Μπορεί σήμερα ο Ρόμαν Πολάνσκι να έχει «ησυχάσει» σκηνοθετικά, αλλά επί τρεις

δεκαετίες προκαλούσε τα βολικά αισθήματα των εφησυχασμένων σε όλες τις εποχές

και όλα τα κοινωνικά συστήματα. Και στη «Νύχτα των δολοφόνων», την τρίτη στην

καριέρα του ταινία ­ ’66 ­ που στα γαλλικά ο τίτλος της είναι «Cul-de-sac»

(σημαίνει «αδιέξοδο» και αποτελεί την ουσία της σεναριακής δραματουργικής

σκέψης της) δεν αστειεύεται καθόλου… Γελοιοποιεί τους πάντες ­ αστούς,

λούμπεν προλεταριάτο, υπόκοσμο. Αλλά ας δούμε το «πώς».

Δύο εγκληματίες βρίσκουν καταφύγιο σ’ ένα παραλιακό κάστρο, όπου ζει ένας

φιλήσυχος Βρετανός και η Γαλλίδα γυναίκα του και πολύ σύντομα οι σχέσεις των

τεσσάρων αυτών ανόμοιων προσώπων και χαρακτήρων θα πάρουν άλλες διαστάσεις και

θα οδηγηθούν σε αστείες, παράξενες και φοβιστικές καταστάσεις, αναγκάζοντας

τους «έχοντες και κατέχοντες» αστούς να βγάλουν όλα τα απωθημένα τους…

«Αν στην «Αποστροφή» ο Πολάνσκι οδηγούσε στη σχιζοφρένεια την αστή ηρωίδα του,

εδώ βάζει τους μεγαλοαστούς ήρωές του ­ το ζευγάρι ­ να τρώνε τα σωθικά τους

και να είναι ικανοί να κάνουν πολύ χειρότερα από τους λούμπεν τύπους, τα

τελευταία αποβράσματα της κοινωνίας που κάνουν κατάληψη του σπιτιού τους»,

λέει μετά την προβολή ο Δημήτρης, που μαζί με την Αντιγόνη είναι οι φίλοι με

τους οποίους βλέπουμε μαζί πολλές ταινίες και στη συνέχεια τις

κουβεντιάζουμε…


«Νύχτα δολοφόνων» και ο Ρόμαν Πολάνσκι ειρωνεύεται το «ερωτικό θρίλερ» και

τους μεγαλοαστούς Ντόναλντ Πλέζανς, Φρανσουάζ Ντορλεάκ

Και όπως έγραφε ο δάσκαλος Βασίλης Ραφαηλίδης στη «Δημοκρατική αλλαγή» του

1966: «Ο Πολάνσκι κάνει μια σαρκαστική κριτική της ηλιθιότητας των

μεγαλοαστών, οι οποίοι ακόμα κι όταν ζουν μακριά από την υποθετική αιτία του

ψυχολογικού τους λαβυρίνθου (τα αστικά κέντρα), βρίσκουν πάντα έναν τρόπο να

«αυτοκαταναλίσκονται» τρώγοντας τις σάρκες τους, μια και η απομόνωση σε

μεσαιωνικούς πύργους δεν δίνει και πολλές ευκαιρίες για το «μάσημα» των

άλλων».

Ο Ντόναλντ Πλέζανς κάνει εδώ την καλύτερη ερμηνεία του, μ’ έναν ρόλο, μάλιστα,

που στη συνέχεια της καριέρας του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να τον

επαναλαμβάνει. Δίπλα του η Φρανσουάζ Ντορλεάκ, η αδελφή της Κατρίν Ντενέβ, που

έφυγε γρήγορα από τη ζωή. Όσο για τα βραβεία, το φιλμ απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο

στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1966 και παρά τα 39 χρόνια του δεν έχει ούτε μία

ρυτίδα.




Πες μου τους φίλους σου…

«Πες μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι» λέει ο λαός και η αντροπαρέα

των «Εντιμότατων φίλων μου» («Amici miei») έχει γράψει ιστορία… Και η χαρά

είναι μεγάλη, μια και ξαναβλέπω την ταινία με τον Ευτύχη και τη Λίτσα, τους

καλύτερους φίλους της πρώτης νιότης μου, καθώς πρόκειται για μια κωμωδία που

μεγαλώσαμε μαζί της και θυμίζει (σε όσους την είχαν δει τότε) μερικά από τα

«καλύτερα χρόνια της ζωής μας». Δίχως να έχει σημασία το ότι δείχνει σήμερα τα

χρόνια της, αφού οι ωραίες αναμνήσεις δεν γερνούν ποτέ… Μιλάμε για την εποχή

που η ιταλική κωμωδία και ολόκληρο το ιταλικό σινεμά ζούσαν και βασίλευαν σε

όλο τον κόσμο και ήταν «μόδα» για να γίνουν αόρατα – αμφότερα – στις ημέρες

μας. Ένας από τους μετρ της ιταλικής κωμωδίας, ο Μάριο Μονιτσέλι, γύρισε (’75)

αυτό το φιλμ το οποίο έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς των σινεφίλ, που στο

πέρασμα των χρόνων την είδαν δύο και τρεις φορές.


Τι κι αν μεγάλωσαν «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» του Μάριο Μονιτσέλι; Μαζί τους

μεγαλώσαμε κι εμείς και είμαστε ευχαριστημένοι που είχαμε τέτοιους μέντορες…

Οι τέσσερις φίλοι της ταινίας – που γίνονται στη συνέχεια πέντε – με το

σαρδόνιο χιούμορ τους έχουν ως χόμπι να διοργανώνουν τρομερές φάρσες, σε

σημείο που να γίνονται «αφόρητοι»… Αλλά, πίσω από αυτό, δεν κάνουν τίποτα

άλλο παρά να χλευάζουν τη σοβαροφάνεια και τη δήθεν ευπρεπή και «πολιτισμένη»

συμπεριφορά όλων γύρω τους, που ξεχνούν την απλότητα και γίνονται αστοί και

«καθωσπρέπει» Ευρωπαίοι. Γι’ αυτό και το «ψαχνό» της ταινίας βγαίνει από την

ατάκα του Φιλίπ Νουαρέ που μονολογεί και λέει: «Εγώ φταίω που παίρνω τη ζωή ως

παιχνίδι ή ο γιος μου που την παίρνει ως κάτεργο; Ή μήπως και οι δύο μας;»…

Και, φυσικά, κανείς σινεφίλ δεν ξεχνάει τις μοναδικές εμφανίσεις των Ούγκο

Τονιάτσι, Φιλίπ Νουαρέ, Αντόλφο Τσέλι, Γκαστόν Μόσκιν, μια και τότε «μετρούσε»

και η ερμηνεία του ηθοποιού στο συνολικό αποτέλεσμα της ταινίας, ενώ σήμερα

έχει μπει στη «σκιά» – είτε της σκηνοθετικής, σεναριακής άποψης είτε των

ψηφιακών εφέ. Εδώ, ακόμα και η «δική» μας Όλγα Καρλάτου, ως πέτρα του

σκανδάλου στο φιλμ, έχει μια γλύκα.




Λάθος εποχή για «ξωτικά»

Το φιλμ «Το απίθανο ξωτικό και η μικρή συμμορία» («Five children and It»),

έχει κύριους αποδέκτες τα παιδιά, αλλά τέτοια εποχή πολλά από αυτά είναι στις

παραλίες – εκτός κι αν συναντηθούν μαζί του στα παραλιακά θερινά σινεμά… H

ταινία, πάντως, που σκηνοθέτησε ατμοσφαιρικά ο Τζον Στίβενσον, είναι μια

καλοστημένη αγγλική παραγωγή με φλεγματικό χιούμορ πάνω στο ομότιτλο και

δημοφιλές παιδικό μυθιστόρημα της Ίντιθ Νέσμπιτ, γραμμένο στις αρχές του 20ού

αιώνα, με ήρωες πέντε παιδιά και τις ευχές τους… Με πολλά από τα βιβλία της

(44 συνολικά!) να έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ

η Τζ. K. Ρόουλινγκ, η συγγραφέας του «Χάρι Πότερ», έχει παραδεχθεί ότι «η

συγγραφέας με την οποία ταυτίζομαι περισσότερο είναι η Ίντιθ Νέσμπιτ, έγραψε

αρκετά υπέροχα και διασκεδαστικά παραμύθια».


Παραμυθένια ατμόσφαιρα και φλεγματικό χιούμορ στο φιλμ «Το απίθανο ξωτικό και

η μικρή συμμορία»

H ταινία διαθέτει επίσης και το «πρέπον» καστ, καθώς ο Κένεθ Μπράνα, η Τάρα

Φιτζέραλντ και τα πέντε παιδιά που παίζουν τους αντίστοιχους ρόλους είναι

«παραμυθόφατσες» και δεν υποδύονται κάτι τέτοιο.




Μπερδεμένοι ρόλοι και φύλα

Στη μεταλλαγμένη εποχή μας, τα αισθήματα, οι διαθέσεις, οι υποσχέσεις, όλα όσα

έχουν να κάνουν με εκδηλώσεις καρδιάς και ψυχικά συναισθήματα είναι

αξεδιάλυτα, ασαφή, μπερδεμένα… Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα, που ούτε για το

φύλο του άλλου απέναντί σου ή και το… δικό σου δεν μπορείς να είσαι σίγουρος

και για κανένα από αυτά δεν βάζεις το χέρι σου στη φωτιά! Ακριβώς αυτή η

κατάσταση πραγμάτων στην «πολιτισμένη» Δύση αποτελεί τον πυρήνα και όλη τη

«φιλοσοφία» των έργων τής Ζοσιάν Μπαλασκό – θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτις

θεάτρου και κινηματογράφου που έχει γυρίσει έξι ταινίες και ηθοποιός.

Στα παραπάνω ακουμπάει και η καρδιά της κωμωδίας της «H πρώην γυναίκα της ζωής

μου» («La femme de ma vie»). Μια κωμωδία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν

ένα είδος σίκουελ τού «Για όλα φταίει το γκαζόν», της σούπερ πετυχημένης

κινηματογραφικής σάτιράς της. Και, φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο

προέρχονται από δικά της θεατρικά έργα.


H Ζοσιάν Μπαλασκό με την κωμωδία της «H πρώην γυναίκα της ζωής μου» κάνει ένα

είδος σίκουελ της επιτυχίας της «Για όλα φταίει το γκαζόν»

Εδώ, με δύο λόγια – αν είναι δυνατόν, αυτό αφού όλοι οι ήρωες είναι ταραγμένοι

έως σαλεμένοι, σαν πολλούς Ευρωπαίους που… σέβονται τον πολιτισμό της

Γηραιάς Ηπείρου – παρακολουθούμε τα παρακάτω: χωρισμένο παντρεμένο ζευγάρι που

έχει να ιδωθεί 7 χρόνια, ξανασυναντιέται. Ο πρώην ετοιμάζεται να

ξαναπαντρευτεί, η πρώην είναι έγκυος από έναν παντρεμένο που «αγνοείται»,

κάνει ψυχανάλυση σε μια ψυχοθεραπεύτρια – τον ρόλο υποδύεται χάρμα η ίδια η

Ζοσιάν Μπαλασκό – που στο παρελθόν ήταν άντρας και τον μισούσε ο πρώην, αλλά

τώρα έχει κάνει αλλαγή φύλου και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να συζεί με τη…

σύζυγο του! Και σ’ έναν τέτοιο θαυμαστό κόσμο, τσα, έρχεται και το νεογέννητο

κοριτσάκι σαν φτερό στον άνεμο, έτσι που να μην ξέρει – και δεν θα το

ενδιαφέρει όταν μεγαλώσει; – από πού κρατά η σκούφια του!

«Ναι, όλα αυτά αποτελούν μια τάση «νέας οικογένειας» στη Δύση, αλλά η

προβληματική και η «ματιά» της Ζοσιάν Μπαλασκό δεν ανανεώνονται και είναι «μία

από τα ίδια» με το «Γκαζόν»…», υπογραμμίζει η Αντιγόνη και συμφωνώ μαζί της,

αν και ο Δημήτρης διαφωνεί και μας χαρακτηρίζει «υπερβολικούς»…




Φλύαροι και γενναίοι

Φευγάτο, ανατρεπτικό και σουρεαλιστικό – θέλει… – να είναι το «Καμιά

ανάπαυση για τους γενναίους» («No rest for the braves»), η πρώτη ταινία του

ανεξάρτητου και αυτοδίδακτου Αλέν Γκιροντί… Αλλά το μόνο που καταφέρνει

είναι να μοιάζει σαν ένα αντίγραφο της νουβέλ βαγκ ή των ταινιών του Ζακ

Τατί…

Με το ατέλειωτο «μπλα, μπλα, μπλα» – αγιάτρευτο ελάττωμα πολλών γαλλικών

ταινιών – να σε κουράζει και σε κάνει να βαριέσαι να ακολουθήσεις την «πλοκή»:

ένας «φευγάτος» τύπος που γυρίζει τη Νοτιοδυτική Γαλλία σαν σοφιστικέ

Ροβινσώνας Κρούσος και πιστεύει πως «άμα κοιμηθείς, κινδυνεύεις να πεθάνεις,

άρα η μόνη λύση είναι να ονειρεύεσαι ξύπνιος»… Και τι κάνει σ’ όλο αυτό το

οδοιπορικό του; Συναντιέται με δήθεν αγρότες, δήθεν αδιάφορους τεμπέληδες,

δήθεν οικογενειάρχες και συζητά «κουφά» περί νοήματος της ζωής!




Φιλία ή έρωτας;

Τον «κεραυνοβόλο έρωτα» έχουμε βαρεθεί να τον βλέπουμε σε χολιγουντιανές

κομεντί… Οπότε, σου λένε, την «τυχαία γνωριμία» που εξελίσσεται σε «φιλία»

χρόνων και στο φινάλε γίνεται έρωτας, σπάνια την έχουμε δείξει και γι’ αυτό

βουρ απάνω της, μπορεί να έχει ψωμί… Αυτή είναι και η βασική αρετή της

ρομαντικής κομεντί «Σχεδόν έρωτας» («Α lot like love»). Ένα σοφτ κι «ό,τι

πρέπει» ρομάντζο για θερινό σινεμά, που αν είχε και πιο νευρική σκηνοθεσία από

τον Νάιτζελ Κόουλ («Το χόρτο του Θεού», «Τα κορίτσια του ημερολογίου»), θα

στεκόταν μια χαρά.

Γιατί δεν μπορείς να αναφέρεσαι στο χάος που επικρατεί σήμερα στις ερωτικές

σχέσεις των ανθρώπων, όπου σπάνια ξέρουμε τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε, και

να την σκηνοθετείς με κανόνες γλυκερής κομεντί.

Και στην ταινία του Κόουλ λείπουν οι ακραίες – έστω έξυπνες… – καταστάσεις.

Κι ας είναι το πρωταγωνιστικό ζευγάρι (Άστον Κούτσερ – Αμάντα Πιτ)

συμπαθητικό. Μόνο αυτό, όμως, αρκεί;