Κάθε καλοκαίρι συνηθίζω να ξαναδιαβάζω μυθιστορήματα συγγραφέων του 19ου

αιώνα, σαν να δοκιμάζω και πάλι την ανθεκτικότητα του γούστου μου, τη συνοχή

και τη διάρκεια των προτιμήσεών μου. Φέτος, είχε σειρά η Άννα Καρένινα.

Εντυπωσιασμένος, διαπίστωσα ότι το έργο εξακολουθούσε να μου αρέσει· η

αισθητική και πνευματική απόλαυση, παρά κάποιες ιδεολογικές αντιρρήσεις,

παρέμεναν έντονες. Θα μου πείτε πρόκειται για αριστούργημα – κατά κοινή

ομολογία. Αριστούργημα; κάθε άλλο. Αρχής γενομένης από την υποδοχή του βιβλίου

στον καιρό του (όχι τόσο από τους κριτικούς όσο από τους άλλους συγγραφείς),

μια γενική αμφιθυμία χαρακτήρισε την πρόσληψή του. Μια αμφιθυμία που μπορεί να

μας πει πολλά για τον συγγραφικό ανταγωνισμό, την καλλιτεχνική εγωπάθεια και

την υστεροβουλία της αποτίμησης.

Γράφει λοιπόν ο Τουργκένιεφ στα 1875: «Στην Άννα Καρένινα ο Τολστόι

έχασε τον προσανατολισμό του: η Μόσχα τον κατέστρεψε. Δεν είναι ούτε ο πρώτος,

ούτε ο τελευταίος, αλλά η περίπτωσή του με θλίβει περισσότερο από κάθε άλλη…

Ειδικά το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι αφόρητα βαρετό και ρηχό.

Κρίμα!» Δύο χρόνια αργότερα ο Ντοστογιέφσκι θα συμπληρώσει: «Στην αρχή όταν

ξεκίνησα να διαβάζω την Καρένινα μου άρεσε. Αργότερα, έβρισκα το

μυθιστόρημα όλο και λιγότερο ενδιαφέρον… χαρακτήρες, όπως ο Βρόνσκι, που το

μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μιλάει για άλογα, είναι μονότονοι και

δέσμιοι της τάξης τους… προβλέψιμοι και χωρίς καμία γοητεία. Αποτυχία». Και

στις αρχές του επόμενου αιώνα, ένας ακόμη Ρώσος, ο Γκόρκι, θα αποφανθεί:

«Ο Τολστόι μιλάει διαρκώς για τον Θεό, τους αγρότες και τη γυναίκα. Για τη

λογοτεχνία σπάνια και ελάχιστα, λες και η λογοτεχνία του ήταν κάτι ξένο και

φορτικό. Τη γυναίκα, κατά τη γνώμη μου, την αντιμετωπίζει με απίστευτη

εχθρότητα και απολαμβάνει να την τιμωρεί. Στην περίπτωσή του έχουμε την

εχθρότητα του αρσενικού που δεν κατάφερε να πάρει όλη την ηδονή που

επιθυμούσε, ή την εχθρότητα του «πνεύματος» ενάντια στις διεφθαρμένες ορμές

της σάρκας. Αλλά πρόκειται ασφαλώς για εχθρότητα, και το θύμα στην προκειμένη

περίπτωση είναι η Καρένινα».

Το θρυλικό μίσος των λογοτεχνών προς τους κριτικούς, συμπυκνωμένο σε τρεις

αφορισμούς από τους πλέον δηλητηριώδεις – «Ψείρες στις μπούκλες της

λογοτεχνίας» (Τένισον) «Αλογόμυγες, που εμποδίζουν το άλογο να οργώσει»

(Τσέχωφ) «Λέπρα των γραμμάτων» (Φλομπέρ) – ίσως και να τους αδικεί, όταν

διαπιστώνουμε πόσο συχνά οι ίδιοι συγγραφείς αποκαθηλώνουν ομοτέχνους τους, με

συνοπτικές διαδικασίες, ενώ θα περίμενε κανείς να κατανοούν περισσότερο τον

αγώνα της γραφής, την αγωνία της τέχνης. Εξυπακούεται φυσικά ότι ένας μεγάλος

συγγραφέας δεν δικαιούται αυτονόητα να τυγχάνει γενικής αποδοχής. Η αποδοχή

εξαρτάται από κάτι τόσο ρευστό και ασταθές όσο το προσωπικό γούστο. Γενική

συμφωνία υπάρχει μόνο στις φυσικές επιστήμες και στη λογοτεχνία, ως γνωστόν,

δεν υπάρχουν μέθοδοι επαλήθευσης. Ωστόσο διακρίνει κανείς πολλές φορές πίσω

από τις κρίσεις αντιπαλότητα και μικροψυχία (ας θυμηθούμε τις εμπαθείς

ειρωνείες ομοτέχνων προς Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο). Προς τι, λοιπόν, η εμμονή

στον κοινό τόπο, που θέλει τον συγγραφέα μόνο ικανό να «κατανοήσει», να

«διεισδύσει» στο λογοτεχνικό σύμπαν του ομολόγου του, με μόνο εφόδιο μιαν εξ

αποκαλύψεως γνώση, μιαν απροσδιόριστης γενεαλογίας «κατοχή» των μυστικών αυτού

του κόσμου; Τα μυστικά δεν είναι δα και τόσο μυστικά· όσο για την κατανόηση,

αυτή δεν τη διασφαλίζει η συγγένεια. Ιστορίες τόσων και τόσων καλών

οικογενειών, όπως αυτή του Τολστόι, μας το επιβεβαιώνουν. Εξάλλου αν ο Μπλουμ

έχει δίκιο, «συγγραφέας είναι κάποιος που προχωράει πατώντας στα πτώματα άλλων

συγγραφέων – αυτών που ο ίδιος έχει καθαρίσει». Ο Τουργκένιεφ μάλλον θα συμφωνούσε.

Ο Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθύνει το περιοδικό «Ποίηση»