«Όλο τον χρόνο κόκορας, τον Αύγουστο κριάρι και γάτος τον Γενάρη» και καλή μας

χρονιά με ένα μικρό φιλμ, το «Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου»

(Brothers), εκ Δανίας, που αποδεικνύει άλλη μία φορά ότι εκεί οι σκηνοθέτες

ξέρουν να κάνουν πολύ καλό σινεμά. Από την εποχή του Καρλ Ντράγιερ μέχρι τις

ημέρες μας, επί «Δόγματος» του Λαρς Φον Τρίερ και της παρέας του, στην οποία

ανήκει και η σκηνοθέτις Σούζαν Μπίερ τής εν λόγω ταινίας.

Να που συναντάμε την πλήρη πολιτική σκέψη και τον ορισμό της αγάπης σε

μια ταινία από τη… νερόβραστη Σκανδιναβία, που αφήνει εμάς τους

«θερμόαιμους» της Μεσογείου και… βαρβάτους Βαλκάνιους στα κρύα του λουτρού

και της, δήθεν, φλογερής ιδιοσυγκρασίας μας. Το στόρι είναι αφοπλιστικά απλό –

σαν τα ξαφνικά και απρογραμμάτιστα της ζωής που σου ανατρέπουν όλες τις

αποφάσεις: πετυχημένος στρατιωτικός, με «τέλεια» οικογένεια, φεύγει με

στρατιωτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών για τον πόλεμο του Αφγανιστάν. Τον

θεωρούν νεκρό, τον κλαίνε οι συγγενείς του στη Δανία, αλλά αυτός επιβιώνει, μα

όταν επιστρέφει στον παράδεισο της χώρας του τίποτα δεν θα είναι όπως πριν,

καθώς αυτό που «αναγκάστηκε» να κάνει στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του θα

στοιχειώσει όλη τη ζωή του…

«Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου» και η αγάπη μόνο μπορεί να μας

σώσει από το άγριο ζώο που κουβαλάμε μέσα μας

Αν «ο κινηματογράφος υπάρχει για να περιγράφει τα συναισθήματα και να

δείχνει πώς εκφράζονται», όπως λέει η σκηνοθέτις, η ταινία σκιαγραφεί τους

χαρακτήρες πέντε σημερινών πετυχημένων Δυτικοευρωπαίων και κυρίως του

προνομιούχου πρωταγωνιστή, που τα έχει όλα και ξαφνικά νιώθει να γίνεται

«άνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό / το σώμα μου φθαρτό, έχει από

πέσιμο / σχεδόν οριστικά τσακιστεί»…

Γιατί; Επειδή η πραγματικότητα είναι βάρβαρη – είτε στην πολιτισμένη

Δύση είτε στην άγρια Ασία -, και ο άνθρωπος πρέπει να κάνει τιτάνιες

προσπάθειες για να υπερισχύσει η καλή πλευρά του της κακής. Εκεί λοιπόν, στο

Αφγανιστάν, θα «αναγκαστεί» να σκοτώσει με τα ίδια τα χέρια του έναν

συμπατριώτη του για να σώσει το τομάρι του – πράξη που βρικολακιάζει μέσα του

και όταν επιστρέφει τον οδηγεί στη καταστροφή της οικογένειάς του και του

ίδιου…

Όλη αυτή η «πολιτισμένη» βαρβαρότητα, με ερμηνείες επιπέδου από τους Ούρλιχ

Τόμσεν («Οικογενειακή γιορτή»), Νικολάι Λι Κας («Ηλίθιοι»), Κόνι

Νίλσεν(«Ληστεύοντας τη μαφία»).



Συμφορά από την πολλή… διανόηση

Μα, καλά, είναι δυνατόν να ξετρελαινόσασταν με ταινίες του Βιμ Βέντερς πριν

από 20 χρόνια; Θα πάρω να τις δω όλες εκείνες που λέτε ότι έχουν γράψει

ιστορία στον κινηματογράφο και μετά τα ξαναλέμε. Πάντως, το τωρινό «Μην

ξαναγυρίσεις» (Don’t come knocking ), μόνο από έναν άοσμο, άγευστο και δήθεν

διανοούμενο θα μπορούσε να γραφτεί και να σκηνοθετηθεί», λέει η Βασιλική, η

καινούργια φίλη με την οποία, μαζί με τον Θόδωρο, βλέπουμε ορισμένες ταινίες

σε δημοσιογραφικές προβολές…

«Στο πέρασμα του χρόνου», τίτλος ταινίας του Βέντερς, δοκιμάζεται η αντοχή των

υλικών ενός έργου και των πράξεων της ζωής μας. Αυτός ο χρόνος, λοιπόν, που

είναι αμείλικτος και «ανύπαρκτος», ως δικό μας κατασκεύασμα, τρέχει και μας

προσπερνάει κι άντε να μας αφήσει σαν γραφικά φολκλόρ άλλων εποχών. Έτσι,

έχεις την αίσθηση ότι συμβαίνει με τους Βιμ Βέντερς – Σαμ Σέπαρντ, βλέποντας

την τελευταία ταινία τους «Μην ξαναγυρίσεις». Ένα φιλμ που θα μπορούσε να

χαρακτηριστεί ως σίκουελ της θρυλικής ταινίας «Παρίσι, Τέξας» σε σκηνοθεσία

του πρώτου και σενάριο του δευτέρου!

«Μην ξαναγυρίσεις», αλλά ο Βιμ Βέντερς προσπαθεί να νεκραναστήσει την

ατμόσφαιρα της ταινίας «Παρίσι, Τέξας», βάζοντας τον Σαμ Σέπαρντ να γράψει το

σενάριο ­ και να πρωταγωνιστήσει ­ μαζί με την Τζέσικα Λανγκ, την οποία ο

τελευταίος… πήρε στον λαιμό του

Σύμφωνα με το στόρι: Σταρ των γουέστερν – Σαμ Σέπαρντ -, ο οποίος έχει

μπουχτίσει να είναι διάσημος και κενός, μαθαίνει ότι ίσως έχει παιδί και

εξαφανίζεται να το ανακαλύψει. Μέσα από αυτό το οδοιπορικό θα ανακαλύψει το

παιδί του, αλλά κυρίως, τον χαμένο εαυτό του… Απλώς, δηλαδή, επιβεβαιώνει τη

γνωστή ρήση «ο άντρας δεν ωριμάζει ποτέ» και η Τζέσικα Λανγκ μάταια προσπαθεί

να τους κάνει να καταλάβουν – κάτι που το «πλήρωσε» η ίδια, καθώς από τότε που

παντρεύτηκε τον Σέπαρντ «χάθηκε»…

Αλλά για τους Βέντερς – Σέπαρντ αυτό είναι υλικό για ένα υπαρξιακό road

movie… Και να οι αχανείς εκτάσεις της αμερικανικής ηπείρου. Και να τα μοτέλ,

τα σκονισμένα μπαρ, τα φτηνά ξενοδοχεία, οι ελάχιστοι και αμφίσημοι διάλογοι.

Λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα και δεν έχει αλλάξει τίποτα στη «ματιά»

και την «προβληματική» δημιουργών που, κάποτε, γέμιζαν τόμους ιστορίας του

κινηματογράφου, προκαλούσαν φιλοσοφικές συζητήσεις νεαρών σινεφίλ σε όλον τον

κόσμο και αγωνίες σκεπτόμενων ανθρώπων για τη μοίρα μας… Ώσπου με μια

κραυγή, όλα πήραν άλλη πορεία – σαλεμένη και εκτός ελέγχου. Δημιουργώντας μια

πραγματικότητα στην οποία καλλιτέχνες όπως ο Βιμ Βέντερς δυσκολεύονται να

δηλώσουν το «παρών».



Το Χόλιγουντ αντιγράφει την Κίνα!

«Κοίτα να δεις που το Χόλιγουντ αντιγράφει τον κινέζικο κινηματογράφο, ο

οποίος την τελευταία 15ετία έχει εντυπωσιάσει τους πάντες και έχει εισβάλει –

μαζί με τα άλλα προϊόντα της αχανούς αυτής χώρας – σε όλες τις γωνιές της γης!

Και οι «Αναμνήσεις μιας γκέισας» (Memoirs of a geisha) δεν κάνουν τίποτα

παραπάνω από το να αντιγράφουν ταινίες σε στυλ Ζαν Γιμού, Τσεν Κάιγκε, Σου

Χσιά Χσιέν κ.ά.», έρχεται η σειρά του Θόδωρου για… αφορισμούς, μετά την

προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας του Ρομπ Μάρσαλ.

Γιατί πολυαναμενόμενης; Γιατί βασίζεται στο ομότιτλο μπεστ σέλερ – 4

εκατομμύρια αναγνώστες στα αγγλικά και μεταφρασμένο σε 32 γλώσσες! – του

Άρθουρ Γκόλντεν. Ο εγκέφαλος, πάντως, αυτής της ωραίας εικονογραφημένης

επικής… αποτυχίας είναι ο σκηνοθέτης της, ο Ρομπ Μάρσαλ του υπερεκτιμημένου

μιούζικαλ «Chicago».


Φανταχτερές και πλούσιες οι «Αναμνήσεις μιας γκέισας», αλλά κάτω από το

κιμονό φαίνεται το… κρινολίνο, καθώς ο σκηνοθέτης Ρομπ Μάρσαλ δεν μπόρεσε να

μπει στην ψυχή του κόσμου τους

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου μάς γυρίζει η ταινία – και το βιβλίο του Άρθουρ

Γκόλντεν, το οποίο έγραψε το 1997 – όπου παίρνουν με το ζόρι μια μικρή

Γιαπωνέζα από την πάμπτωχη οικογένειά της για να δουλέψει ως υπηρέτρια σε μια

οκιγιά (σπίτι όπου διαμένουν γκέισες). Ύστερα από μια θύελλα γεγονότων, η

μικρή μεταμορφώνεται στη θρυλική γκέισα Σαγιουρί (Μικρό Κρίνο) και μέσα από

τις αναμνήσεις της μαθαίνουμε τη συγκλονιστική ζωή της και τον κρυφό ερωτά

της…

Οι γκέισες αποτελούν «φιλοσοφία» της Ανατολής – ή, μήπως, των αρσενικών της;

Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν είναι πόρνες. «Είμαστε κινητά έργα τέχνης με

σάρκα και οστά», λέει η δασκάλα της ηρωίδας, που της μαθαίνει την τέχνη της

γκέισας. Τέχνη στην οποία διδάσκονται χορό, τραγούδι, ποίηση, λογοτεχνία και

ζωγραφική, ενώ μαθαίνουν να ντύνονται και να βάφονται σαν κομψοτεχνήματα. Και

όλα αυτά για να γίνουν ικανές να «συνομιλούν» με πλούσιους, ισχυρούς και

μορφωμένους άνδρες, οι γυναίκες των οποίων δεν έχουν αυτό το χάρισμα – κάτι

σαν τις εταίρες της αρχαιότητας;

Για την παραγωγή της ταινίας χτίστηκε ένα ολόκληρο χωριό γκεϊσών στο Λος

Άντζελες και δαπανήθηκαν εκατομμύρια δολαρίων για την εντυπωσιακή – πράγματι –

εικαστική ατμόσφαιρά της… Μια ταινία όμως δεν είναι μόνο «ατμόσφαιρα».

Είναι, πάνω απ’ όλα, ο κραδασμός των συναισθημάτων της ψυχής της που μεταδίδει

στον θεατή. Και οι «Αναμνήσεις μιας γκέισας» είναι, απλώς, ένα φανταχτερό

πουλ-μουρ (πουλάει μούρη) φιλμ. Με τον σκηνοθέτη να προσπαθεί να φορέσει

κιμονό σε ωραίες γυναίκες που φορούν… κρινολίνο. Έτσι, ο κόσμος των γκεϊσών

παραμένει… αλλουνού παπά ευαγγέλιο, το οποίο δύσκολα διαβάζεται από έναν

Δυτικό σκηνοθέτη.



Όχι άλλο τρόμο

Ήρθε από το πουθενά, αλλά κατάφερε να τινάξει τους θεατές από τις πολυθρόνες

του. E, δεν είναι και λίγο αυτό την εποχή της ομογενοποίησης – και στο σινεμά

– που ζούμε στη Δύση…

Ο λόγος για το αυστραλιανό φιλμ τρόμου «Wolf creek» του Γκρεγκ Μακ Λιν. Τρεις

νεαροί εκδρομείς διασχίζουν το εσωτερικό της αχανούς Δυτικής Αυστραλίας και

φθάνουν στο εθνικό πάρκο Γουλφ Κρικ. Εκεί πέφτουν θύματα ενός παρανοϊκού

τύπου, ο οποίος προσφέρεται να τους βοηθήσει όταν το αμάξι τους για

«ανεξήγητους» λόγους δεν παίρνει μπροστά και τους μεταφέρει σ’ ένα

εγκαταλελειμμένο χωριό που πρόκειται να γίνει ο τάφος τους…


Τόσος τρόμος γύρω μας, πώς να τον αντέξεις και στο αυστραλιανό φιλμ «Απόλυτος

τρόμος -Wolf creek»;

Έως εδώ η σκηνοθεσία είναι και δεξιοτεχνική και ατμοσφαιρική. Σαν road movie

με τσιμπήματα φόβου και απειλής πως κάτι κακό παραμονεύει σε κάθε

χιλιόμετρο… Από εδώ και πέρα, όμως, γίνεται ένα άγριο σπλάτερ. Ώσπου λες

φτάνει, δεν θέλω άλλο. Φταίω εγώ που μεγαλώνω ή μπας και αρνούμαι, πια, να δω

ως τέχνη την ανθρώπινη διαστροφή – έστω και αν αυτή είναι δεξιοτεχνικά

σκηνοθετημένη, κάτι που το ένιωσα για πρώτη φορά ύστερα από την «Σιωπή των αμνών»…



Όλα αλλάζουν ή μένουν ίδια;

«H ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία» και η στάση ζωής που

πρόβαλε μέσα από τα βιβλία του Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι στις μέρες μας είδος

υπό εξαφάνιση. Ή, μήπως, έχει ο καιρός γυρίσματα και αύριο η γενιά των

μπίτνιγκ και η «φιλοσοφία» της μπορεί να ξαναγίνουν μόδα;


Τα νεανικά χρόνια του Τσαρλς Μπουκόφσκι ερμηνεύει σωστά ο Ματ Ντίλον στο

«Factotum» του Μπεν Χάμερ

Σκέψεις που ανταλλάξαμε με τους φίλους μου, τον Θόδωρο και τη Βασιλική, στη

διάρκεια της προβολής της ταινίας «Factotum» του Μπεντ Χάμερ… Και μου έφεραν

στο μυαλό παλιές φιλίες και εποχές με τον Στέργιο και την Άννα, τον Δημήτρη

και την Αντιγόνη ή τον Αναστάση και την Ηλέκτρα. Με τα γυρίσματα της ζωής που,

ορισμένες φορές, σε κάνουν να πεις: «Μονάχα αυτό κατάλαβα απ’ όλο το ταξίδι,

πως όσο αλλάζουμε ζωή τόσο στο βάθος μένουμε ίδιοι»…

Βασισμένο στο δεύτερο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τσαρλς Μπουκόφσκι, που εκδόθηκε

το 1975, το φιλμ του Μπεν Χάμερ είναι τίμιο, αληθινό, χαμηλών τόνων, αλλά και

λίγο, μικρό. Περιγράφει τις καταχρήσεις ενός νεαρού συγγραφέα – ξενύχτια,

ποτό, τυχερά παιχνίδια – και τις εφήμερες ερωτικές περιπέτειες του. Κι όλα

αυτά, όχι από βίτσιο, αλλά επειδή «πνίγεται» μέσα του και τίποτα δεν μπορεί να

τον παρηγορήσει… Στα υπέρ της ταινίας, η ερμηνεία του Ματ Ντίλον ως

Μπουκόφσκι και της Λίλι Τέιλορ.



Τα Oscar της εβδομάδας

Πολιτικής ευαισθησίας: «Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον σου»

Ομαδικής ερμηνείας: «Ουκ επιθυμήσεις…» της Σούζαν Μπίερ

Ξεχασμένου road movie: «Μην ξαναγυρίσεις» του Βιμ Βέντερς

Κακής ερμηνείας: Σαμ Σέπαρντ στο «Μην ξαναγυρίσεις»

Εντυπωσιασμού: «Αναμνήσεις μιας γκέισας»

Τρόμος χωρίς όρια: «Απόλυτος τρόμος – Wolf creek»