Είτε αναζητούν τη δομή της φύσης (X. Μπλάουτ) είτε τη χαμένη παιδικότητα (Γ.

Κόττης) οι ζωγράφοι ισορροπούν στο μεταίχμιο του φωτός με τη σκοτεινιά.

«Καιρός είναι ν’ αρχίσουμε να ξαναβλέπουμε τη ζωγραφική στη βαθύτερη προσφορά

της κι όχι μόνο στην εφήμερη και επικαιρική» μας μηνύουν δύο από τις αξιόλογες

εκθέσεις των ημερών. Μπορεί η εξέλιξη στο προσκήνιο της τέχνης να είναι

ραγδαία, αφού πράγματι καθημερινά έχουμε να αφομοιώσουμε νέα ονόματα και νέες

τεχνοτροπίες ή εκφραστικές παραξενιές, ωστόσο η ουσία της δεν είναι τα νέα

μοντέλα, όσο οι φιλότεχνοι που ενδιαφέρονται και τα στηρίζουν με τη μακρόχρονη

αγάπη τους. Στους καθιερωμένους καλλιτέχνες που έχουν μακρόχρονη καριέρα με

τακτικές εκθέσεις, η «είδηση» είναι πιο κρυφή απ’ όσο στους νεοεμφανιζόμενους,

όμως υπάρχει και μάλιστα αφορά πολύ περισσότερους και πιο μόνιμους

φιλότεχνους.

Ο Χέρμαν Μπλάουτ είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση στη ζωγραφική μας, είναι

ένας Γερμανός που σαράντα χρόνια ζει και εκθέτει στην Ελλάδα, πρόσφατα μάλιστα

πήρε και την υπηκοότητα. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον έγκειται στο ιδιαίτερο

γνώρισμα που έχει η δουλειά του: αυστηρή εκπαίδευση και ασκητικότητα που

εκφράζει την προέλευσή του, μαζί με συστηματική, εξαντλητική σχεδόν,

προσπάθεια να ερευνήσει εικαστικά τον χώρο που έκανε δεύτερη πατρίδα του. Ο

Μπλάουτ βασίζεται κυρίως στα κλασικά εργαλεία της ζωγραφικής, το γεροδεμένο

σχέδιο και το καλομελετημένο χρώμα, οργανώνοντας τα θέματά του, τοπία κατά

κανόνα, σε επιμέρους ενότητες πολυεδρικού φωτισμού – δέντρα ή βουνά μοιάζουν

με καλοσμιλευμένα διαμάντια με πολλαπλές φωτιστικές εστίες. Ο παλιός δάσκαλος

Σεζάν είναι ασφαλώς η βάση, αλλά ο Μπλάουτ διατρέχει και όλα όσα ακολούθησαν

την εικαστική εκλογίκευση στον 20ό αι., τον κυβισμό π.χ. ή τον

κονστρουκτιβισμό, προσθέτοντας το δικό του όραμα: Ένα βλέμμα

επαναπροσδιορισμένο από το ελληνικό φως που στα τρέχοντα έργα του κυριολεκτικά

«εκρήγνυται» και προοδευτικά φωτίζει όλη τη ζωγραφική επιφάνεια. H δουλειά

αυτή είναι ο καρπός της ωριμότητας για τον λαμπρό ζωγράφο και ταυτόχρονα ένα

διδακτικό δρομολόγιο που μαρτυρεί τη συνάντηση της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης με

τις εμπειρικές ιδιαιτερότητες της ζωής στην Ελλάδα, εγγίζει αφενός τον Γερμανό

Βαινίγκερ κι αφετέρου τον σπουδαίο αλλά μισοξεχασμένο K. Πλακωτέρη. Σκοτεινιά

και φως, σε έναν διάλογο που – στο συμβολικό ιστορικό βάθος του – έχει το

κιαροσκούρο της βυζαντινής τέχνης, αυτό που δανείστηκαν οι Βενετσιάνοι και

αργότερα ο Καραβάτζιο.

H εξελικτική πορεία είναι σχεδόν αντίστροφη στη νέα δουλειά του Γιάννη

Κόττη. Ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος με τα όμορφα χρώματα και τα θέματα που

θυμίζουν παιδικό κήπο, μοιάζει να μην έχει διαφορά από έκθεση σε έκθεση, και

γιατί θα έπρεπε άλλωστε, αφού τα έργα του – ώριμα εδώ και πολλά χρόνια –

περιέχουν την εξπρεσιονιστική εμπειρία – ελευθεριάζον χρώμα, υπόστρωμα πίνακα

γεμάτο από ύλες, ακόμη κι αποτσίγαρα – αλλά ταυτόχρονα και την έντονη

νοσταλγία της αθωότητας, της παραδείσιας παιδικότητας που μοιάζει πια

απόμακρη.

Όπως και στον – πρόωρα χαμένο – A. Ακριθάκη, η ζωγραφική παιδικότητα του Κόττη

είναι πικρή, ανέφικτη, ωστόσο ως ελπίδα ζει και ομορφαίνει τους πίνακές του,

μολονότι τα ζωγραφισμένα τρενάκια που τους διασχίζουν περιβάλλονται από

σκοτεινιά που όλο και πιο δύσκολα διαλύουν τα πινέλα του ζωγράφου. Κι εδώ ένα

ιδιότυπο κιαροσκούρο, φως – χαρά που πολεμά με το σκοτάδι – στεναχώρια, ένα

εκκρεμές που κάνει τα έργα ελκυστικά ακριβώς γιατί είναι πολύ βιωμένο και

ανθρώπινο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κόττης ζει στο Παρίσι σχεδόν μόνιμα,

οπότε ο εσωτερικός ψυχικός διάλογος που περιέχουν τα έργα και η εμπειρία της

φωτοσκίασης, δείχνουν ένα δρομολόγιο ανάλογο ή αντίστροφο με του Μπλάουτ.

INFO

Χέρμαν Μπλάουτ, ελαιογραφίες, Έκφραση – Γ. Γραμματοπούλου, Βαλαωρίτου 9α, τηλ.

210-3607.598 (έληξε στις 29 Απρ.)

Γιάννης Κόττης, ατομική ζωγραφικής, Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Πλ. Κολωνακίου 20,

τηλ. 210-3608.278, μέχρι 6 Μαΐου.