Τούρκοι και Τούρκοι. Βάρος στη συνείδηση νιώθει ο Αλί Μπιράντ για τα

Σεπτεμβριανά, ο οποίος έζησε τη φρίκη τους από κοντά. Όμως με διαφορετικά

αισθήματα αντιμετώπισαν Τούρκοι εθνικιστές έκθεση που έγινε στην

Κωνσταντινούπολη γι’ αυτό το θέμα, πετώντας αυγά στα εκθέματα και προκαλώντας

επεισόδια που έληξαν με αστυνομική επέμβαση

Είμαι ένας από τους επιζώντες αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που συνέβησαν

στην Κωνσταντινούπολη πριν από 50 χρόνια. Τότε ήμουν 14 ετών. Δεν καταλάβαινα

γιατί έγιναν όσα έγιναν. Ωστόσο, το πέρας του χρόνου με έκανε να καταλάβω τη

σοβαρότητα των γεγονότων αυτών και πάντα θα φέρω μέσα μου τη ντροπή γι’ αυτά

τα γεγονότα. Παρότι ήταν το μόνο τέτοιου είδους περιστατικό για το οποίο το

τουρκικό κράτος επίσημα παραδέχθηκε την ενοχή του και προσπάθησε να

αποζημιώσει τα θύματά του, συνεχίζει να βαραίνει στη συνείδησή μας.

Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω. Ακόμα θυμάμαι αυτά που είδα στην περιοχή

Μπεϊογλού, το πρωινό της 7ης Σεπτεμβρίου του 1955. Έπρεπε να πάω στο Γυμνάσιο

του Γαλατασαράι. Έφτασα στην περιοχή Μπεϊογλού με μεγάλη δυσκολία. Όταν πήγα

στο Τούνελ από το Καράκιοϊ, έμεινα άναυδος. H σκηνή ήταν σοκαριστική. Ο

πελώριος δρόμος έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη, με σπασμένα τα παράθυρα πολλών

μαγαζιών στις δύο πλευρές του δρόμου και με τα είδη τους σπαρμένα παντού στον

δρόμο. Οι περαστικοί άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. H σκηνή έμοιαζε σαν

να ήταν η Ημέρα της Κρίσης. Ήμουν παιδί και δεν είχα ιδέα τι είχε συμβεί.

Αυτό που παρατήρησα αμέσως ήταν ότι ενώ κάποια μαγαζιά λεηλατούνταν, άλλα

παρέμειναν άθικτα. Κοίταξα και είδα ότι υπήρχαν τουρκικές σημαίες κρεμασμένες

στα παράθυρα των μαγαζιών που δεν είχαν λεηλατηθεί, ενώ εκείνα που είχαν

λεηλατηθεί είχαν ελληνικά ονόματα στις επιγραφές τους… Αυτή η σκηνή έχει

μείνει πάντα μαζί μου. Παρότι έχει περάσει μισός αιώνας, ακόμα ανατριχιάζω

όταν τη θυμάμαι. Όταν διάβασα τις εφημερίδες την επόμενη ημέρα, αντιλήφθηκα

την έκταση του ζητήματος.

Στον δρόμο όπου κατοικούσαμε εμείς τότε, οι περισσότεροι γείτονές μας ήταν

Έλληνες. Ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι. Ξαφνικά, κλείστηκαν μέσα στα σπίτια

τους. Δεν μιλούσαν σε κανέναν. Φοβούνταν ότι θα τους επιτεθούν. Εγώ ήμουν

υπερβολικά μικρός για να καταλάβω. Γιατί να τους επιτεθούν; Γιατί ήταν

διαφορετικοί εκείνοι από εμένα;

Οι ελληνικές οικογένειες στη γειτονιά μας άρχισαν να μετακομίζουν. Μετά το

1963 κανένας τους δεν είχε μείνει. Έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη. Πήραν μαζί

τους ένα σημαντικό πολιτισμό, ένα διαφορετικό «χρώμα» και τρόπο ζωής. Μας

άφησαν μόνους να ζήσουμε τις άχρωμες ζωές μας. Αργότερα, γεμίσαμε τύψεις.

Όμως, ήταν υπερβολικά αργά.

Το κείμενο του γνωστού Τούρκου δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλί Μπιράντ

δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Turkish Daily News»