Η πρώτη γαργαλιστική διαφήμιση εμφανίστηκε την Κυριακή 1η Αυγούστου στην πρώτη

σελίδα του Βήματος. Το μάτι έπεφτε αμέσως στη φωτογραφία μιας νέας

γυναίκας, ξαπλωμένης σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι με τα ωραία, τορνευτά πόδια

της ανοιχτά. H γυναίκα ήταν όμορφη, η έκφρασή της γλυκιά και όλη η εικόνα

παρέπεμπε σ’ έναν επερχόμενο τοκετό. Κάτω από τη φωτογραφία, με άσπρα γράμματα

σε κόκκινο φόντο, υπήρχε η φράση:

«Έρχεται η 13-A».

Αναμφίβολα, επρόκειτο για μια πολύ καλή ιδέα, για την οποία έδινα συγχαρητήρια

στον εαυτό μου.

H δεύτερη διαφήμιση εμφανίστηκε τη Δευτέρα, 2 Αυγούστου, στην πρώτη σελίδα των

ΝΕΩΝ. Αυτήν τη φορά πάνω από τη φωτογραφία της ετοιμόγεννης γυναίκας

υπήρχε – πάντα με άσπρα γράμματα σε κόκκινο φόντο -, η φράση:

«Περίμενε την 13-A».

Είναι γεγονός πως οι αναγνώστες των δύο εφημερίδων, καθώς και οι περαστικοί

από τα περίπτερα, όπου ήταν αναρτημένες, αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα.

Δημιουργήθηκε αμέσως μια οξυμμένη περιέργεια. Όλοι φαντάστηκαν πως ένα

καινούργιο προϊόν έβγαινε στην αγορά. Δεν μπορούσαν βεβαίως να ξέρουν τι ήταν

αυτό. Εσώρουχο, καλλυντικό, πάνα για μωρά, κρέμα ή κάτι άλλο; Την Τρίτη, 3

Αυγούστου, εμφανίστηκε το πρωί στην Καθημερινή και το απόγευμα στην

Ελευθεροτυπία η τρίτη διαφήμιση. Τώρα η φράση κάτω από τη φωτογραφία

έλεγε:

«Τι είναι η 13-A;».

Το ίδιο βράδυ, καθώς η αγωνία για το μυστηριώδες νέο προϊόν κορυφώθηκε,

κεντρικές πλατείες και πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης γέμισαν με φέιγ βολάν με

το ίδιο περιεχόμενο, ενώ σε κάποιους δρόμους κολλήθηκαν αφίσες και γράφτηκαν

με κόκκινο σπρέι οι τρεις φράσεις που είχαν πλέον χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη

των περαστικών. Την επόμενη μέρα οι διαφημιστικές καταχωρήσεις σταμάτησαν,

προφανώς λόγω ελλείψεως χρημάτων εκ μέρους του διαφημιζόμενου, αλλά όλοι πλέον

γνώριζαν πως όπου να ‘ναι θα εμφανιζόταν στα μαγαζιά το άγνωστο προϊόν με το

ασαφές όνομα «13-A». Στη διάρκεια της νύχτας πολλοί χρήστες του Ίντερνετ σε

όλη την ελληνική επικράτεια αναστατώθηκαν, όταν στα e-mail των υπολογιστών

τους στάλθηκε το γνωστό μήνυμα:

«Έρχεται η 13-A».

Οι εφημερίδες και τα άλλα μέσα ενημέρωσης δεν ασχολήθηκαν με το θέμα, ίσως

γιατί το θεώρησαν ως απλό διαφημιστικό τρικ. Ο κόσμος όμως αδημονούσε. Μέσα σ’

αυτό το κλίμα αναμονής και περιέργειας, εγώ σχεδίαζα τις επόμενες κινήσεις

μου, ενώ η Αλεξάνδρα-Σοφία μού έλεγε πως αυτά είναι παιδιαρίσματα.

***

Στις 7 Αυγούστου έσκασαν οι πρώτες βόμβες. H μία στην Αθήνα, σε καλάθι

απορριμμάτων κοντά σε υποκατάστημα της τράπεζας Αμέρικαν Εξπρές και η άλλη

στον Πειραιά, στον νηογνώμονα Αμέρικαν Μπιρό οφ Σίπινγκ. Στις 8 του μήνα

έσκασαν βόμβες έξω από το κτίριο που στεγάζεται η Αμέρικαν Ερλάινς και στις 9

έξω από το κατάστημα Αμερικανική Αγορά. Δεν ήταν στην πραγματικότητα βόμβες,

με τη γνωστή έννοια του όρου, αλλά γκαζάκια. Όπως ήταν επόμενο, οι εκρήξεις

προκάλεσαν ανησυχία στις αρχές. Μολονότι ουδείς πολίτης τραυματίστηκε, και

ελάχιστοι έδωσαν σημασία στον ξαφνικό κρότο (έμοιαζε με λάστιχο αυτοκινήτου

που σκάει ή με το μπαμ εξάτμισης μοτοσυκλέτας), οι εφημερίδες έκαναν το

γεγονός πρώτη είδηση, το ίδιο και οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί.

Δημιουργήθηκε ένα κύμα πανικού, το οποίο αξιοποίησαν κατάλληλα τα ξένα μέσα

μαζικής ενημέρωσης. Αλλόφρονες οι αρμόδιοι υπουργοί επιχείρησαν να

υποβαθμίσουν τη σημασία των εκρήξεων, αλλά ματαίως. Ο αντιαμερικανικός

χαρακτήρας των επιθέσεων ήταν εμφανής και το CNN συνδέθηκε απευθείας με την

Αθήνα. Στο μεταξύ, όλοι περίμεναν την επόμενη βόμβα.

H πρώτη φάση του εγχειρήματος είχε πετύχει. Ήμουν περήφανος για το κατόρθωμά

μου, παρ’ όλο που η Αλεξάνδρα-Σοφία με χαρακτήρισε ανεύθυνο και μου είπε να

μην ξαναπατήσω στο σπίτι της.

***

Κανένα μέσο, κανένας ειδήμων και κανείς εχέφρων πολίτης δεν είχε συνδυάσει τις

εκρήξεις με τις διαφημιστικές καταχωρήσεις της 13-A, με τα φέιγ βολάν, τα

συνθήματα στους τοίχους και τα μηνύματα στους υπολογιστές. Ουδείς μπορούσε να

υποψιαστεί ποιος βρισκόταν πίσω από όλα αυτά. Μόνο η Αλεξάνδρα-Σοφία ήξερε.

Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Διότι κάποιοι ειδικοί σε θέματα τρομοκρατίας είχαν

ήδη κινητοποιηθεί προς πάσα κατεύθυνση. Οι πεπειραμένοι Αμερικανοί πράκτορες

που βρίσκονταν στην Ελλάδα γνώριζαν πως κάτι ανάλογο είχε συμβεί στην Μπογκοτά

το 1974, τότε που με παρόμοιο τρόπο μπήκε ορμητικά στο πολιτικό προσκήνιο της

Κολομβίας το M-19, το αντάρτικο κίνημα της 19ης Απριλίου, το οποίο άρχισε τη

δράση του με την κατάληψη του Σπιτιού του Σιμόν Μπολίβαρ, του ελευθερωτή της

Νότιας Αμερικής.

***

Όπως θα έχετε αντιληφθεί, είμαι άνθρωπος της περιπέτειας και της δράσης. Συχνά

στο μυαλό μου γεννιούνται διάφορες ιδέες, τις οποίες ανυπομονώ να υλοποιήσω.

Έφηβος ων, ήθελα να πάω στην Αμερική και να γίνω πλούσιος ή διάσημος. H

αμερικανική πρεσβεία όμως δεν μου έδωσε βίζα κι έτσι μπαρκάρισα μ’ ένα

φορτηγό. Όταν το καράβι μου βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, επιχείρησα να την κοπανίσω,

μα δεν τα κατάφερα. M’ έπιασε το Ιμιγκρέισιον και με γύρισε πίσω. Από τότε

ήθελα να εκδικηθώ, η εκδίωξή μου με έστρεψε εναντίον της χώρας που θαύμαζα

παιδιόθεν.

***

Ποτέ δεν είχα μιλήσει στην Αλεξάνδρα-Σοφία για να ναυαγισμένα μου όνειρα. Ούτε

για την απόπειρά μου να εγκατασταθώ στη Νέα Υόρκη. Αυτή είχε απλώς γοητευτεί

από την περιπετειώδη ζωή μου. Θαυμάστρια του Ρομπέν των Δασών, του Ζορό, του

Άρη Βελουχιώτη και του Ερνέστο Γκεβάρα, με ερωτεύτηκε μόλις την πληροφόρησα

πως το 1980, ξέμπαρκος στην Καρταχένα της Κολομβίας, συμμετείχα στην αναίμακτη

κατάληψη της πρεσβείας της Δομινικανής Δημοκρατίας στην Μπογκοτά από τους

αντάρτες του M-19.

***

Στις 13 Αυγούστου, Παρασκευή, ημέρα πανηγυρικής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων,

έσκασε η πρώτη βόμβα με υπογραφή σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ απέναντι από την

Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Το πράγμα ίσως να περνούσε απαρατήρητο, με

δεδομένο το κλίμα των ημερών και με γνωστή την πρόθεση της κυβέρνησης να μη

δίνει σημασία σε παρόμοιες απόπειρες. Όμως, δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ υπήρχαν

φέιγ βολάν που έγραφαν «Με το λαό και με τα όπλα στην εξουσία, ζήτω η

επανάσταση. 13-A». Κάτω από αυτή τη φράση υπήρχε ένα μικρό κείμενο, που έλεγε

πως η καινούργια επαναστατική οργάνωση «13 Αυγούστου» αναλάμβανε δράση και

καλούσε τον ελληνικό λαό να συστρατευθεί μαζί της στον ωραίο μα δύσκολο αγώνα

της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας που πήγαζε από τα άδυτα της Γουόλ

Στριτ.

Μου πήρε κάμποσες ώρες η σύνταξη αυτού του κειμένου στον υπολογιστή.

***

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάγος, για να καταλάβει πως αμέσως τέθηκαν σε

λειτουργία όλοι οι γνωστοί μηχανισμοί του κράτους. Έλληνες της

αντιτρομοκρατικής, συνεπικουρούμενοι από Αμερικανούς, Βρετανούς και άλλους

πράκτορες που βρίσκονταν στη χώρα για να την προστατεύσουν από την Αλ Κάιντα

και τις παραφυάδες της, τέθηκαν επί ποδός. Στο πλαίσιο της έρευνας για τον

εντοπισμό των δραστών η Αθήνα έγινε άνω κάτω. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις

και οι συλλήψεις υπόπτων έγιναν με άκρα μυστικότητα. Όλοι οι γνωστοί συνήθεις

ύποπτοι βρέθηκαν στα χέρια ειδικών περί την τρομοκρατία για να ανακριθούν. Εγώ

δεν ήμουν συνήθης ύποπτος, το όνομά μου δεν ήταν γραμμένο σε καμιά λίστα.

***

Κι όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που αποπειράθηκα να γίνω λαϊκός ήρωας. Το 1999,

λίγους μήνες μετά τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, είχα αποφασίσει να

σκοτώσω τον πρόεδρο Κλίντον κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Το είχα

υποσχεθεί στην Αλεξάνδρα-Σοφία, η οποία έβαζε στοίχημα πως δεν θα τα

κατάφερνα. Για να τον προσεγγίσω, πράγμα λίαν δύσκολο με δεδομένα τα

δρακόντεια μέτρα ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας και τους αυστηρούς

ελέγχους των πρακτόρων του FBI και της CIA, σκαρφίστηκα έναν ωραίο τρόπο.

Γράφτηκα στον σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας – Αμερικής, με σκοπό να ενταχθώ στην

πολυμελή αντιπροσωπεία που θα συμμετείχε στην υποδοχή του προέδρου.

***

Την Παρασκευή, ημέρα της άφιξης του Κλίντον, βρισκόμουν στα γραφεία του

Συνδέσμου κρατώντας στο χέρι, μέσα σε μια χάρτινη τσάντα, μια υφασμάτινη

σημαία με ξύλινο κοντάρι, αγορασμένη από το κατάστημα «Ηλίας Κοκκώνης –

Διάδοχοι E.Π.E., Οίκος ιδρυθείς εν Σμύρνη το 1896». Όταν μοιράστηκαν οι

αμερικανικές σημαίες με το πλαστικό κοντάρι, πήρα μία. Το απόγευμα, την

προκαθορισμένη ώρα, με τις σημαίες ανά χείρας, τα μέλη επιβιβαστήκαμε σε

λεωφορεία που είχαν ειδική άδεια διέλευσης από τα μπλόκα της Αστυνομίας, και

πήγαμε στο ξενοδοχείο «Ιντερκοντινένταλ», για να υποδεχτούμε τον πρόεδρο. Εγώ

κρατούσα δύο σημαίες, από μία στο κάθε χέρι, κι αυτό μου έδινε ένα αίσθημα

υπεροχής απέναντι στους άλλους. Με τα κοντάρια των σημαιών σκόπευα να χτυπήσω

τον Κλίντον, θα τον χτυπούσα μέχρι θανάτου. Οι υπεύθυνοι, όμως, αποφάσισαν πως

για λόγους ασφαλείας δεν μπορούσαμε να μπούμε όλοι μέσα στο ξενοδοχείο. Εγώ

έμεινα απ’ έξω. Όταν επέστρεψα άπρακτος, με την ουρά στα σκέλια, η

Αλεξάνδρα-Σοφία που είχε στηθεί μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσει

ζωντανά τον φόνο του προέδρου, με αντιμετώπισε ειρωνικά.

«Καλώς τον αντάρτη του γλυκού νερού!».

***

Με τη δράση της «13 Αυγούστου» έπαιρνα την εκδίκησή μου. Οι πράκτορες

περίμεναν χτύπημα από ισλαμιστές καμικάζι, από Τσετσένους αυτονομιστές ή από

τα πιθανά υπολείμματα των ελληνικών οργανώσεων που είχαν εξαρθρωθεί, και

βρέθηκαν μπροστά στη μυστηριώδη 13-A. Κρίμα στα στρατιωτικά ελικόπτερα με τις

ειδικές κάμερες που κατόπτευαν όλη την Αττική, κρίμα στο αερόπλοιο Ζέπελιν με

τους υπερσύγχρονους αισθητήρες, έγραφαν οι εφημερίδες. Τσάμπα η χώρα πλήρωσε

ένα κάρο λεφτά για την αγορά μηχανημάτων ανίχνευσης τελευταίας τεχνολογίας,

έλεγε ο κόσμος. Ω, ναι. Ήμουν απολύτως ικανοποιημένος από τον εαυτό μου, έστω

κι αν αυτό μου είχε κοστίσει την απώλεια της Αλεξάνδρας-Σοφίας.

***

Ήρθαν και με συνέλαβαν την επομένη μέρα στο σπίτι μου. Ήταν δύο κύριοι με

γκρίζα κουστούμια και άσπρα πουκάμισα χωρίς γραβάτα. Μολονότι μιλούσαν

άπταιστα ελληνικά, κατάλαβα από το ύφος και τη σιγουριά τους πως δεν ήταν

Έλληνες. Δεν χρειάστηκε να με ανακρίνουν ή να με βασανίσουν, για να μου

αποσπάσουν πληροφορίες. Πάνω στο γραφείο του υπολογιστή βρήκαν τα ύποπτα φέιγ

βολάν. Όταν ο ένας απ’ αυτούς με ρώτησε τι ακριβώς έκανα στην Μπογκοτά, στην

κατάληψη της πρεσβείας της Δομινικανής Δημοκρατίας από το M-19, του είπα πως

φύλαγα τσίλιες.

***

Είμαι κλεισμένος στη νεόδμητη φυλακή του Ασπροπύργου ως ανισόρροπος. Πρόκειται

για μια φυλακή που στεγάζεται στην παλιά αμερικανική βάση της περιοχής,

χωρητικότητας 150 ατόμων. Παραδόξως, κρίθηκα ως κρατούμενος ελαφράς μορφής,

δηλαδή μ’ έχουν κατατάξει στην ούτως ειπείν ήπια παραβατικότητα, στην οποία

ανήκουν οι χρήστες πλαστών επιταγών και εκείνοι που παρακωλύουν τις

συγκοινωνίες. Μαζί μου βρίσκονται παράνομοι μικροπωλητές, επαγγελματίες

ζητιάνοι, ναρκομανείς και λοιπά περιθωριακά στοιχεία. Οι ψυχίατροι που με

εξέτασαν, εκτίμησαν πως δεν είμαι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, αλλά

καλού κακού θεώρησαν πως είναι αναγκαία η προσωρινή κράτησή μου, μέχρι δηλαδή

να λήξουν οι Αγώνες και όλοι οι αθλητές να επιστρέψουν σώοι και ασφαλείς στις

χώρες τους. H Αλεξάνδρα-Σοφία δεν έχει έρθει ακόμα να με δει. Δεν την αφήνουν

ή την τρώνε οι τύψεις; Είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο στον οποίο έχω

εκμυστηρευτεί πως συμμετείχα στην κατάληψη της πρεσβείας της Δομινικανής

Δημοκρατίας. Ψέματα, βεβαίως. Ήμουν μεν ξέμπαρκος, αλλά την ημέρα της

κατάληψης, σουρωμένος με ρούμι, έβγαζα τα μάτια μου στο καμαρίνι μιας

καλλιπύγου πόρνης στην Καρταχένα, ένα λιμάνι που απέχει πάνω από είκοσι ώρες

με αμάξι από την Μπογκοτά. Τέλος πάντων. Τι να περιμένεις από μια διχασμένη

προσωπικότητα που κυκλοφορεί με δύο βαπτιστικά ονόματα.