Βαγδάτη; Όχι, ελληνική περιφέρεια που μάχεται για την ισοτιμία στην δικαίωση

της ανταρσίας

Έβαλαν φωτιές σε λάστιχα, σε αυτοκίνητα, σε οτιδήποτε βγάζει καπνό πολύ και

δυσοίωνο, πήραν τις μαύρες σημαίες. Μικροί και μεγάλοι συγκεντρώθηκαν στους

δρόμους, να τους αποκλείσουν, να ‘ρθουν τα κανάλια και με φόντο πολεμικό τις

πυρκαγιές, που θυμίζουν πλάνο από Βαγδάτη, να διεκδικήσουν αυτό που πιστεύουν

ότι τους ανήκει και ότι τους το υποσχέθηκαν. Γιατί, φυσικά, οι κάτοικοι των

χωριών της Ελλάδας που διεκδικούν την εξαίρεση του τόπου τους από το σχέδιο

«Καποδίστριας» δεν τρελάθηκαν αιφνιδίως, απλώς παράγουν θέαμα τηλεοπτικό,

καταλλήλου πολεμικής αισθητικής για να τους δώσουν τα δελτία ειδήσεων του

κέντρου τη δέουσα σημασία και αντιστοίχως να πετύχουν τη δημιουργία της

ατμόσφαιρας πίεσης προς την πολιτική εξουσία.

Κατέβηκαν στους δρόμους οι άνθρωποι της περιφέρειας, γιατί τους είχαν

υποσχεθεί δικαίωση και γιατί ορισμένοι εξ αυτών που είχαν ξεσηκωθεί νωρίτερα

και επέδειξαν μαχητική απειθαρχία κέρδισαν, δικαιώθηκε η ανταρσία τους. Τι

ωραία, μικρή, ατίθαση φυλή! Κάπως έτσι είχαν παρουσιαστεί οι διεκδικήσεις του

Βραχασίου και κάπως έτσι – χάριν της παραδοσιακής απειθαρχίας των Ελλήνων, που

τους κάνει ξεχωριστούς ανά την υφήλιο και πολύ σπουδαιότερους από τους

«κουτόφραγκους» – δόθηκε στους Βαρχασιώτες αρμοδίως η χάρις να εξαιρεθούν από

το πρόγραμμα που θα διασφάλιζε στη χώρα τη δυνατότητα να απορροφήσει κονδύλια

για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

Αλίμονο, κατόπιν αυτού όλοι στους δρόμους. Με τις υποσχέσεις στο χέρι.

Λαός γαλουχημένος με υποσχέσεις που, όσο κι αν ειρωνεύεται τη

«Μαυρογιαλουρική» τακτική των πολιτικών του, εξακολουθεί να την υποστηρίζει,

να την ψηφίζει, είναι η ιστορία του, είναι το στερεότυπο που αναπαράγεται από

θέαμα και πολιτική με την ίδια σταθερή επιμονή. Είναι συστατικό στοιχείο της

πολιτικής κουλτούρας του τόπου η πολιτική υποσχέσεων και κατά περίσταση

παροχών, ώστε να συντηρείται η εξάρτηση του ψηφοφόρου από τον τοπικό βουλευτή

ανεξαρτήτως κόμματος, ανεξαρτήτως ιδεολογίας.

Είναι η ίδια ακριβώς κουλτούρα που αναπαράγεται και στο τηλεοπτικό

θέαμα, μόνο που εδώ μεταξύ ψηφοφόρου και πολιτικού μεσολαβεί ο ηρωικός μαχητής

παρουσιαστής, που διεκδικεί από τον πολιτικό για χάρη του «πελάτη του

τηλεθεατή». Καθημερινώς στα πρωινάδικα ενημερωτικά – από εκείνο του Αυτιά που

πρωτοστατεί, μέχρι των Παπαδάκη και Καμπουράκη – Λιαρέλλη – η τηλεόραση του

ριάλιτι επιχειρεί να εξασφαλίσει για πλήθος επιμέρους περιπτώσεις την

παρέμβαση του αρμόδιου πολιτικού. H πραγματικότητα διασπασμένη σε πάμπολλα

θραύσματα καθημερινού άλγους και απελπισίας, που απαιτούν «εδώ και τώρα»

ανακούφιση. Το επιμέρους, αυτό που μπορεί να προσφέρει άλλωστε θέαμα,

αναδεικνύεται εις βάρος του όλου. Πουθενά δεν υπάρχει η αίσθηση ότι η βελτίωση

συνθηκών ζωής, η επίλυση βασικών καθημερινών προβλημάτων, η προστασία των

βασικών δικαιωμάτων του πολίτη διασφαλίζεται από εκείνους που ορκίζονται στο

Σύνταγμα και τους νόμους να το κάνουν. Παντού διάχυτη η καχυποψία.

Καχυποψία αντί ενημέρωσης

Μπροστά στην καθημερινή παρέλαση τόσων αποσπασματικών δυστυχιών, η αίσθηση του

συνόλου, του μαζικού, χάνεται. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Όποιος βρει τον δρόμο

για κανάλι να εκθέσει τον καημό του, θα βρει τη λύση. Αρκεί να προσφέρει το

θέαμα της δυστυχίας του. Απλώς μεταφέρθηκε στην τηλεόραση εκείνη η παραδοσιακή

συνήθεια των ψηφοφόρων να απαιτούν τη λύση από τον τοπικό βουλευτή, ο καθένας

για τον εαυτό του.

Ήθη που καλλιεργήθηκαν από μια πολιτική των μικρών οριζόντων, του ρουσφετιού

και των υποσχέσεων, και που συναντήθηκαν με τα ήθη μιας τηλεόρασης που

αναδεικνύει την περίπτωση εις βάρος του συνόλου, συντηρώντας τις τοπικές

αντιθέσεις και κυρίως την αίσθηση ενός κράτους-τροφού ή ενός κράτους-εχθρού,

λες και είναι ένα «ξένο σώμα» από την κοινωνία των Ελλήνων. Αλλά η καχυποψία

διαμορφώνει ακριβώς εκείνο το κλίμα της κλειστοφοβίας και της μιζέριας που

εξασφαλίζει πελατεία, τόσο στα σαλονάκια πολιτικών γραφείων όσο και

τηλεοπτικών ριάλιτι.