Το «Περιβόλι της Παναγιάς», τον Άγιον Όρος, που επισκέφθηκα για τέταρτη φορά

πριν από έναν μήνα – χωρίς τον μέντορά μου στο Όρος, τον Κώστα Ρεΐση, αλλά με

τον παραγωγό Παναγιώτη Παπαχατζή – μου θύμισε το φιλμ «Ναζαρέν» (Nazarin) του

Λουί Μπουνιουέλ… Γιατί; «Πρέπει να μπορώ να ξεχωρίζω την περιφρόνηση από τη

συγχώρεση και την ταπεινότητα από το να σκύβω το κεφάλι για να μη μου το

πάρουν», λέει ο νεαρός ιερέας Ναζάριο, ήρωας της ταινίας, που εφαρμόζει πιστά

τις εντολές του Ευαγγελίου προσπαθώντας να τιθασεύσει τα δαιμόνια της δικής

του ψυχής. Έτσι απλά, σαν πολλούς μοναχούς που απαρνήθηκαν άνευ ανταλλάγματος

τα «κοσμικά», όχι για να σώσουν ή να διδάξουν τους άλλους (βλέπε μέρος του

κλήρου), αλλά μπας και βρουν τη σωτηρία της ψυχής τους…

Αποτέλεσμα, όμως, αυτής της ολοκληρωτικής αφιέρωσης του νεαρού ιερέα στον

Κύριο θα είναι να εξοργίζει τους πάντες. Και φτωχούς, λούμπεν, πόρνες, κλέφτες

της γειτονιάς του – σκηνές-ανθολόγιο – αλλά και την επίσημη Καθολική Εκκλησία,

καθώς παραείναι… καλοκάγαθος και άγιος και… της χαλάει την πιάτσα – εξ ου

και ο τίτλος της ταινίας, που παραπέμπει στον Ναζωραίο!


Νεαρός ιερέας – Φρανσίσκο Ραμπάλ – άξιος να αγαπηθεί και να σταυρωθεί στον

«Ναζαρέν» του «ασεβούς» Λουί Μπουνιουέλ

«Δόξα τω Θεώ, είμαι πάντα άθεος», είχε πει ο ίδιος ο Μπουνιουέλ και η ηθική

που ευαγγελίζεται στον «Ναζαρέν» είναι νιτσεϊκή, δηλαδή αυτάρκης και αυτοφυής,

στηρίζεται στο ένστικτο και στην απεριόριστη πίστη του στις δημιουργικές

ικανότητες του ανθρώπου, την ίδια στιγμή που γνωρίζει τις εξίσου καταστροφικές

ικανότητές του. Μια «ενότητα των αντιθέτων» που καλείται να κουμαντάρει ο

ίδιος ο άνθρωπος κι αποτελεί, ίσως, τη μεγαλύτερη πρόκληση σε τούτη τη ζωή…

«Γι’ αυτό ακριβώς και τα έργα του Μπουνιουέλ δεν «χωράνε» στον σουρεαλισμό που

γεννήθηκε στα πρώτα νεανικά του χρόνια, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο

Μπουνιουέλ ήταν ο Λοτρεαμόν του σινεμά», όπως είχε πει ο Ζορζ Σαντούλ. Και,

όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, δεν χωράει σε απλοποιητικές φόρμουλες. Μόνο,

ίσως, στον Μπουνιουέλ συνυπάρχουν με τέτοιο ύφος ο ρεαλισμός με το παράλογο, η

ποίηση με το «βέβηλο», το χαοτικό και το ασυνάρτητο με το παραληρηματικό, η

δύναμη του έρωτα και η υποκρισία της αστικής ιδεολογίας και ορισμένων

θεωρητικών της Εκκλησίας. Μιλάμε, δηλαδή, για την έκφραση του «πλήρους

ρεαλισμού» στην τέχνη που υπερίπταται, φυσικά, της καθημερινότητας»,

επεμβαίνει στην κουβέντα μας ο φίλος μου ο Δημήτρης, που νιώθουμε ως «χαράς

ευαγγέλια» την τύχη που αξιώνει εμάς τους μικρούς να μιλάμε για τόσο μεγάλους

δημιουργούς…



Με την αίσθηση του ρυθμού στο αίμα

Οι Κουβανοί δεν παίζουν μουσική, είναι οι ίδιοι μουσική! Και το φιλμ του

Αργεντινού Τζέρμαν Κραλ (μαθητής του Βιμ Βέντερς) μας παρουσιάζει τη νέα γενιά

των μουσικών της. Με τον Γερμανό σκηνοθέτη της «Κατάστασης πραγμάτων» και

τόσων άλλων αγαπημένων μας ταινιών, να είναι εδώ παραγωγός μιας ταινίας –

συνέχεια του φημισμένου «Buena Vista Social Club» που δεν έχει, όμως, καμιά

σχέση με ανάλογα «σίκουελ» τα οποία στερούνται ενέργειας.

«Στη ζωή όλα αλλάζουν, μόνο ο εαυτός σου δεν αλλάζει, γι’ αυτό κοίτα να είσαι

με καθαρή συνείδηση μέχρι να πεθάνεις», μονολογεί στο τέλος της ταινίας ο

87χρονος θρύλος της κουβανέζικης μουσικής, Πίο Λέιβα. Κι εσύ επί δύο ώρες

έχεις ευχαριστηθεί να ακούς τη θεσπέσια μουσική δεκάδων κουβανέζικων

συγκροτημάτων, να αντικρύζεις την ομορφιά της απλής, φτωχικής ζωής στην Αβάνα

και το ταπεινό «ευχαριστώ Θεέ μου που με γέννησες με τη μουσική και την

αίσθηση του ρυθμού στο αίμα μου!». Κι ας είναι όλα φτωχικά και ταπεινά, «δεν

τα αλλάζω με τίποτα κι εδώ μια μέρα θέλω να πεθάνω», όπως λέει ο Μαγίτο

Ριβέρα, ένας μουσικός-φίρμα της κουβανέζικης σκηνής, που στο πέρασμά του στους

δρόμους γίνεται χαμός από τους φαν…


Ο Πίο Λέιβα των Buena Vista Social Club ψάχνει την επόμενη γενιά μουσικών στο

«Musica Cubana»

Και, σύμφωνα με το έξυπνο στόρι της ταινίας, ο θρυλικός Πίο Λέιβα του

ξακουστού Buena Vista Social Club κι ένας ταξιτζής γυρίζουν τους δρόμους της

Αβάνας, μαζεύουν νέους μουσικούς και τραγουδιστές, συζητούν για τη μουσική,

τον έρωτα, τη ζωή, το πάθος χωρίς να θεωρητικολογούν. Με τη μουσική και τον

χορό να γίνονται ένα με την ανάσα και τα ιδρωμένα σώματα… Και στο φινάλε

πετάνε για το Τόκιο, όπου η κουβανέζικη μουσική διαλύει την εικόνα των

«προγραμματισμένων Γιαπωνέζων». Μια ταινία «ό,τι πρέπει» για το καλοκαίρι,

καθώς την ώρα της προβολής θέλεις να σηκωθείς και να χορεύεις βλέποντάς την!



Υγιεινή αλλά άγευστη

Γλυκόπικρη κομεντί με χιούμορ θέλει να είναι «H άλλη όψη του θυμού» («The

upside of anger»), αλλά… H Τζόαν Άλεν – υποψήφια για Όσκαρ, που εδώ η κάμερα

είναι συνέχεια πάνω της – θυμίζει τη Λορίν Μπακόλ και υποδύεται τη μεγαλοαστή

σύζυγο, που παλεύει να συμβιβαστεί με την ιδέα της ανέλπιστης εξαφάνισης του

συζύγου της, τον οποίο έπειτα από 20 χρόνια γάμου λες κι άνοιξε η Γη και τον

κατάπιε, καθώς έφυγε για ταξίδι και δεν έδωσε από τότε σημεία ζωής… Και

παράλληλα, χειροτερεύουν συνέχεια οι σχέσεις της με τις τέσσερις κόρες της…

Μόνη διέξοδος ο οικογενειακός τους φίλος, Κέβιν Κόστνερ, που επιχειρεί να την

«παρηγορήσει» κι αυτή δεν ξέρει πώς να αντιδράσει…

Το σενάριο, οι διάλογοι, οι ερμηνείες – όλα – είναι σαν να έχεις μεγαλώσει

κάνοντας υγιεινή – και άγευστη – διατροφή σε όλη τη ζωή σου. Και ο Κέβιν

Κόστνερ; Τι να σου κάνει κι αυτός; Προσπαθεί από κάπου να πιαστεί, καθώς δεν

τον «παίζουν» στα μεγάλα στούντιο και αναγκάζεται να εμφανίζεται όπου τον

φωνάζουν…



Εγκλωβισμένοι εραστές

Το «Ασανσέρ για δολοφόνους» ήταν η πρώτη φιξιόν ταινία του Λουί Μαλ(1932-1995)

και παρά τα 50 χρόνια που κοντεύουν να κλείσουν από τότε – ’57 – ελάχιστες

είναι οι ρυτίδες πάνω της. Και, φυσικά, το στόρι της ταινίας ξεκινά με

γκρο-πλαν στο πρόσωπο της «πιτσιρίκας» Ζαν Μορό, που λάμπει στην οθόνη και

σχεδιάζει με τον εραστή της Μορίς Ρονέ – άλλον θρύλο του γαλλικού σινεμά! – τη

δολοφονία του συζύγου της και αφεντικού του… Έλα, όμως, που αυτός μετά τον

φόνο θα εγκλωβιστεί στο ασανσέρ – οι ωραιότερες σκηνές της ταινίας – ένα νεαρό

ζευγάρι θα κλέψει το αυτοκίνητό του, θα δολοφονήσουν δύο Γερμανούς και η

Αστυνομία θα κυνηγάει αυτόν για… λάθος φόνο!


Αγγελικό πρόσωπο ικανό για τα πάντα η Ζαν Μορό στο «Ασανσέρ για δολοφόνους»

του Λουί Μαλ

«Ποιος είναι ο «κόσμος» του Λουί Μαλ; Οι λαθεμένες επιλογές των αστών ηρώων

του που, σχεδόν πάντα, «πληρώνονται», έχουν αντίτιμο το οποίο όμως λειτουργεί

σαν εξαγνισμός κι όχι ως εκδίκηση και στείρα εφαρμογή τού «όλα εδώ

πληρώνονται»», σημειώνει η Αντιγόνη, η φίλη που μαζί βλέπουμε ορισμένες

ταινίες και στη συνέχεια τις κουβεντιάζουμε… Στην εποχή της η ταινία γνώρισε

επιτυχία κι είναι ένα φιλμ νουάρ το οποίο στάθηκε «πρόδρομος» του είδους στο

γαλλικό σινεμά που στη συνέχεια θριάμβευσε. Όσο για τη μεθυστική τζαζ μουσική

του Μάιλς Ντέιβις, ε, τι να πεις, έχει αφήσει εποχή…



Απελπισμένη εκδίκηση

«Όλα εδώ πληρώνονται» για τον μετανοημένο ήρωα γκάνγκστερ του φιλμ νουάρ «Θα

κοιμηθώ όταν θα πεθάνω» («I’ll sleep when I’m dead»), που είναι ζήτημα

αξιοπρέπειας και καθαρής συνείδησης να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του

μικρότερου αδελφού του, αλλά… Το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο

Άγγλος Μάικ Χότζες – γεννημένος το ’32 – που εδώ και 35 χρόνια κάνει την…

ίδια ταινία – από την πρώτη και καλύτερή του, το «Συλλάβατε τον Κάρτερ», μέχρι

τον «Κρουπιέρη» πριν από επτά χρόνια, αλλά και τη σημερινή! Και στις 15

ταινίες του θαρρείς και το σενάριο είναι το ίδιο, καθώς σε όλες υπάρχουν:

υπόκοσμος, παρανομία, παρατημένοι ή μετανοημένοι γκάνγκστερ ήρωες που έρχονται

σε ρήξη με το σινάφι, είτε γιατί θέλουν να κρατήσουν «ιερή» τη φιλία και τον

«λόγο» τους είτε θέλουν να αποσυρθούν μπας και καταφέρουν να σώσουν την ψυχή

τους, αλλά οι «κακοί» δεν τους αφήνουν να αγιάσουν…


«Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω» λέει η Σαρλότ Ράμπλινγκ στο γκανγκστερικό φιλμ του

Μάικ Χότζες

Έτσι κι εδώ: όλα είναι ατμοσφαιρικά και καλοκουρδισμένα, ώστε να

παρακολουθήσεις ένα υποβλητικό γκανγκστερικό φιλμ, το οποίο, όμως, ύστερα από

5 λεπτά αρχίζεις να νιώθεις ότι το έχεις… ξαναδεί, για να καταλάβεις στη

συνέχεια πως είναι «μία από τα ίδια» φιλμ που γυρίζει ο Μάικ Χότζες. Και σε

θλίβει το γεγονός να βλέπεις την «παρακμή» της ταινίας να σκιαγραφείται στα

πρόσωπα καλών ηθοποιών σαν τους Σαρλότ Ράμπλινγκ, Κλάιβ Όουεν, Μάλκολμ

ΜακΝτάουελ…



Ψηφιακή σαπουνόπερα

Είναι μεταλλαγμένο και το… χαίρεται! Και το «Fantastic four» είναι ό,τι πιο

«φυσιολογικό» έχουμε δει σε ψηφιακή επεξεργασία. Αποτελεί μεταφορά στην οθόνη

ενός κόμικς που κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των φίλων του είδους στην

Αμερική για τέσσερις δεκαετίες. Ήρωες της ταινίας τέσσερις επιστήμονες, που σε

μια αποστολή τους στο διάστημα το DNA τους μεταλλάχθηκε κι επιστρέφοντας στη

Γη εμφανίζουν διαφορετικές ο καθένας υπερδυνάμεις.


Μεταλλαγμένο DNA και σόου από τους «Fantastic four»

Λες κι αποτελείται από μια επιστημονική αποστολή υπερηρώων που μόλις έφτασε

στην απλή και… ταπεινή Γη, αρχίζει να κάνει σόου με τις απίθανες

υπεράνθρωπες ικανότητες που έχει αποκτήσει «εκεί έξω»… Κι όλα αυτά τα

κατορθώματα με χιουμοριστική διάθεση, σ’ ένα α λα λούνα παρκ κλίμα…