λέει: «Θα έρθεις μαζί μας». «Τι έγινε;», λέω. Φοβήθηκα. Ήταν 5 αυτοκίνητα

της Αστυνομίας. Πάμε στο Τμήμα. Μου λένε: «Έχεις πάει στο Αίγιο αυτές τις

ημέρες;». «Όχι», λέω, «ήμουν στην Αθήνα». Με πάνε με αυτοκίνητο της Αστυνομίας

μέχρι εκεί που τελειώνει η Κορινθία και με παραδίδουν στην Ασφάλεια Αιγίου.

Αυτοί μου βάζουν αμέσως χειροπέδες. Κοίτα να δεις που σε κάτι άλλο τώρα θα με

μπλέξουν. Με πάνε μέσα. Στο γραφείο είναι ο διοικητής και πολλοί άνθρωποι από

έξω. Μου λέει: «Έχουν ληστέψει την Εθνική Τράπεζα». Εντάξει… Τι να του πω;

Πήγαινες στην Τράπεζα εσύ;

Όχι. Εκείνες τις ημέρες μάλιστα ήμουν στην Αθήνα. Μπαίνει ύστερα από λίγο και

μου λέει να φύγω. Τελειώσαμε. Ίσως ήταν κανένας υπάλληλος της Τράπεζας ανάμεσα

στον κόσμο και είπε «δεν είναι αυτός». Κάτι τέτοιο έγινε.

Έχεις ακόμη το κόκκινο Ford;

Το ίδιο. Με το ζόρι πληρώνω το νοίκι, μόνο στο ΤΕΒΕ έχω από τότε χιλιάδες

χρέη. Έχω κάνει ρύθμιση και πληρώνω. Δουλεύω, αλλά ακόμα δεν τα έχω καταφέρει.

Η φίλη σου η Ελληνίδα τι έγινε;

Αυτή με βοήθησε. Εγώ δεν ήξερα καλά Ελληνικά. Αν δεν ήταν, θα ήμουν ακόμη στη

φυλακή.

Πού είναι τώρα;

Είναι πολύ άρρωστη. Έχει κάνει τρίτη φορά εγχείριση στη μέση.

Τώρα ζεις μόνος σου στο σπίτι;

Με ένα ψάρι. Το έχω δύο χρόνια. Όταν πάω καμιά φορά μακριά, σε πανηγύρι, το

παίρνω μαζί. Το λυπάμαι. Κρίμα είναι να μην έχει να φάει.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.