Τι να κουβεντιάζουμε τώρα; Τα αυτονόητα; Οι θεούσες παραθρησκευτικών

οργανώσεων, το νέο χρήμα των βορείων προαστίων και οι ισόβιοι θαμώνες των

απανταχού της νεοελληνικής επικράτειας καφενείων ας κοπιάσουν να σκαλίσουν

τους φακέλους των εκατομμυρίων προγόνων τους. Αυτούς ντε, που στοίχειωσαν στα

ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στις φάμπρικες της Γερμανίας και στα χιονισμένα

πεζοδρόμια της νεοϋορκέζικης Αστόριας. Όποιος διανοηθεί να αναθεματίσει τον

Αλβανό στον «Όμηρο» του Γιάνναρη είναι άξιος κλητήρας του σατανόδουλου νονού

της εκκλησιαστικής μαφίας. Μπροστά στις επιδόσεις του Γιοσάκη, του Βαβύλη και

του Παπαδήμα, η εγκληματικότητα του πειρατή φαντάζει σαν χριστιανική τιμωρία.

Άντε τώρα, αρκετά με την υποκρισία.

Αυτό που με τα δεδομένα των αυτοχθόνων ανεγκέφαλων μπορεί να θεωρηθεί

προκλητικό και αντεθνικό σε όλες τις χώρες με κάποια στοιχειώδη

κινηματογραφία, από την Τουρκία μέχρι τις ΗΠΑ, είναι συνηθισμένο και απλό.

Σκεφτείτε και μόνο ότι μία νεαρή Τουρκάλα πριν από χρόνια στην ταινία της

«Ταξίδι στον ήλιο» είχε διαπράξει χειρότερη… αντεθνική πράξη, περιγράφοντας

την παρανομία και τον Γολγοθά κυνηγημένου Κούρδου κομμουνιστή σε μια

δικτατορική Κωνσταντινούπολη. Αυτά προς το παρόν, με την υπογράμμιση πως

κανείς και καμιά κραυγή δεν πρόκειται να λυγίσει, έστω στο απειροελάχιστο, την

πεποίθησή μου για ένα πράγμα: H λεωφορειοπειρατεία οποιουδήποτε μετανάστη

είναι ο κρίκος μιας διαλεκτικής, αλυσιδωτής αντίδρασης. H επίγεια κόλαση κάνει

τους αγγέλους διαβόλους!

H ιστορία πολύ γνωστή. Αλβανός με χειροβομβίδα χωρίς περόνη και με Καλάσνικοφ

στο άλλο χέρι αρπάζει λεωφορείο και επιβάτες και με την απειλή να τινάξει και

να τιναχτεί, ζητάει λύτρα με προορισμό την… ελεύθερη Αλβανία. Μόνος,

ανοργάνωτος και απελπισμένος μέχρι μυελού οστών, μοιάζει να είναι ο ίδιος

όμηρος της πειρατείας του. H κατάληξη αυτονόητη και… αυτοκτονική. Το χρονικό

μιας προαναγγελθείσας απελπισίας. Πάμε τώρα στο… ψητό.

Το «ψητό» είναι το σινεμά καθαυτό. Σπουδαία, ανατριχιαστικά «θέματα»

βυθίστηκαν στην αφάνεια λόγω κακών χειρισμών και άλλα, ασήμαντα, «αόρατα»,

εύθραυστα απογειώθηκαν στον ουρανό. Συγκεκριμένα, απ’ όσο με την εμπειρία μου

καταλαβαίνω, ο Γιάνναρης δύο δρόμους είχε να επιλέξει. Ο πρώτος είναι αυτός

της αναπαράστασης, της ακρίβειας ενός χρονικού, του «κατασκευασμένου»

ντοκουμέντου. Λεπτό προς λεπτό κάθε σημείο, κάθε περιστατικό. Αυτό προϋποθέτει

«ξεσκόνισμα» του φακέλου και σκηνοθετική ειδικότητα μικροχειρουργικής. Ο φακός

σε απόσταση ψυχρού παρατηρητή, αποφεύγοντας έτσι δραματικές εξάρσεις και

κορυφώσεις. Τα γεγονότα «μιλάνε» από μόνα τους. Για να μην αερολογώ, ανασύρω

από το πρόσφατο παρελθόν το χρονικό της σφαγής στη B. Ιρλανδία από το «Bloody

Sunday» του Βρετανού Πολ Γκρίνγκρας. Κατά τη γνώμη μου, σημείο αναφοράς.

«Όμηρος». H έντρομη απορία του Στάθη Παπαδόπουλου αντανακλά την αμηχανία του

K. Γιάνναρη

Ο δεύτερος δρόμος είναι ο συνηθισμένος, δραματικός. Ο φακός ακολουθεί

τον ήρωα και πλαγίως ταυτίζεται μαζί του. Σε αυτήν την περίπτωση, η πειρατεία

είναι συνέπεια, κατάληξη μιας τραγικής πορείας. Δηλαδή, κέντρο βάρους είναι το

«πρόσωπο» όχι το γεγονός. Πώς ο συγκεκριμένος Αλβανός κατέληξε σε αυτήν την

απέλπιδα «μονομαχία» με όλη την κοινωνία; Άλλο δρόμο εγώ δεν βλέπω. Ο

Γιάνναρης είδε. Και είδε κάτι ανάμεσα στα δύο. Και έτσι, με το πήγαινε-έλα ο

χαρακτήρας της ταινίας κατέληξε να κοπανιέται στα καναβάτσα σαν τυφλός

πρωταθλητής της πυγμαχίας. Κάπως έτσι, μια ταινία με θέμα ενός γίγαντα Κάσιους

Κλέι συρρικνώθηκε στο μπόι ενός νάνου!

Να τα πάρω φέτα-φέτα σαν κομμάτια αξονικής τομογραφίας. Αρχίζει δραματικά

με… υπέρβαρο μουσικό μοτίβο για να μοιάζει – και όχι να είναι – ωρολογιακή

βόμβα. Στη συνέχεια, όταν πιάνει έναν-έναν τους επιβάτες, καταφεύγει στη

γραφικότητα και την ηθογραφία. Όταν προσπαθεί να εξηγήσει τις πράξεις του

«ήρωά» του – ξένο σώμα σε μια ντοκουμενταρισμένη αφηγηματική πορεία –

καταφεύγει στα φλας μπακ και το αυτονόητο, μελοδραματικό, δημοσιογραφικό

ρεπορτάζ. Παγιδεύτηκε το παιδί από τη μαφία και την Αστυνομία, που φυσικά τον

ανέκριναν βασανιστικά και στο τέλος, έτσι για την πλάκα τους τον βίασαν με μια

μπουκάλα. Έπειτα, πετάγεται έξω από το λεωφορείο, προκειμένου να περιγράψει

τον αρχηγό της Αστυνομίας με μπόλικη και εύκολη ειρωνεία. Στη συνέχεια

ξαναγυρίζει μέσα, επαναλαμβάνοντας το ίδιο σχήμα: «απελπισμένος Αλβανός –

γραφικοί, τρομαγμένοι επιβάτες». Κάπου ενδιαμέσως ανασύρει και τη χαροκαμένη

μάνα από την Αλβανία, μαυροντυμένη Τρωαδίτισσα αρχαίας τραγωδίας. Τι άλλο;

Ένα βήμα εμπρός, δύο πίσω

Όλα μέσα. Και ντοκουμέντο και ηθογραφία και κωμωδία και μελόδραμα. Και δεν

είναι μόνο αυτό. Εκεί που τον βολεύει, η μηχανή στο χέρι να κουνιέται για να

δείξει «υποκειμενικό» πυρετό. Στην επόμενο πλάνο, στην ίδια χρονική εξέλιξη

της ιστορίας, η μηχανή ακίνητη και σταθερή, δηλαδή «αντικειμενική». Ετσι χωρίς

πυξίδα, προσανατολισμό και συγκεκριμένο χαρακτήρα, εγκαταλείπει τον

πρωταγωνιστή του στο έλεος μιας ομηρείας. Τι παίζει ο Στάθης Παπαδόπουλος; Τον

απελπισμένο Αλβανό; Ωραία, τότε δεν είναι «ζωντανός» με σάρκα και οστά, αλλά

επικεφαλίδα δημοσιογραφικής ιστορίας. Αποτέλεσμα; Εκβιασμός! Με σώμα και

ιδρώτα να αποσπάσει ρεαλισμό ώστε να καθηλώσει το κοινό. Μα αυτό δεν είναι

κινηματογραφική δραματουργία, αλλά πλάνα από εκπομπή του Σόμπολου με

αστυνομικό περιεχόμενο. Περίπου το ίδιο συμβαίνει και με τον Μηνά Χατζησάββα,

μόνο που ως έμπειρος και καλός ηθοποιός προσπαθεί με τον δικό του κώδικα να

αυτοσχεδιάσει φτιάχνοντας έναν – κάπως αλλιώτικο – αξιωματικό της Αστυνομίας.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική επένδυση. Δυνάμωσέ το και ξεσήκωσέ τους.

Έτσι, και ενώ από παντού η ταινία «φωνάζει» δυνατά «είμαι έξυπνη και

διαφορετική» από την άλλη, στην πράξη, καταφεύγει στα ίδια στερεότυπα, στις

συνηθισμένες λύσεις, στα ίδια τετριμμένα, τηλεοπτικά «χαρτιά»! Όμηρος δεν

είναι μόνο ο Αλβανός, αλλά και ο Γιάνναρης. Όμηρος της μανιέρας και της

εύκολης επιδειξιμανίας. Όμηρος μιας σύγχυσης ανάμεσα στον καλό

κινηματογραφιστή – που είναι – και στον δημιουργό – που δεν είναι είναι –

Όμηρος με τίτλο πολύ γνωστό: Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω!


Άλλα τα μάτια του λαγού…

H περίπτωση του Πολ Γουάιτζ της κομεντί «In good company», που ελευθέρως

και… ελληνικώς παραφράστηκε «Ποιος είναι το αφεντικό», μοιάζει σαν το

κρεβάτι του Προκρούστη. Αρπάζουμε τα μεγάλα και τα κάνουμε αλιάδα. Το εξηγώ:

Νεαρός και αρπακτικός, μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής (Τόφερ Γκρέις) ενθρονίζεται

σε παράρτημα της εταιρείας, εκτοπίζοντας από τη θέση του διευθυντή τον…

διευθυντή (Ντένις Κουέιντ) που έχει τα διπλά χρόνια από εκείνον. Έλα παππού να

σου δείξω τ’ αμπέλια σου. H διαφορά ανάμεσά τους δεν είναι μόνο ηλικιακή. Ο

νέος, επιτυχημένος επαγγελματικώς, αλλά οικογενειακώς και ερωτικώς πλήρως

χρεοκοπημένος. Αντιθέτως, ο «γέρος» και παλιός είναι επαγγελματικά

παραμερισμένος, αλλά οικιακώς διάγει εξαιρετική ζωή. Ετσι τα ετερόκλιτα

αρχίζουν να διαπλέκονται. Ο νέος ψάχνει στο πρόσωπο της κόρης του παλιού

(Σκάρλετ Γιόχανσον) και βρίσκει τη γυναίκα που του λείπει και ο παλιός από

συμπόνια περιθάλπει το αρπακτικό και βρίσκει, ας πούμε, έναν γιο. Κάπου εδώ

εξαντλείται το χαριτωμένο του πράγματος και η συμφιλίωση των γενεών και κάπου

εδώ αρχίζουν να μπαίνουν ζητήματα τόσο καυτά όσο οι καυτές πατάτες του

νεοφιλελευθερισμού. Περικοπές, απολύσεις, αυταρχική συμπεριφορά. Ολα… σαν

ερωτικές χυλόπιτες από συνηθισμένες κομεντί. Έλα μωρέ, μια απολυσούλα είναι,

πώς κάνεις έτσι!


«Ποιος είναι το αφεντικό». Φυσικά το Χόλιγουντ το πλαστικό!

Το κόλπο πασίγνωστο και εντελώς χολιγουντιανό. Κοιτάμε τα μεγάλα και

αλληθωρίζουμε προς την πλάκα. Πλαστικά όνειρα για πλαστικούς θεατές. Με γεια

του με χαρά του. Αλλά, ρε φίλε, υπάρχουν και άλλα «θέματα» για να κάνεις

πλάκα. Όχι, εκεί αυτός. Να παίξει με τον πόνο και την ανεργία Ετσι εσύ, έτσι

εγώ! Θέλετε απόδειξη;

Τελικώς και αφού προηγουμένως ο γιάπης τα κάνει όλα λίμπα, επέρχεται New Deal,

Ρούζβελτ, ισορροπία και δικαιοσύνη. Οι διαχρονικές αξίες της αμερικανικής

οικονομίας, διά μέσου της αποκατάστασης του παλιού αφεντικού, επανέρχονται στη

θέση τους και οι δύο όψεις του American dream χεράκι-χεράκι πορεύονται προς

ένα καλύτερο και φρονιμότερο μέλλον. Άντε από εδώ!



Μαθήματα ευρωπαϊκής πατριδογνωσίας

H τέχνη της φλυαρίας είναι ο προνομιακός χώρος του σοφού και κοτσονάτου

γέροντα Μάνουελ Ντε Ολιβέιρα. Στην τελευταία σκηνοθεσία του, με τον τίτλο «Un

film parle» («Λόγια μιας ταινίας»), η φλυαρία είναι αποκλειστική υπόθεση

γυναικών με περιεχόμενο την ευρωπαϊκή πατριδογνωσία.

Νεαρή μητέρα επιβιβάζεται με το αγοράκι της σε κρουαζιερόπλοιο με κατεύθυνση

τη… γεωγραφία της Μεσογείου. Κάθε στάση και από ένα μάθημα Ιστορίας. Με

προεξάρχουσα, φυσικά, την Αρχαιοελληνική. Τιμή μας. Κλιμάκωση αυτής της

λογοδιάρροιας, η τελετουργική σκηνή στην ιδιαίτερη τραπεζαρία του πλοιάρχου

(Τζον Μάλκοβιτς) όπου η Πορτογαλίδα Λεονόρ Σιλβέιρα συντρώγει με τη Γαλλίδα

Κατρίν Ντενέβ, την Ιταλίδα Στεφανία Σαντρέλι και την Ελληνίδα Ειρήνη Παπά. Εκ

της λεκτικής και εξόχως χαριτωμένης αυτής μονομαχίας, νικήτρια εξέρχεται η…

Ελλάς. Όχι διότι ο ρόλος της είναι περισσότερο απαιτητικός από αυτόν των

άλλων, αλλά επειδή οι εξομολογήσεις της για τον γυναικείο χαρακτήρα, τους

άνδρες και τον έρωτα, μοιάζει με κουβέντες επεξεργασμένες από πείρα, μυαλό και

χιούμορ. Κατά τα άλλα, το ταξίδι συνεχίζεται απροσκόπτως με κατεύθυνση τη

μετάδοση γνώσεων από τους μεγάλους στα παιδιά. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Προτιμώ

να τα διαβάζω!



Υστερόγραφο

«Ο καβγατζής» («Querelle») Σε φρέσκια κόπια από το βαθύ παρελθόν το άγριο,

σπαρακτικό, καταραμένο και ομοφυλοφιλικό υστερόγραφο του Ράινερ Βέρνερ

Φασμπίντερ. Όλα συμβαίνουν σε καταγώγια ανάμεσα σε αποβράσματα με δηλωμένη,

από την πλευρά του σκηνοθέτη, την ακόρεστη λαγνεία του και την αχόρταγη,

σεξουαλική ανησυχία του. Όλα στη διαπασών σαν επιθανάτιος ρόγχος και σαν

κατάρα. Μπραντ Ντέιβις, Φράνκο Νέρο, Ζαν Μορό!



Τσόντα χωρίς τσόντα

Αφού τις γδύνει που τις γδύνει, δεν το πήγαινε ο αθεόφοβος και λίγο παρακάτω;

Διότι τσόντα χωρίς τσόντα είναι μπανιστήρι χωρίς βαθύ λαρύγγι!

Το λένε «Τεστοστερόνη» του είδους «τολμηρή, ερωτική, κομεντί», αλλά επί της

ουσίας η σκηνοθεσία του Γιώργου Πανουσόπουλου είναι πρώτης τάξεως… Άσε,

καλύτερα να μην με εκθέσω, αλλά να τους εκθέσω. Όχι τον Πανουσόπουλο – τη

δουλειά του και μάλιστα περίφημα την έκανε – αλλά τους λεβέντες του Ελληνικού

Κέντρου Κινηματογράφου που την επιχορήγησαν και τους άλλους της Κριτικής

Επιτροπής που την βράβευσαν.


«Τεστοστερόνη». Κορίτσια, αφήστε τα μίση και πιάστε το….

Διότι η ιδέα είναι κατάλληλη και… αρμόδια για τσόντα. Σκληρή και

συνηθισμένη. Που πάει κάπως έτσι: Μισή χαψιά ναύτης με τσίμπλες στα μάτια

επιβιβάζεται σε νησί και αναγορεύεται από όλα τα θηλυκά σε ρόλο αποκλειστικού

αρσενικού. Θα μου πείτε πλάκα έχει. Αμ δεν! Διότι το ένα κρεβάτι διαδέχεται το

άλλο, το ένα σύμπλεγμα το άλλο και το ένα εξώφυλλο μηνιαίου περιοδικού με

μισόγυμνα κουνελάκια διαδέχεται επίσης το άλλο. Εν προκειμένω, η κατάσταση

συνιστά έκθεση φωτογραφιών με γυμνά τοπία. Κι όμως έγινε ταινία. Αποτέλεσμα;

Το δέκα το καλό. Και λεφτά από το Κέντρο και βραβείο καλύτερης ταινίας. Σας το

είπα. Δεν υπάρχει ελπίδα σ’ αυτή τη χώρα!

Για την ιστορία, τα ονόματα δεσποινίδων και κυριών: Ματσούκα, Δραγούμη,

Παπανίκα, Ζορμπά, Παπαμόσχου, Δεληγιάννη, Ανδρεαδάκη, Λιβανού. Με την εξής

υπογράμμιση: Και η Σάρον Στόουν το έδειξε. Όχι σε κοντοπίθαρο, αλλά στον Μάικλ

Ντάγκλας!



Το κάπνισμα των εξορκιστών

Χορός βρικολάκων με μοναδικό αντίπαλο έναν αρχάγγελο εξορκιστή και μανιώδη

καπνιστή ονόματι «Constantine». Να ξεράσω!

Το βάζω στοίχημα. Ο ορυμαγδός των τεράτων και οι ποταμοί οχετού εκτοξεύονται

κατόπιν συντονισμού και συγκεκριμένου σχεδιασμού. Να εφορμήσουμε στα

multiplex, να δηλητηριάσουμε και να μεταλλάξουμε την αφελή πιτσιρικαρία. Με

τον εξής εντυπωσιασμό:


«Constantine». Το κάπνισμα βλάπτει ακόμα και την υγεία του εξορκιστή Κιάνου Ριβς

Γοητευτικός νεανίας σε στυλ man in black (φυσικά ο Κιάνου Ριβς), εκ γενετής

ταγμένος σε ρόλο εξορκιστή. Από τη μήτρα της μανούλας του «βλέπει» αυτά που οι

κοινοί θνητοί δεν μπορούν οφθαλμοί θεϊκού αξονικού τομογράφου. Ως εκ τούτου,

εντοπίζει τους σατανάδες που περιφέρονται ανάμεσά μας και στη συνέχεια με την

κατάλληλη… πυγμαχία, τους θέτει εκτός μάχης. Σύμβουλός του ο αρχάγγελος

Γαβριήλ (Τίλντα Σουίντον), ολίγον ερωτευμένος μαζί του. Βοηθός του μια

μπατσίνα (Ρέιτσελ Βάις). Εκ γενετής κι αυτή να βλέπει σαν μέντιουμ το

υπερπέραν! H κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο για τον πλανήτη. Διότι από

τη μια ο εξορκιστής πεθαίνει από καρκίνο και τσιγάρο, από την άλλη η αυτού

εξοχότης ο έξω από εδώ πρόκειται να αναγεννηθεί και στη Γη να εγκατασταθεί.

Συμπέρασμα, το κάπνισμα βλάπτει την υγεία; Πριτς! Μια τέτοια ταινία την ημέρα

κάνει τα μυαλά σου πέρα!



Τα Oscar της εβδομάδας

Καλύτερης ταινίας: Καμιά!

Σκηνοθεσίας: Κανένας!

Θέματος: «Όμηρος»

Τραμπάλας: Κωνσταντίνος Γιάνναρης («Όμηρος)

Καλοκαιρινής κομεντί: «Ποιος είναι το αφεντικό»

Σατανισμού: «Constantine»

Μπανιστηριού: «Τεστοστερόνη» Bacardi: «Τεστοστερόνη»

Γεωγραφίας: «Λόγια μιας ταινίας»

Φασμπίντερ: «Ο καβγατζής»

Συμβουλής: «Million dollar baby», όλα τα λεφτά!