«…Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. / Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα

χρόνια». Να, λοιπόν, και το 2006. Πότε ήρθε το 2005, πότε έφυγε… Ρώτησα,

κάποτε, έναν γέροντα, στη Λευκωσία: «Τα ‘χετε κλείσει τα 80;». «Είμαι 88».

«Μπράβο σας!». «Τι μπράβο μου; Ένα δευτερόλεπτο κρατάει η ζωή. Διόλου

παραπάνω! Παιδί, άντρας, γέρος… Ένα δευτερό-λεπτο μονάχα…».

Άντε, με το καλό. Δεύτερη μέρα, κιόλας, του «αισίου και ευτυχούς νέου έτους».

Θα είναι δύσκολα τα πράγματα. Τι να κάνουμε; Θα το ανεβούμε κι αυτό το

ανηφόρι. «Σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά…». Θα παλέψουμε, θα στενοχωρηθούμε,

μα στο τέλος θα τη βρούμε την άκρη. Όπως πέρσι. Όπως πρόπερσι. Όπως πάντα.

Μαθημένα τα βουνά από χιόνια.

Μια φίλη της κόρης μου, γύρω στα 25, πολύ νόστιμη, η Λίλη (Κονδυλία τη

βάφτισαν, δηλαδή Κονδύλω και, πολύ σωστά, άλλαξε το όνομά της) ήρθε προχτές

στο σπίτι, με κάτι μούτρα «να»… «Τι σου συμβαίνει;», απόρησα. «Τίποτα»,

αποκρίθηκε. «Απλώς, αυτές τις μέρες, των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς,

αρρωσταίνω. Δεν τις γουστάρω. Νομίζω ότι όλο αυτό το νταβαντούρι γίνεται για

να βγούμε έξω, να «διασκεδάσουμε» και, κυρίως, να ξοδέψουμε τα λιγοστά φράγκα

μας για δώρα. Αφήστε που και ο καιρός είναι σκέτη γκρίνια. Ενώ το Πάσχα…».

Συμφωνώ μαζί της. Τα Χριστούγεννα, γενικώς, είναι μελαγχολικά. Μια ολόκληρη

κοινωνία αυτοντοπάρεται για να μπει στο κλίμα της γιορτής, τα λαμπιόνια

φωτίζουν και την πιο γκρίζα μέρα και η Ντόρα ποζάρει μπρος απ’ το δέντρο του

Συντάγματος, χαμογελώντας ζεστά, όμορφη, αισιόδοξη. Αλλά εγώ, όπως και η νεαρή

φίλη της κόρης μου, είμαι ερωτευμένος με τη Λαμπρή. Και ιδίως τη Μεγάλη

Παρασκευή, με τη θλιμμένη άνοιξη και τους ολάνθιστους Επιταφίους.

Ξεμάκρυνα. Από την Πρωτοχρονιά, πήγα μήνες πιο πέρα. Τι να γίνει, όμως; Τα

μαντάτα είναι μαύρα για το νιόφερτο 2006. Από τους 10 Έλληνες, οι 6 πιστεύουν

ότι θα επιδεινωθεί η κατάσταση της οικονομίας. Κι αυτά τα λέει, επισήμως, το

«Ευρωβαρόμετρο». Να μείνω, λοιπόν, σ’ αυτά τα παγερά μηνύματα και να μην κάνω

ένα άλμα στο μέλλον; Στο κάτω κάτω, αυτό ζητάει και η προαιώνια ευχή, «με το

καλό», όπως είπα και παραπάνω.

«Τα παιδιά βαριούνται τις Κυριακές», τραγουδούσε ο Σαρλ Τρενέ, πριν από

δεκαετίες. Κι εγώ βαριέμαι τις Κυριακές. Και τις γιορτές. Ιδίως αυτές, τις

χειμωνιάτικες, τις ξεπαγιασμένες, τις βρεγμένες ώς το κόκαλο, με τον ήλιο να

δείχνει πάντα τα δόντια του. Καλύτερα περνάω δουλεύοντας…