«H πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη και εκτεταμένη που δεν μπορεί η

ρεαλιστική γραφή να την ανιχνεύσει. H γλώσσα της εποχής είναι η γλώσσα της

υποβολής», πίστευε ο E.X. Γονατάς (φωτογραφία του Στέλιου Σκοπελίτη)

Στην εποχή της φλυαρίας και της αυτο-αναφορικότητας, καλλιέργησε μια γραφή

λακωνική και υπαινικτική, που ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά

υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το

καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση.

Στην εποχή της επιστημονικής αλήθειας, κοίταζε κάτω και πέρα από τον κόσμο των

φαινομένων, αναζητώντας το δισυπόστατο των πραγμάτων που τους δίνει ομορφιά,

χάρη, φιλοσοφική διάσταση. Στην εποχή των μπεστ σέλερ, επέμενε ότι δεν θέλει

«κοινό», αλλά συμμέτοχους αναγνώστες. Στην εποχή της δίψας για προβολή,

επέλεξε την αφάνεια, επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα αλλά η

επικοινωνία. Στην εποχή του ωφελιμισμού, αρνιόταν να αντιμετωπίσει το

συγγραφιλίκι σαν επάγγελμα, δουλειά του θεωρούσε το δικηγοριλίκι, και δεν

εισέπραττε τα δικαιώματα των βιβλίων του. Στην εποχή της σπουδαιοφάνειας και

της απομίμησης, τον ενδιέφερε περισσότερο η γνησιότητα παρά τα μεγέθη. Και

μιλούσε απλά – αλλά πόσο πυκνά και ουσιαστικά- χωρίς ποτέ να επιδεικνύει τη

βαθύτατη καλλιέργειά του, που ξεπερνούσε τα ελληνικά σύνορα.

Ο θάνατος του Επαμεινώνδα Γονατά τη νύχτα της περασμένης Παρασκευής στερεί τα

ελληνικά γράμματα από έναν αυθεντικό δημιουργό, τελείως ιδιαίτερο, που μπορεί

να μην «πουλούσε», αλλά «έφτιαξε Σχολή» – μια Σχολή του παράδοξου όπου ανήκουν

ο A. Αντονάς ή ο Χρ. Αστερίου – και αγαπήθηκε, όσο ελάχιστοι της ηλικίας του,

από ένα νεανικό-ψαγμένο κοινό.

Ο E. X. Γονατάς ήταν μια αποκλίνουσα περίπτωση που προκαλούσε αμηχανία

τόσο στη λογοτεχνική κοινότητα όσο και στην κριτική, η οποία για χρόνια δεν

ήξερε πού να τον κατατάξει, στους ποιητές ή στους πεζογράφους. Τελικά το 1994

τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο ως μεταφραστής – μια δραστηριότητα απολύτως

δημιουργική στην περίπτωσή του, σε στενό διάλογο με τα δικά του γραπτά. Από το

1945 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα δεν εξέδωσε παρά έξι ολιγοσέλιδα

βιβλιαράκια – το έβδομο είναι στο τυπογραφείο- όμως το έργο του, μαζί με τις

μεταφράσεις του (Γκολ, Κόλεριτζ, Βολς, Μπετενκούρ, Πόρτσια, Λίχτενμπεργκ,

Φλωμπέρ) και τους σχολιασμούς του σε αφιερωματικές εκδόσεις (για τον Γ. Μακρή,

για τον Κοτζιούλα, κ.ά.) έχει βαρύνουσα σημασία και μεγάλο μέρος του έχει

εκδοθεί στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.

Στα αφηγήματά του κυκλοφορούν άνθρωποι που προσπαθούν να ζυγίσουν το κεφάλι

τους, σκαντζόχοιροι που ελπίζουν ότι κάποτε θα γεμίσουν μια τετράγωνη άδεια

γλάστρα έστω κι αν χρειαστεί να αλλάξουν σχήμα, πουλιά που τ’ ακούς να

κελαηδούν χωρίς(;) να υπάρχουν… Ο Γονατάς δεν ενδιαφέρεται να δώσει

χαρακτήρες, αλλά ψυχικές καταστάσεις και ατμόσφαιρες. Και μέσα από την

αμφισημία, μέσα από παραβολές και παίγνια, με όπλα του το «θαυμαστό» των

υπερρεαλιστών και το παράδοξο, καταθέτει τη μεταφυσική αγωνία του για την

ελευθερία.

Απέμειναν «Τρεις δεκάρες»

Γεννημένος το 1924 στην Αθήνα με καταγωγή από το Αϊβαλί, γόνος οικογένειας

πολιτικών, ο E.X. Γονατάς δεν ταυτίστηκε με κανένα στρατόπεδο. Συμμαθητής με

τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, εργάστηκε ως δικηγόρος (σε εταιρείες κολοσσούς) και

βγήκε από την αφάνεια το 1976 όταν τον ξεχώρισε σε συνέντευξη ο «δάσκαλός» του

Νίκος Εγγονόπουλος. Εμφανίστηκε στα γράμματα στα 21 με τον Ταξιδιώτη (1945),

συνεργάστηκε με τον ποιητή Δ. Παπαδίτσα στο περιοδικό «Πρώτη Ύλη» (1959-1964),

έγραψε την Κρύπτη (1959), το Βάραθρο (1963), τις Αγελάδες (1963), τον Φιλόξενο

καρδινάλιο (1986) και την Προετοιμασία (1991) και – έπειτα από ένα διάλειμμα

15 χρόνων – έγραψε τη συλλογή (με αφηγήματα) Τρεις δεκάρες, που βρίσκεται στο τυπογραφείο.