«Μας αφορά άραγε τόσο πολύ ο Μποτέρο ώστε να γίνονται αυτή τη στιγμή στην

Αθήνα δύο μεγάλες εκθέσεις του, μία αναδρομική ζωγραφικής στην Εθνική

Πινακοθήκη και μία γλυπτικής στο Μέγαρο Μουσικής;» αναρωτηθήκαμε στην αρχή,

αλλά, ας το προκαταβάλουμε, η τελική απάντηση ήταν καταφατική, μολονότι

πιθανόν για λόγους διαφορετικούς.

Ο Φερνάντο Μποτέρο (γ. 1932) είναι ζωγράφος ιδιαίτερα δημοφιλής στο ευρύ κοινό

και πολύ αναγνωρίσιμος από το πρώτο βλέμμα, διάσημος δεκαετίες τώρα, τιμημένος

από αρκετά μουσεία και σε κάθε περίπτωση αποτελεί καλή εκθεσιακή επιλογή, όχι

μόνο επειδή το καλοκαίρι ο τόπος μας έχει παγκόσμια πολιτιστική αγορά, αλλά

κυρίως επειδή τα συστατικά της καλλιτεχνίας του μας αφορούν επίσης.

Θεματογραφικά είναι ζωγράφος με φυσιογνωμία που θα μπορούσε να είναι

νεοελληνική, είναι κατ’ εξοχήν ηθογράφος, απεικονίζει και μνημειοποιεί την

καθημερινότητα ιδίως τη λαϊκή. Αυτή η ζωγραφική υπήρξε πολύ δημοφιλής και στην

Ελλάδα, ένα είδος λυρικού ρεαλισμού, με πρωτομάστορες τον Νικηφ. Λύτρα ή τον

πρώιμο N. Γύζη και αργότερα τους Σπ. Βασιλείου, Γ. Τσαρούχη και A. Φασιανό,

ατμόσφαιρα που θυμίζει νεορρεαλιστικό ιταλικό σινεμά ή θέατρο I. Καμπανέλλη,

προέκταση του Genre που ήκμασε στην Ολλανδία του 17ου αι., στο Μόναχο του 19ου

και στο ισπανικό Μπαρόκ. Ο Μποτέρο βασίζεται στη λατινοαμερικανική

ισπανομπαρόκ παράδοση, στους Μεξικανούς ρεαλιστές τοιχογράφους, καθώς και στην

προϊστορική γλυπτική, με τις «πρησμένες» φιγούρες που δηλώνουν ευγονία,

βασίζεται επίσης εμφανώς στον «επαναστάτη» Γκόγια, τον λαογραφίζοντα Γκωγκέν

και τον κλασικίζοντα Πικάσο της δεκαετίας του 1910. Ωστόσο το τελικό οπτικό

αποτέλεσμα είναι έντονα προσωπικό, η σχεδιαστική γραμμή του ιδιαίτερη, η

συνθετική – περιγραφική διάταξη του κάθε πίνακα υποδειγματική, η

μεταδοτικότητα των μορφών υψηλή.

«Γιατί λοιπόν διστάζουμε να τον χαρούμε ως ζωγράφο;» αναρωτιόμαστε και πάλι

κολλώντας τη μύτη μας στη ζωγραφική επιφάνεια για να δούμε το «μετιέ και τη

ματιέρα» του, δηλαδή το πώς φτιάχνει τον κάθε πίνακα, την τελετουργία του. Στο

σημείο αυτό, όμως, η εκτίμησή μας αρχίζει να πέφτει σχεδόν κάθετα: Από τον

Μποτέρο απουσιάζει το λεγόμενοι «άγγιγμα», το touche που έλεγαν γαλλιστί οι

παλιοί ζωγράφοι με ιερότητα όταν μιλούσαν για σεβάσμιο συνάδελφό τους.

Άγγιγμα είναι εκείνη η μαγική ικανότητα της πινελιάς να γίνεται νόημα και όχι

απλή μπογιά. Στους δικούς μας π.χ., την έχουν σε υψηλό βαθμό ο Π. Τέτσης, ο A.

Φασιανός και ο K. Τσόκλης. Στον Μποτέρο, η ιερή επαφή χρώματος και επιφάνειας

απουσιάζει, σε βαθμό που μας ενοχλεί και μας αναγκάζει να πάρουμε τις

ζωγραφιές του πάλι απ’ την αρχή, με τις γυναίκες, τους άντρες και τα παιδιά

που απεικονίζει τόσο μνημειακά στους εσωτερικούς χώρους, αλλά και τα πιο

πρόσφατα έργα, αυτά με τους βασανιστές και τους κρατουμένους, έργα ιδιαίτερα

αντι-αισθητικά, πολλά μοιάζουν περισσότερο με γελοιογραφίες ή κόμικς παρά με

ζωγραφική υψηλών προθέσεων, οι βασανιστές θυμίζουν τον χοντρό γκροτέσκο λοχία

που ταλαιπωρείται από τον Ζορό. Ο Μποτέρο είναι άριστος εικονογράφος,

πετυχαίνει την επικοινωνιακή λειτουργία των μορφών του, ατυχεί ωστόσο στην

απόδοση της μεταφυσικής, στην «παγωμένης στιγμής» κίνησή τους, αυτή με την

οποία θα απευθύνονται στην αιωνιότητα.

Στη γλυπτική του Μποτέρο αντίθετα, αυτή η ικανότητα σχεδιαστή – σχεδόν

ντιζάινερ – που τον διακρίνει, αναδεικνύει πολύ τις γλυπτές φιγούρες του

(γυναίκες, άλογο, νεκρές φύσεις), τις κάνει συμπυκνωτές των νοημάτων που

περιέχουν, οι όγκοι μιλούν με τον περιβάλλοντα χώρο. Δεν ανατρέπει τα δεδομένα

– άλλωστε ακόμη και ο X. Μουρ ήταν μια ευγενής παραλλαγή του δαιμόνιου Πικάσο,

κατ’ εξοχήν ερευνητή της αρχαιοελληνικής και μινωικής εικονογραφίας – αλλά τα

μπρούντζινα αυτά γλυπτά αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη: Το χαρακτηριστικό

τους φούσκωμα διαστέλλει τα συστατικά νοήματα της κάθε φιγούρας στο άπειρο,

επικά, θριαμβευτικά.

Πολύ καλά στημένες οι δύο εκθέσεις, από την ιστορικό τέχνης N. Μισιρλή στην

Εθνική Πινακοθήκη και την τεχνοκριτικό E. Ανδρεάδη στο Μέγαρο.

INFO

Φερνάντο Μποτέρο: Αναδρομική Ζωγραφικής, Εθνική Πινακοθήκη, Βασ. Κωνσταντίνου

50, τηλ. 210-7235.937, μέχρι 23 Σεπτεμβρίου – Αναδρομική Γλυπτικής, Μέγαρο

Μουσικής, Βασ. Σοφίας – Κόκκαλη, τηλ. 210-7282.333, μέχρι 10 Σεπτεμβρίου.