Δεν υπάρχει εμπειρία. Δεν μαθαίνουμε τίποτα. Το σώμα μας δεν ξέρει τίποτα. Σαν

τον κουφό που ζαλίζεται από ήχους ανεξήγητους και βουλώνει τ’ αυτιά του, σαν

τον τυφλό που απλώνει το χέρι του στο σκοτάδι και τα μάτια του καίνε από το

αλμυρό φως μιας αντανάκλασης που υποψιάζεται ότι υπάρχει…

– Ο καθένας μας είναι ένας τυφλός μπροστά στο παράθυρο, είπα.

– Άσε τις μαλακίες και τρώγε, είπε η Βέρα γελώντας.

Ήταν Κυριακή και είχαμε μοσχαράκι ψητό και πατάτες με δεντρολίβανο στον

φούρνο. Το φαγητό μού άρεσε πολύ αλλά ήθελα κάτι παραπάνω. Το πρόβλημά μου με

τη Βέρα ήταν πάντα ένα πρόβλημα διαφοράς χρόνων. Στη γυναίκα μου αρέσει να

ξυπνάει στη μέση της νύχτας και να μου πιάνει την κουβέντα. Εγώ προτιμώ τη

συζήτηση την ώρα του φαγητού, το φαγητό εμπνέει τη φιλοσοφική μου διάθεση ή

και αντίστροφα.

– Ξέρεις τι έλεγε ο Τζιακομέττι; την ρώτησα με το στόμα μπουκωμένο.

– Μου φαίνεται ότι το μοσχαράκι ήταν παραπάνω αλατισμένο απ’ ό,τι έπρεπε…

εσύ τι λες; μ’ έκοψε εκείνη.

Σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα και σηκώθηκα κι εγώ να την βοηθήσω. Ήθελα

οπωσδήποτε να της αναφέρω εκείνη τη σκέψη του Τζιακομέττι που είχα στο μυαλό

μου γιατί ήξερα ότι αν περίμενα μέχρι τη νύχτα θα την είχα ξεχάσει.

Καραδοκούσα την κατάλληλη στιγμή να τραβήξω την προσοχή της και ν’ ανοίξω

συζήτηση.

– Λοιπόν ο Τζιακομέττι έλεγε… άρχισα.

– Κοίτα, κοντεύει να τελειώσει το απορρυπαντικό πιάτων, είπε εκείνη. H φωνή

της ήταν άχρωμη, με μια χροιά απογοήτευσης.

Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα θύμωνε, εγώ όμως όχι. Ήξερα καλά τη γυναίκα

μου για να είμαι σίγουρος ότι η διάθεσή της δεν ήταν ειρωνική ούτε πικρόχολη.

H Βέρα ήθελε να είναι πρακτικός άνθρωπος κι έβαζε πάντα συγκεκριμένες

προτεραιότητες. Αυτό φαινόταν κι από τον τρόπο που έπλενε τα πιάτα. Σαπούνιζε

πρώτα τα ποτήρια, τα ξέπλενε με άφθονο νερό κάτω από τη βρύση τρίβοντας

επίμονα με τον δείχτη το εσωτερικό του γυαλιού μέχρι να τ’ ακούσει να τρίζει

και τα άφηνε να στεγνώσουν στον μεταλλικό στεγνωτήρα. Μετά έπλενε τα πιάτα,

ύστερα τα μαχαιροπήρουνα και στο τέλος τα υπόλοιπα κατσαρολικά. H Βέρα

πιστεύει ότι είναι συστηματικό άτομο, σκέφτηκα και χαμογέλασα μόνος μου τη

στιγμή που εκείνη μου έδινε το τηγάνι. Πήρα μια καθαρή πετσέτα, το σκούπισα

προσεχτικά και το έβαλα στη θέση του, και η Βέρα άπλωσε πάλι το χέρι της χωρίς

να με κοιτάξει και μου έδωσε το ταψί. «Πρόσεχε γιατί στάζει», μουρμούρισε.

Έριξε μια ματιά γύρω της, δεν φαινόταν ακόμα ικανοποιημένη. Πήρε το βετέξ κι

άρχισε να τρίβει τον νεροχύτη, ενώ εγώ σκούπιζα τα πλακάκια και τότε χτύπησε

το τηλέφωνο.

– Θα το σηκώσεις εσύ; είπε η Βέρα και την ίδια στιγμή τίναξε τα χέρια της κι

έτρεξε στον διάδρομο να απαντήσει.

Κοίταξα τα πιατικά που γυάλιζαν στον στεγνωτήρα. Δύο πιάτα, δύο ποτήρια, δύο

μαχαίρια, δύο πιρούνια, όλα ήταν διπλά και κανένα δεν περίσσευε. Το

απογευματινό φως γλιστρούσε από το παράθυρο σκορπίζοντας πάνω τους ρόδινες

ανταύγειες κι έτσι στα καλά καθούμενα ένιωσα ένα ρίγος τρυφερότητας. Ύστερα

πρόσεξα ότι το ντουλάπι πάνω από τον νεροχύτη είχε μείνει ανοιχτό και ότι εκεί

μέσα τα πάντα ήταν ανακατωμένα, κουτιά με ρύζι, χυμένος καφές, άδεια μπουκάλια

από λάδι, κι ένα παλιό σουρωτήρι. Θα έπρεπε να βάλω τάξη κάποια στιγμή να

πετάξω τα άχρηστα, να ταχτοποιήσω τα απαραίτητα. Αν και για μένα, σκέφτηκα, η

τάξη ήταν μια μορφή αταξίας. Ας πάρουμε το πρόσωπο, παραδείγματος χάρη. Όλοι

λένε ότι το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Υπάρχει κάτι περισσότερο

αρμονικό από ένα όμορφο πρόσωπο; Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει κάτι περισσότερο

τρομακτικό από ένα πρόσωπο; Κάτι περισσότερο τερατώδες και αφύσικο; Αυτό που

είχε πει ο Τζιακομέττι ήταν σωστό, αν και τώρα δεν θυμόμουν αν το είχε πει ή

το είχε γράψει. Τι σημασία είχε; Ας πούμε λοιπόν ότι ο Τζιακομέττι άρχιζε να

ζωγραφίζει ένα πρόσωπο. Αν ξεκινούσε από το σαγόνι φοβόταν ότι δεν θα

καταφέρει ποτέ να φτάσει στη μύτη. Όσο περισσότερη ώρα σχεδίαζε το πρόσωπο,

όσο περισσότερο προσπαθούσε να το αποδώσει πιο πιστά, τόσο πλησίαζε το κρανίο.

Το μόνο που έμενε ήταν το βλέμμα. Άρα εκείνο που ζωγράφιζε τελικά ήταν ένα

κρανίο με βλέμμα. Μου πάγωνε το αίμα μόνο που το σκεφτόμουν.

– Ποιος ήταν; ρώτησα τη Βέρα όταν γύρισε στην κουζίνα.

– Λάθος, είπε.

Εκείνο το βράδυ ξαπλώσαμε νωρίς. Τις Κυριακές έχει αστυνομικό φιλμ στην

τηλεόραση και μ’ αρέσει να το βλέπω στο κρεβάτι. «Φοβερό σασπένς» είπε η Βέρα

κάποια στιγμή και τυλίχτηκε γύρω μου. Χάρηκα ότι θα παρακολουθούσαμε την

ταινία ως το τέλος μαζί, πράγμα που συμβαίνει σπάνια, αλλά σε λίγο ένιωσα την

αναπνοή της να γίνεται βαθιά και το χέρι της να βαραίνει στο στήθος μου. Την

τράβηξα απαλά από πάνω μου κι ύστερα έκλεισα το φως του πορτατίφ και χαμήλωσα

τον ήχο. Το φιλμ είχε τελειώσει κι έτρεχαν οι τίτλοι στην οθόνη όταν άρχισε να

βρέχει. H θερμοκρασία είχε πέσει κι η γυναίκα μου έσπρωξε τα πόδια της προς το

μέρος μου κι αναζήτησε τα δικά μου. «Θες να σε ζεστάνω; » είπα. Κάτι

μουρμούρισε και γύρισε προς το μέρος μου και μ’ αγκάλιασε. Κάτω από το πάπλωμα

έψαξα τις πατούσες της και τις έβαλα ανάμεσα στις δικές μου. «Είναι καλύτερα

έτσι; » είπα.

Έξω η μπόρα είχε δυναμώσει. Χιόνι σκέπαζε την οθόνη της τηλεόρασης αλλά δεν

έβρισκα το τηλεκοντρόλ ανάμεσα στα σκεπάσματα. Για κάμποση ώρα έμεινα ακίνητος

κάτω από το πάπλωμα ακούγοντας τη βροχή να πέφτει με δύναμη στη στέγη και να

με νανουρίζει. Ύστερα ακούστηκε ένας γδούπος και κάτι να τρίζει στο βάθος του

σπιτιού και αποφάσισα να σηκωθώ. Μια παγωμένη ριπή με υποδέχτηκε ανοίγοντας

την πόρτα του δωματίου. Προχώρησα ξυπόλητος στον διάδρομο. Θυμόμουν καλά ότι

είχα κλείσει το παράθυρο το προηγούμενο βράδυ, αλλά τώρα το βρήκα ανοιχτό.

Προσπάθησα να το κλείσω αλλά κάπου μάγκωνε. Ψηλάφησα το κούφωμα κι ένιωσα το

στρογγυλό κέλυφος ενός σαλιγκαριού. Ήταν τρομαχτικά λείο κάτω από το νύχι μου.

Στην αρχή της γνωριμίας μας η Βέρα τρελαινόταν για σαλιγκάρια και τα τρώγαμε

συχνά. Ένα βράδυ έσπρωξε το πιάτο της μακριά και είπε αηδιασμένη: «Φαντάσου

εσένα να σε βγάζουν από το σπίτι σου για να σε φάνε!». Δεν το είχα σκεφτεί

ποτέ, αλλά παραδέχτηκα ότι είχε δίκιο.

Έβαλα το σαλιγκάρι στο περβάζι, έκλεισα το παράθυρο και γύρισα στην

κρεβατοκάμαρα. Γλίστρησα κάτω από το πάπλωμα κι αποκοιμήθηκα αμέσως. Δεν ξέρω

αν πρόλαβα να ονειρευτώ, αλλά κι αν ονειρεύτηκα θα ήταν πολύ σύντομο γιατί η

Βέρα άρχισε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι και να ξεροβήχει. Προσπάθησα να την

αγνοήσω και να συνεχίσω τον ύπνο μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου εκείνη ήταν

καθισμένη πάνω στα σκεπάσματα με δύο μαξιλάρια πίσω από την πλάτη της.

– Ας πούμε ότι βρίσκεσαι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, είπε και τράβηξε

το πάπλωμα προς το μέρος της. Σε ρωτούν ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία.

Έχεις τρεις επιλογές: να καπνίσεις ένα τσιγάρο, να φας ένα υπέροχο γεύμα ή να

δεις για λίγα λεπτά ένα αγαπημένο σου πρόσωπο. Τι θα διάλεγες;

– Υποθέτω το τρίτο…

– Εγώ δεν ξέρω… είπε σκεφτικά.

– Ο οποιοσδήποτε νορμάλ άνθρωπος θα διάλεγε το τρίτο, είπα εκνευρισμένος.

– Μην υψώνεις τη φωνή σου, είπε η Βέρα.

– Δεν υψώνω τη φωνή μου.

Για λίγο μείναμε σιωπηλοί. Δεν ακουγόταν τίποτα κι αναρωτήθηκα αν η βροχή είχε

σταματήσει.

– Το τρίτο είναι το πιο εγωιστικό, είπε η Βέρα αργά, σαν να μετρούσε τις

συλλαβές. Σημαίνει ότι δεν υπολογίζεις τον άλλον, ότι δεν σε νοιάζει το σοκ

που θα του προκαλέσεις να σε δει πριν πεθάνεις…

Την τράβηξα κοντά μου και την αγκάλιασα. Σε άλλη περίπτωση θα είχαμε κάνει

έρωτα, όχι όμως σήμερα. Μείναμε ακίνητοι με την πλάτη της ν’ ακουμπάει στο

στήθος μου. Νύσταζα τρομερά, τα μάτια μου έκλειναν κι ήλπιζα να μπορέσει ν’

αποκοιμηθεί γρήγορα κι εκείνη.

– Είσαι από ‘κείνους που πιστεύουν ότι μια αγελάδα υπάρχει μόνο επειδή την

κοίταξαν, είπε επιτιμητικά.

– Δεν καταλαβαίνω…, μουρμούρισα

– H αγελάδα υπάρχει από μόνη της, είτε εσύ την βλέπεις είτε όχι!

Τραβήχτηκε από κοντά μου και σηκώθηκε.

– Έλα να κοιμηθούμε, την παρακάλεσα.

Την άκουσα να πηγαίνει στο μπάνιο και ν’ ανοίγει τη βρύση. Ύστερα ησυχία.

Γύρισα μπρούμυτα και σκέπασα το κεφάλι μου με το μαξιλάρι. Μέσα στον ύπνο μου

άκουσα έναν ήχο να πλησιάζει σε ομόκεντρους κύκλους, ύστερα να σταματάει και

να ξαναρχίζει. Άκουσα τη Βέρα να περπατάει δίπλα μου ξυπόλητη και να κλείνει

πίσω της την πόρτα, να πηγαίνει στο τηλέφωνο και να μιλάει με ψιθυριστή φωνή.

Όταν ξύπνησα είχε πια ξημερώσει κι ένα αμυδρό φως έμπαινε από τις γρίλιες. H

Βέρα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και χάζευε το ταβάνι. Είμαστε μαζί πάνω από πέντε

χρόνια, αλλά ομολογώ ότι ακόμα και τώρα κάθε πρωί ξαφνιάζομαι όταν την βλέπω.

Κάθε πρωί είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Χωρίς να είναι εξαιρετικά όμορφο, το

πρόσωπό της έχει έναν παλμό, μια εσωτερική συγκίνηση. Είναι το δικό της

πρόσωπο και είναι μοναδικό. Αν ο Τζιακομέττι άρχιζε να σχεδιάζει το σαγόνι

της, σκέφτηκα, ποιος ξέρει αν θα έφτανε ως τη μύτη; Μπορεί να σταματούσε στη

γωνία του στόματος, να προσπαθούσε να σχεδιάσει αυτά τα λεπτά και κάπως

δύστροπα χείλη και ξαφνικά να αντιλαμβανόταν ότι ζωγράφιζε πάλι ένα κρανίο και

να έπαυε να ζωγραφίζει για πάντα. Ένα κρανίο με βλέμμα, τι ανατριχιαστική

σκέψη… Ευτυχώς που η γυναίκα μου δεν έμοιαζε καθόλου με κρανίο. Το δέρμα της

ήταν λείο και σφιχτό και κάλυπτε εντελώς τα οστά του. Προσπάθησα να θυμηθώ τι

είχε πει για την αγελάδα μέσα στη νύχτα και τι ήταν εκείνο που την είχε

εκνευρίσει τόσο πολύ, αλλά δεν τα κατάφερα. Προηγουμένως μού είχε θέσει το

ερώτημα για το εκτελεστικό απόσπασμα και από τότε η ατμόσφαιρα είχε χαλάσει

και η Βέρα είχε αρχίσει να γίνεται επιθετική. Τώρα όλα ήταν μπερδεμένα στο

μυαλό μου. Μια αγελάδα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα; Αυτό ήταν τελείως

παράλογο. Δεν άξιζε να τσακωνόμαστε για βλακείες.

– Έλα ‘δω, ψιθύρισα κι άπλωσα το χέρι μου ν’ αγγίξω τον ώμο της. H Βέρα

τραβήχτηκε στην άκρη του κρεβατιού και μου γύρισε την πλάτη. Ανασηκώθηκα πάνω

στο μαξιλάρι για να την βλέπω καλύτερα.

– Βρε κουτό, είπα. Ακόμα και τώρα αν βρισκόμουν μπροστά στο εκτελεστικό

απόσπασμα και με ρωτούσαν ποια είναι η τελευταία μου επιθυμία, εγώ θα ζητούσα

να δω εσένα…

Το στόμα της έγινε κόμπος και τα μάτια της γούρλωσαν σαν να πνιγόταν και

γέμισαν δάκρυα. Για λίγο φάνηκε ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει, αλλά γρήγορα η

αναπνοή της έγινε πάλι κανονική. «Φύγε από μπροστά μου», είπε ήρεμα. Σκούπισε

τα δάκρυά της και πήδηξε από το κρεβάτι. Άκουσα την πόρτα του μπάνιου να

κλείνει με κρότο κι ύστερα το νερό τού ντους να τρέχει στο δάπεδο ορμητικά και

να μαστιγώνει τα πλακάκια.

Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. H βροχή είχε ξεπλύνει το πεζοδρόμιο κι οι

σχάρες των υπονόμων λαμποκοπούσαν στο πρωινό φως. Πιο πέρα, το συγκρότημα με

τις εργατικές πολυκατοικίες κρεμόταν σαν τσαμπί από τον ουρανό και στο βάθος

οι πλαγιές του βουνού ήταν ακόμα βουτηγμένες στη νύχτα. Είχα ακούσει ότι τον

χειμώνα οι λύκοι κατεβαίνουν στην πόλη κι εκείνη τη στιγμή αυτή η εικόνα

καρφώθηκε στο μυαλό μου. Ένα λαμπερό κύμα φόβου με διαπέρασε. Από τη θέση μου

ο ορίζοντας φαινόταν χωρισμένος στα δύο, μισός στο φως μισός στο σκοτάδι.