Το «Γκάζι» του Δήμου Αθηναίων κατά την περίοδο που υπήρχε η προσθήκη της

τέντας: ένα τυπικό παράδειγμα αποκατάστασης που απαξιώνει την ιστορική σημασία

του κτιριακού συγκροτήματος

H σύσταση Διεύθυνσης Νεώτερης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς στο ΥΠΠΟ, ο αθόρυβος

και συστηματικός εμπλουτισμός των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του

Μουσείου Μπενάκη και η φιλέρευνη δραστηριοποίηση της ελληνικής ομάδας του

DoCoMoMo, με εκδηλώσεις στον Βόλο («Πού υπάρχει το μοντέρνο;») και στην Αθήνα

(«Ο αθλητισμός, το σώμα και το μοντέρνο κίνημα»), επιβεβαιώνουν την απίσχνανση

των προκαταλήψεων απέναντι στη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Απ’ ό,τι φαίνεται, η

νεωτερικότητα αρχίζει να βρίσκει και στη χώρα μας τη θέση που της αρμόζει

ανάμεσα στους κτιριακούς πολιτισμούς του παρελθόντος, για τους οποίους

παρατηρείται ένα αυξημένο ενδιαφέρον.

Εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα τυπικά μεταμοντέρνο

σύμπτωμα, εφόσον η διατήρηση του παρελθόντος δεν είχε υπεράριθμους οπαδούς στη

δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα – στο απόγειο της νεωτερικότητας.

Δεν θα εξετάσω το πολύπλοκο αυτό θέμα από τη σκοπιά των τεχνικών αποκατάστασης

των «πολιτιστικών αγαθών» και των «μνημείων» του παρελθόντος, παρότι όλοι

γνωρίζουμε ότι οι έννοιες αυτές προσφέρονται σε κάθε λογής ιδεολογική

παρερμηνεία και χειραγώγηση. Θαμπωμένοι από την ορμητική επιστροφή της

ιστορίας και την υποχρέωση υπεράσπισης των τεκμηρίων του παρελθόντος, αργήσαμε

να αντιληφθούμε τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα στα οποία περιήλθαν οι

στρατηγικές διατήρησης του κτισμένου περιβάλλοντος.

Δεν έχει κανείς παρά να παρατηρήσει ένα τυπικό παράδειγμα αποκατάστασης και

προπάντων επαναχρησιμοποίησης ενός κτιρίου για να πειστεί. Δεν αντιλέγω ότι

υπάρχουν ορισμένες δημιουργικές αρχιτεκτονικές εξαιρέσεις – όπως του Scarpa

και του Siza – αλλά, όπως αντιλαμβάνεστε, μας πηγαίνουν αλλού. Ωστόσο, μου

προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ενώ ένα τέτοιο αδιέξοδο τείνει να γίνει κοινό

υπονοούμενο, σπάνια ομολογείται δημόσια – όπου συνήθως εξάρουμε με περισσή

συναισθηματική έπαρση τη σπουδαιότητα του απειλούμενου «μνημείου» και

περιοριζόμαστε στην αδιαφάνεια και την προφανή καταστροφική αδράνεια των

δημοσίων υπηρεσιών.

H πολυπόθητη διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών «επιβάλλεται λόγω της

ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους», όπως ορίζει η σχετική

νομοθεσία. Τη στιγμή όμως που η κατανόηση της ιστορίας προϋποθέτει τη γνώση

της αιτίας, την ενεργοποίηση μιας σειράς αντιφάσεων που ενυπάρχουν και απαιτεί

πολύ περισσότερες πληροφορίες, η κατανόηση ταυτίζεται με τη φιλάρεσκη

προσομοίωση και το θεαθήναι, για τα οποία συχνά χρησιμοποιούμε τη

στοχαστικότερη διατύπωση του «φαίνεσθαι».

Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, όταν θριαμβεύει ένα τέτοιο είδος προστασίας το

παρελθόν – και προπάντων οι διαφορές του – μένει ριζικά απροστάτευτο. Έτσι, η

καταστροφή και η αποκατάσταση συμπίπτουν, προδίδοντας τον

επαμφοτερισμό των αντιλήψεών μας απέναντι στην προστασία, δηλαδή στον

κίνδυνο της απώλειας. Ο ρομαντισμός μας προϊδέασε με οξυδερκή και

γοητευτικό τρόπο γι’ αυτόν τον εκφυλισμό της προστασίας των μνημείων και τη

στρέβλωση των αντιλήψεών μας για τη χρονικότητα.

Ο ψυχολογικός ορίζοντας του θέματος, μολονότι περνά απαρατήρητος,

διαδραματίζει κι αυτός τον δικό του ρόλο. Στέκομαι αναγκαστικά στον Φρόιντ, ο

οποίος απεκάλεσε την αποδοχή της απώλειας ενός πράγματος «πένθος»,

αντιπαραθέτοντάς το στην «παθολογική μελαγχολία», δηλαδή στη ναρκισσιστική

ταύτιση με το απολεσθέν αντικείμενο, η οποία με τον τρόπο αυτό αντιστέκεται

στην άρση του.

Επομένως, το ερώτημα δεν μπορεί παρά να τίθεται ως εξής: Είναι προτιμότερη η

παραίτηση από την προσκόλληση στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών του

παρελθόντος ή η μελαγχολική προσήλωση σ’ αυτά; Θα αντέτεινε κανείς ότι σε μια

εποχή που ο πολιτισμός της προστασίας λανσάρεται σαν αντίλαλος της νοσταλγίας

και περίσσευμα ευγενικής πολιτιστικής συμπεριφοράς, η απάντηση είναι

αυτονόητη.

Εντούτοις, η ομόθυμη υποστήριξη της αποκατάστασης του αρχιτεκτονικού μας

παρελθόντος περισσότερα μάλλον λέει για την απόσβεση της διαφοράς και της

αυθεντικότητάς τους και την ανακούφιση της αμηχανίας που προκαλεί ένα τέτοιο

γεγονός.

Λατρεία της καρικατούρας

Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο αποκαταστάθηκαν διάσημα βιομηχανικά κτίρια

όπως το «Γκάζι» και η «Αθηναΐς», ή τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγει ψηφιακά

το παρελθόν το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Τι άλλο προδίδουν, αν όχι τη

λατρεία της καρικατούρας, την απαξίωση της ιστορικής σημασίας και την

εκμηδένιση της αυθεντικής τους υπόστασης. H μεγαλύτερη συνεισφορά του

Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού είναι ακριβώς ότι επιταχύνει την ολοκληρωτική

εξαφάνιση των εκθεμάτων του σπρώχνοντάς τα στον φαύλο κύκλο επώασης των

εικόνων: αναπαραγωγή, πληθωρισμός, εξάχνωση.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι το προηγούμενο δίλημμα βρίσκει συνεχώς τρόπους να

διατηρείται σε ισχύ, επειδή ακριβώς συνιστά κομμάτι της ανεπίλυτης έντασης

γύρω από το σκάνδαλο της ιδρυτικής συνθήκης του πολιτισμού, τη διπλή κοίτη

εντός της οποίας παλινδρομούμε. Όπως δεν μπορεί κανείς να κατηγορεί τη

διατήρηση του αρχιτεκτονικού παρελθόντος, δεν μπορεί να αποφύγει και την

αναμέτρηση με τους μηχανισμούς και τις αντιφάσεις τους.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας