Ο θίασος που παρουσιάζει τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Στάθη

Λιβαθινού στο θέατρο «Πορεία»

Είδαμε τα «Παντρολογήματα» στο Θέατρο Πορεία σαν την «Τύχη της Μαρούλας» του

Κορομηλά και τον «Γενικό Γραμματέα» του Καπετανάκη, ως κωμωδία μετ’ ασμάτων.

Τα «Παντρολογήματα» έχουν να παιχτούν στην αθηναϊκή σκηνή από το 1974, πριν

ακριβώς από τριάντα χρόνια. Ήταν τότε στη «Νέα Σκηνή» του Εθνικού ένας

θρίαμβος ερμηνευτικός, θρίαμβος του σκηνοθέτη Μπάκα, του πρωταγωνιστή

Καρακατσάνη, του Διονύση Φωτόπουλου, για να μείνω στις κορυφαίες επιτεύξεις. Ο

Μπάκας ως γνήσιος μαθητής του Κουν (ο οποίος είχε ανεβάσει την πικρή κωμωδία

του Γκόγκολ δύο φορές στο απώτερο παρελθόν) το είχε προσεγγίσει σωστά, μέσα

στο αφομοιωμένο στις δικές μας εδώ υποκριτικές κωδικοποιήσεις πλαίσιο. Ο

Γκόγκολ ή θα παιχτεί ρεαλιστικά ή, αν παιχτεί με άλλο τρόπο, απλώς θα

χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για σκηνοθετικές κωλοτούμπες. Γιατί κάθε άλλη

ερμηνευτική γραμμή αλλοιώνει ό,τι στην εποχή του και σε κάθε εποχή που της

μοιάζει θεωρήθηκε θεμελιώδες κείμενο κοινωνικής κριτικής. Ο Γκόγκολ

επηρεασμένος από τις μεγάλες επιτεύξεις της γαλλικής κυρίως κωμωδιογραφίας

(ιδίως του Μολιέρου) έγραψε ακολουθώντας τους κανόνες αυτής της σχολής. Π.χ.

τα «Παντρολογήματα», κινούνται δραματουργικά ανάμεσα στο «Με το ζόρι γιατρός»

και τον «Γιώργη Νταντέν». Επειδή όμως όταν γράφει την κωμωδία του και επειδή

διαθέτει μια χαρισματική ικανότητα και οξυδέρκεια να βλέπει, να σχολιάζει και

να σατιρίζει τα ήθη της χώρας του και της εποχής, γράφοντας και μόνο στα

ρωσικά, οι παραδοσιακοί τύποι και χαρακτήρες των προτύπων του αμέσως έπαιρναν

τη ρωσική ιθαγένεια. Ήταν ακριβώς λίγα χρόνια μετά το 1816 που ο δικός μας

Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων μετέφερε στο καθ’ ημάς ήθος τον

«Φιλάργυρο» του Μολιέρου ως Εξηνταβελόνη.

Ο Γκόγκολ γράφει κωμωδία ηθών με τον δραματουργικό καμβά της κωμωδίας

καταστάσεων του Σκριμπ. Είναι ένας Ρώσος Γκολντόνι των «Αγροίκων» και του

«Καινούργιου Σπιτιού» και του «Καφενείου». Έγραφα το 1974 επ’ ευκαιρία της

παράστασης του Μπάκα (πόσο αυτή τη στιγμή ο πρόσφατα αποδημήσας σκηνοθέτης μού

φαίνεται αναντικατάστατος): «»Τα Παντρολογήματα», παρ’ όλο που ολοκληρώθηκαν

ύστερα από τον «Επιθεωρητή», δεν έχουν ούτε το εύρος της σάτιρας ούτε το βάθος

της πίκρας ούτε την ιδιοφυΐα της γραφής εκείνου. H σάτιρα δεν έχει τόση χολή.

Έχει όμως μια δική της πίκρα και ένα τραγικό υπόβαθρο που μόνο όσοι διαβάζουν

την επιφάνεια των έργων δεν θα τη δουν και δεν θα τους συνταράξει. Ο Γκόγκολ

όπως κι όλοι οι μεγάλοι, και όχι μόνο οι ομοεθνείς του, ρεαλιστές, αδράχνει

τους ανθρώπους του καιρού του και του τόπου του και τους καθηλώνει μέσα στον

κολασμένο κύκλο των συνηθειών τους. Έτσι η ηθογραφία παύει να είναι γραφική

και ξώπετση, όταν συνήθεια σημαίνει: «το ήθος των άλλων είναι η τιμωρία του

ήθους καθενός ξεχωριστά». Στα «Παντρολογήματα» ο Γκόγκολ ξεκινάει από μια

πάγια συνήθεια του λαού του, ένα έθος, που ερμηνεύει την κοινωνική δομή, το

προξενιό.

Την εποχή που έχει αρχίσει ο μετασχηματισμός της ρωσικής κοινωνίας και

αναδύονται οι νέες δυνάμεις των εμπόρων, των μικροαστών, των μεγαλοαστών, που

προωθεί ένα γραφειοκρατικό σύστημα, οι βασικές αρχές της κοινωνίας αυτής

περνάνε τη δοκιμασία τους. Οι άνθρωποι παγιδευμένοι προσπαθούν να κρατήσουν

την αυτοτέλεια του προσώπου τους μέσα στη σχηματοποίηση των σχέσεων,

προσπαθούν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τις αρχαίες συνήθειες που

ριζώνουν και δύσκολα ξεκολλούν. Σ’ έναν βαθιά θρησκευόμενο λαό μυστικιστή,

όπως ο ρωσικός, δεμένο με τη γη του και τον χρόνο της, ο γάμος παραμένει ένα

μυστήριο, μια σχέση προσωπικής πλήρωσης, μια γιορτή αγάπης. Στο πέρασμα στη

νέα φάση, με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, ο γάμος ακολουθεί τη μοίρα

όλων των αξιών που εμπορικοποιούνται. Γίνεται μέσο αλλοτρίωσης. Μια κοινωνική

συνθήκη και ένα κριτήριο κοινωνικής ταυτότητας. Το μυστήριο μετατρέπεται σε

αλισβερίσι. H γιορτή αγάπης σε απάτη. H προσωπική πλήρωση σε κοινωνική

πληρωμή. Ο γάμος δεν είναι εκλογή αλλά επιλογή.

Αυτά τα θλιβερά ανθρωπάκια που συγκεντρώνονται στο σπίτι της υποψήφιας

νύφης είναι οι τραγικές μάσκες ενός λαού που πρόδωσε τον εαυτό του. Πίσω από

τις κοιλιές, τα παράσημα, τον μαϊμουδισμό, την ιεραρχία, τα λεφτά, υπάρχουν

άνθρωποι μοναχικοί, θλιμμένοι, ανεπανόρθωτα τραυματισμένοι, διψασμένοι για

αγάπη. Οι νηστικοί του έρωτα. Ναυάγια υπάρξεως μέσα σ’ ένα πέλαγος τιμών,

κολακείας, κρυψίνοιας και ταπείνωσης. Παιδιά με υστεροβουλία. Γέροντες

νοσταλγοί. Στο βάθος τα «Παντρολογήματα» είναι ένα ερωτικό ναυάγιο…

Παρακολουθείς αυτόν τον απελπισμένο αγώνα των ψυχών των μοναχικών να

γαντζωθούν απ’ τις πρυμάτσες. Κορδώνονται, αυθαδιάζουν, γελοιοποιούνται,

καταπίνουν το φτύσιμο για να υπάρξουν. Ζητούν ανθρώπινη επαφή. Και πάλι το

βάζουν στα πόδια, όταν μόνοι μπροστά στο μυστήριο είναι ανέτοιμοι, απαράσκευοι

να το δεχτούν, να προσχωρήσουν. H σκευή τους τούς απομακρύνει συνεχώς από τον

νυμφώνα, σας τις μωρές παρθένες. H στολή τους δεν είναι λαμπρή, είναι

τσίγκινη. Κλείνονται στο άτομο, δραπέτες του προσώπου. Τρέμουν να δουν κατά

πρόσωπο την αλήθεια, οι συνήθεις του ψεύδους».

Κρεμ φρες σε μπαγιάτικο υλικό

Σ’ αυτή λοιπόν την τραγική φάρσα που ντρέπεσαι να γελάσεις γιατί ο Γκόγκολ

δεν εξευτελίζει τα πρόσωπά του, τα ελεεινολογεί, ο Λιβαθινός, έτσι για να

σκεπάσει το μπαγιάτικο γλυκό του, το σκέπασε με κρεμ φρες. Με τραγουδάκια,

ακκίσματα και χαριτομενάδες. Αφού παρανάγνωσε τελείως τον ρόλο του Κασκαριόφ,

ο παντρεμένος φίλος του Πατκαλιόσιν κόπτεται να τον παντρέψει για να έχει

συντροφιά στη δυστυχία του!! Στην παράσταση ο καλός ηθοποιός Αιμ. Χειλάκης

μετατράπηκε σε έναν υστερικό τρελάκια που ζήλωσε τη δόξα της προξενήτρας.

Αφήνω που η διανομή αδικεί και τον Τάρλοου που υποχρεώθηκε, νέος και ευειδής,

να παίξει ένα γεροντοπαλίκαρο μπεκιάρη!

Όλοι οι ηθοποιοί με εξαίρεση την Ελένη Γερασιμίδου και τον Απαρτιάν έπεσαν

στην παγίδα της επιφανειακής φαρσικής καρικατούρας, χωρίς βάθος, χωρίς την

πικρή γεύση που προκαλεί το παγωμένο γέλιο. Προτίμησαν τα καμώματα που

προκαλούν το χάχανο.

Ο Λιβαθινός παρέσυρε τον Στρατή Πασχάλη να γίνει Κόκκος μιμούμενος τη

«Μαρούλα» και αλλοιώνοντας τον Γκόγκολ, όταν ο Φασουλής σεβάστηκε τους

«Γαμπρούς της Ευτυχίας» των Τσιφόρου – Βασιλειάδη.

INFO

«Παντρολογήματα». Στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Πορεία» (Τρικόρφων 3-5,

τηλ. 210-8210.991)