Περίληψη

H Τερέσα Αλμένδρος βλέπει στον ύπνο της τον πατέρα της και ακούει τον

μονόλογό του, που παραπέμπει στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη. Ο Ούγο μιλά

για τους συντρόφους του τους Αλμενδρίστας, μιλά για τον σκληρό νόμο των

επαναστατών, για τον Σαλαβέρι που καταχράστηκε το χρυσάφι, για τη μητέρα του,

για τους θεούς των Ινδιάνων, για τα επαναστατικά κινήματα με τα οποία

συνδέθηκε στην Ευρώπη. H Τερέσα τον αισθάνεται ακόμα περισσότερο κοντά της

όταν φθάνει στην Ελλάδα και συναντά τον Άγι, σύντροφό του από τον

αντιδικτατορικό αγώνα. Εκείνος της εξηγεί τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν

ανθρώπους σαν τον πατέρα της, αλλά πριν προλάβουν να γνωριστούν καλύτερα

σκοτώνεται (δολοφονείται;) από ένα αυτοκίνητο. Εκείνο το βράδυ η Τερέσα

βρίσκει ένα e-mail από την Τσεχία.

Είμαι ο κομαντάντε Ούγο «Αλεχάντρο Ίντι» Αλμένδρος, ο αρχηγός των

Αλμενδρίστας, όσων έχουμε απομείνει. Δύο δεκαετίες τώρα όλοι αυτοί που με

κυνηγούν βρίσκουν τα ίχνη μου όταν έχω ήδη φύγει, κι όταν οι δορυφόροι τους

εντοπίζουν τη σκιά μου, είμαι ένα βήμα μπροστά. Μ’ αναζητούν είκοσι τέσσερις

ώρες το εικοσιτετράωρο, αλλά εγώ ζω είκοσι πέντε ώρες την ημέρα, κάθε μέρα.

Όταν κοιμούνται, ξενυχτάω, όταν είναι ξύπνιοι, ξαγρυπνώ. Σαν έρθει η ώρα μου,

θα σκάψω ένα λάκκο βαθύ σαν την ψυχή μου και θα θαφτώ μέσα. Θα σκεπασθώ με

χώματα κι ύστερα θα πυροβολήσω στον κρόταφό μου. Τα μυαλά μου, τα μάτια, τα

μαλλιά, το στόμα, τα δόντια, θα γίνουν ένα με τα σκουλήκια, τα οστά των

συντρόφων και των προγόνων μας. Έτσι θα πεθάνω. Ως τότε όμως, ψηλώστε, Άνδεις,

φούσκωσε, Αμαζόνιε, κι ηφαίστεια εσείς της Γουατεμάλας εκραγείτε! Χύστε κι

άλλη λάβα στο αίμα μου, φυσήξτε κι άλλη πνοή στο στέρνο μου, ο γιος σας ο

αήττητος, ο Ούγο Αλμένδρος, ασύλληπτος πάντοτε να μένει και θα μένει. Γιατί

τις κρυψώνες μου, οι κόνδορες κι οι θάλασσες τις ξέρουν, άλλος κανείς, κι αν

θέλουν να με πιάσουν οι γιάνκηδες και τα τάγματα θανάτου, ας πιάσουν τον αέρα

που με πάει από χώρα σε χώρα, τα πρόβατα ας σφάξουν που με κρύβουν κάτω από

την κοιλιά τους, τις πεταλούδες που μου δωρίζουν τα φτερά τους ας εξοντώσουν.

Να πώς ξεφεύγω από τ’ αποσπάσματα, τους λακέδες και τους προδότες εγώ, ο Ούγο

Αλμένδρος, των άστρων το καύχημα, η περηφάνια των Ινδιάνων της μεγάλης

πολυαγαπημένης μας πατρίδας.

(…) Στο πανεπιστήμιο με βγάλανε «Αλεχάντρο» γιατί ό,τι έκανα, το ‘κανα για

τους άλλους. Το «Ίντι» μου το ‘δωσε ο Τσίκο. Στο δεύτερο αντάρτικο ονομάσθηκα

Οδυσσέας: το σκαρί της καρδιάς μου έτσι είναι φτιαγμένο, να περιπλανιέμαι στον

κόσμο και να πολεμάω την αδικία που οι λευκοί χριστιανοί αποικιοκράτες, από

τους οποίους κατάγομαι δυστυχώς, σκορπίσανε σε όλο το δέρμα της μάνας-γης.

Αλλάξανε και τ’ όνομα της πατρίδας μας, την αποκαλούν «Νότια Αμερική». Πέστε

την με τ’ όνομα των πατεράδων και των παππούδων μας: Χώρα ευλογημένη των Ίνκας

και των Μάγιας, χώρα ένδοξη των Κακτσικέλ και των Τοτονάκων, μια μαγιά

πια με τους μαύρους της Αφρικής που οι Ευρωπαίοι σύρανε σκλάβους εδώ από τη

γλυκιά πατρίδα τους. Ποιος από μας δεν κάθησε όμως στον ίσκιο της μπανανιάς

και δεν άκουσε τον ζεστό άνεμο να ξεχύνεται από την Παταγονία και να τον

φωνάζει με το αληθινό του όνομα, καλώντας τον στην εξέγερση; Ξεσηκωθείτε,

άνδρες και γυναίκες της μεγάλης πατρίδας, ακολουθήστε τον Ούγο Αλμένδρος που

ΑΥΤΟΣ, ο Σαλαβέρι κι οι πάτρωνές του κατηγορούν και βρίζουν. Γελάνε οι νεκροί

στους τάφους τους, με τα φληναφήματα ότι είμαι ληστής και τρομοκράτης που

‘φτιαξε μια συμμορία με αποβράσματα… οι Αλμενδρίστας πολεμάμε τον γιάνκη

όπου τον πετύχουμε, μέχρι να τον διώξουμε από παντού. Όσο για τη διαβόητη

κλοπή του χρυσού, οικειοποιήθηκαν μια μικρή ποσότητα, γιατί πώς αλλιώς θα

αγοράζαμε όπλα και θα πανικοβάλλαμε ΑΥΤΟΝ, την ντροπή του ωκεανού μας, των

πεθαμένων και των νεογέννητων;

Κι εσύ Τερέσα μου, φως των ματιών μου και της ψυχής μου η ψυχή, κόρη μου

γλυκιά πανέμορφη, (…) δεν σ’ έχω δει παρά σε φωτογραφίες, κοριτσάκι

μου,(…) είδα όμως τις γριές Ινδιάνες της Γουατεμάλας να μ’ αγκαλιάζουν

κλαίγοντας και να με φιλάνε, εμένα και τ’ αδέρφια σου, τα όπλα μου, και να

κανακεύουν τους άνδρες μου, τους πιο πιστούς γιους της μεγάλης πατρίδας μας.

(…) Κι όταν μολύνθηκε η πληγή που μου άνοιξε η σφαίρα ενός Ranger στον

αριστερό ώμο (…), οι μάνες κι οι πατεράδες μας, ψηλά, στης Γουατεμάλας τα

βουνά, φτιάξανε ένα φορείο από ξεραμένα κλαδιά μπανανιάς και μ’ έβαλαν πάνω.

(…)

Ξεψύχαγα, η ψυχή μου στριμωχνόταν στο στήθος, πίεζε απαλά τα κόκαλα, «βγες,

ψυχή μου, πέτα πεταλούδα, πέτα» μουρμούρισα, ενόσω γύρω μου τα πάντα

γινόντουσαν μαύρα. (…). Τότε, μπροστά μου είδα να στέκεται χαμογελαστός, με

το όπλο στον ώμο, τον κόκκινο μπερέ του βαλμένο στραβά, τα μάτια να σπιθίζουν

από τον πόθο της ανεξαρτησίας και από έρωτα για την κοπέλα του, την όμορφη

Σειρήνα, τον Άδωνη Ερνέστο Τσίκο, το δεξί μου χέρι, που αγαπούσα πιο πολύ απ’

όλους και μου ‘χε σώσει τη ζωή στην υποχώρηση στους Τρεις Ποταμούς. (…) Αλλά

έσωσε και τον Σαλαβέρι, τον Πόκα-Κόσα, δυο μέρες μετά την Εθνική Συνέλευση των

ινδιάνικων και λαντίνικων επαναστατικών οργανώσεων, στις παρυφές του

ηφαιστείου Ακατενάνγκο στο Τσιτσικαστενάνγκο, απ’ όπου ξεκινήσαμε τον αγώνα.

Διαφώνησα με τον Πόκα-Κόσα, ο Μάρκος και η Καλυψώ όμως μ’ έπεισαν να

συνυπογράψω την ιδρυτική διακήρυξη που θα ήταν η βάση για το νέο μας Σύνταγμα

και πρότυπο για τους λαούς της μεγάλης πατρίδας.

Συνάντησα τον Πόκα-Κόσα τη μεθεπομένη στο γραφείο του, η προεδρία θα ασκείτο

εκ περιτροπής. Τον κοίταξα, κι ένιωσα ότι είχε αποφασίσει ν’ αδειάσει το

βλέμμα του. Οι φωνές μας ακούγονταν έως έξω. Ο Πόκα-Κόσα μου γύρισε ξαφνικά

την πλάτη και σχεδόν ταυτόχρονα άνοιξε η πόρτα κι όρμησε μέσα ο Τσίκο που

έπεσε πάνω στο πιστόλι που είχε βγάλει ο Πόκα-Κόσα και κυλίστηκαν στο πάτωμα.

Αυτός ακινητοποίησε αρχικά τον Τσίκο, που κατάφερε να τον γυρίσει, αλλά μια

σφαίρα μου που ταξίδευε κιόλας για τον Πόκα-Κόσα βρήκε τον Τσίκο στην πλάτη.

Του θρυμμάτισα τη σπονδυλική στήλη και ξεψύχησε αμέσως. Διάπλατα τα πρασινωπά

μάτια του με κοίταζαν χωρίς θυμό, ζητώντας μου να προχωρήσω. Έδεσα ΑΥΤΟΝ με

σκοινιά, τον κατέβασα στο υπόγειο, κάτω από το γραφείο, πήρα ένα από τα

δεκάδες κιβώτια με ράβδους χρυσού που κρύβαμε εκεί, φόρτωσα το πτώμα του

Τσίκο στο τζιπ κι έφυγα. Αν σκότωνα ΑΥΤΟΝ, δεν θα αποφεύγαμε επέμβαση

των γιάνκηδων. Έκανα σωστά, έκανα λάθος; Στη ζούγκλα, έκαψα πάνω σε μια στοίβα

ξερές καλαμιές, όπως οι Μάγιας πρόγονοι, το ζεστό πτώμα του Τσίκο κι ορκίσθηκα

να πληρώσει ο Πόκα-Κόσα κι οι πάτρωνές του.

(…)«Venceremos, Ούγο, Venceremos!» άκουσα πάλι, μόλις άνοιξα τα μάτια. Ένας

δυνατός πόνος ξεψύχησε στον ώμο μου και μου ‘δωσε πίσω την ανάσα μου.

Βλέποντας με πόση λαχτάρα με κοίταζαν οι χωρικοί κι οι σύντροφοί μου,

αποφάσισα να φύγουμε όταν θα αποθεραπευόμουν. Κρυμμένοι σε μια σπηλιά τριάντα

μέτρα κάτω απ’ τη γη, ακούγαμε την αεροπορία να εξολοθρεύει τα πάντα. Ήταν «η

νύχτα που έφυγε ο Ίντι». (…) Τελευταίος μου σταθμός ήταν η Σπάρτη («ή ταν ή

επί τας» λέγανε οι Σπαρτιάτες, «το δόρυ στην καρδιά σου», λένε οι Ινδιάνοι

στην πατρίδα), όπου συνεργάσθηκα με Έλληνες συντρόφους για να στείλουμε σε

ασφαλές μέρος έναν αγωνιστή της ΡΑΦ, κι αποφασίσαμε να κάνουμε σύντομα κι από

κοινού μια επιχείρηση. Έφυγα μεταμφιεσμένος και πήγα απέναντι από ένα μικρό

νησί του Αιγαίου, που τα βουνά του μοιάζουν σαν να ‘ναι ξαπλωμένοι κεφάλι

κεφάλι ένας άντρας με γενειάδα και μια γυναίκα έγκυος. Λέω για την Κέρο,

κέντρο της παλιάς ελληνικής φυλής των Πελασγών. Ήμουν απέναντι, στο Κούφιο

νησί. Έζησα τρεις μήνες εκεί, ενώ δεν μένω πουθενά περισσότερο από δύο μήνες,

εκτός αν είμαι απολύτως ασφαλής. Αλλά ένιωσα πως το κάλλος της περιοχής

εξουδετερώνει την ασχήμια. Χάρις στην εύνοια του Αιγαίου και του Ποσειδώνα,

εντόπισα και διασκέδασα μ’ έναν Γάλλο πράκτορα αμερικανικής καταγωγής, τον

Τζον Φρανκ Πεσενί, που πίστευε πως καλυπτόταν από μια μετρημένη επίδειξη

πλούτου. Μέλημα κάθε κυνηγημένου είναι να αποκτά γρήγορα την εμπιστοσύνη των

άλλων και να πηγαίνει ο ίδιος όπου τον ζητάνε, για να μην τον πιάνουνε.(…)

Μου πήρε δύο μέρες να εκμαιεύσω από τον Πεσενί ότι τον ενδιέφερε ένα

μέλος του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, που παραθέριζε στο νησί. Δηλαδή

εγώ, ο Κανένας.

(…)Η Τερέσα ένιωσε ένα τραχύ, και συνάμα μαλακό, χέρι να τη χαϊδεύει στα

μαλλιά και άνοιξε με ανυπομονησία τα μάτια, αλλά ο Ούγο «Αλεχάντρο Ίντι»

Αλμένδρος είχε εξαφανιστεί. «Ως πότε θα σε βλέπω στον ύπνο μου, πατέρα;»,

αναρωτήθηκε σιγανά με σπασμένη φωνή, και κατόπιν «δεν θα σε πιάσουνε ποτέ, θα

σε προστατεύσω εγώ!», πρόσθεσε δυνατά με τον αυτάρεσκο εγωισμό των νέων.

«Αυτός είν’ ο πατέρας μου! Επαναστάτης, όχι κλέφτης και δολοφόνος!», συνόψισε

με ολοένα αυξανόμενο ενθουσιασμό το όνειρο που μόλις είχε διαλύσει έναν

εφιάλτη, απολαμβάνοντας την ανάμεικτη με μίαν αδιόρατη ενόχληση ευτυχία που

σου αφήνουν τα όνειρα στα οποία βλέπεις αγαπημένα πρόσωπα, ζώντα ή νεκρά.

(…)Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε τις κουρτίνες και οι ακτίνες του ήλιου

φώτισαν το καλαίσθητο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Λεωνίδας» στο οποίο είχε

καταλύσει εδώ και δυο μέρες. Από το παράθυρο αντίκρυσε την ομορφιά που είχε ο

Γερολιμένας, ένα ψαράδικο χωριό στη Μάνη της Πελοποννήσου, στην Ελλάδα. (…)

«Τώρα αρχίζουν όλα», επανέλαβε τα λόγια που είπε στη μητέρα της δόνα

Εσπεράνσα, όταν της ανακοίνωνε το ταξίδι στο άγνωστο, στο οποίο την υποχρέωνε

ο δικτάτορας με τον δημοκρατικό μανδύα. (…)Τι ήταν το ταξίδι παρά ένα

στοίχημα που θα την έφερνε όχι μόνο στον πατέρα της, αλλά και στην ανακάλυψη

του εαυτού της; Και ποιος ήταν αυτός ο Άγις, τον οποίο είχε κανονίσει να

συναντήσει η Καλυψώ, παρά ένας ακόμα σταθμός σ’ αυτή την πορεία;

Μιάμιση ώρα αργότερα, η Τερέσα αιφνιδιάστηκε αντικρύζοντας το φίλο και

σύντροφο του πατέρα της. Ήταν ένας πανύψηλος άντρας με ψαρά μαλλιά και

ηλιοκαμένο πρόσωπο, με παλάμες μεγάλες σαν φτυάρια και μάτια μαύρα σαν τις

ελιές που στόλιζαν τα αναρίθμητα ελαιόδεντρα της περιοχής, ο οποίος ήταν απ’

τους ηγέτες της ελληνικής αντίστασης κατά της δικτατορίας και γνώριζε τον

πατέρα της, που εφοδίαζε με εκρηκτικά τους Έλληνες αντιστασιακούς.

(…)Ο πατέρας της λοιπόν. Τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του ήταν

η επιμονή και η ανιδιοτέλεια. Τον γνώριζε τριάντα τόσα χρόνια. Είχε δώσει

μεγάλους αγώνες, είχε πολεμήσει με όπλο και χωρίς όπλο σε βουνά και σε πόλεις,

αλλά είχε κάνει και πολλές υποχωρήσεις, πολλές παλινδρομήσεις, αλλιώς δεν θα

ήταν δυνατό να επιβιώσει. Ο Άγις, τον οποίο ο Ούγο εμπιστευόταν απόλυτα και το

αντίθετο, δεν μπορούσε να βρει τίποτα το μεμπτό στις μεταστροφές αυτές, «ήταν

ζήτημα ζωής και θανάτου», μολονότι διαφωνούσε εξ αρχής μαζί του για τη

συνέχιση της επανάστασης. «Ας την πούμε έτσι», διευκρίνισε. Ο κόσμος

άλλαζε, κι ο Ούγο δεν φαινόταν να το αντιλαμβάνεται. Παρέμενε στην παρανομία

κάνοντας συμμαχίες με ύποπτα πολλές φορές πρόσωπα, τον αναζητούσαν οι μυστικές

υπηρεσίες τόσων χωρών, κι αν δεν είχε μια έμφυτη ικανότητα διαφυγής, θα

βρισκόταν από χρόνια στη φυλακή. Αλλάζοντας θέμα, ο Άγις χαρακτήρισε ως «μάτια

της καρδιάς ενός παιδιού» το ένστικτο που έκανε την Τερέσα να δει αυτό το

όνειρο, γιατί πράγματι ο Ούγο είχε έρθει πριν από μερικές εβδομάδες στην

Ελλάδα για να τον συναντήσει.

(…)Την επομένη το πρωί η Τερέσα ξύπνησε νιώθοντας μια χαρούμενη έξαψη, κι

ήταν από τα ελάχιστα πρωινά που η σκέψη της δεν πήγε κατευθείαν στον πατέρα

της ή τον Χουάν Μαρίνο αλλά σε κάποιον άλλον, τον Άγι. Έκανε αμέσως μπάνιο και

κατέβηκε στην τραπεζαρία να πάρει το πρωινό της. Τέλειωσε γρήγορα και βγήκε

στο δρόμο. Αλλά θα ήταν ίσως καλύτερα να μην είχε βγει. Ή μάλλον καλύτερα που

βγήκε και είδε. Είδε δυο αυτοκίνητα να συγκρούονται στον στριφογυριστό δρόμο

μπροστά στο λιμάνι, και το ένα απ’ αυτά, ένα άσπρο Όπελ, να παρεκκλίνει από

την πορεία του και να πέφτει πάνω στον Άγι που αμέριμνος τακτοποιούσε τα

δίκτυα δίπλα στη βάρκα του περιμένοντάς την να την πάει βαρκάδα και να

ψαρέψουν. (…)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΣΩΝΙΤΗΣ

Ποιος είναι

Ο Αλέξανδρος M. Ασωνίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Φοίτησε στη Νομική

Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ασχολείται με τη μετάφραση

Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων («Ψευδοκαλλισθένους: Αλεξάνδρου Βίος, «Πολυαίνου:

Στρατηγήματα, α’ και β’ τόμος»).

Το «Λάλον Ύδωρ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του. Προηγήθηκε «H Συνείδηση της

Αιωνιότητας» (Δελφίνι 1995, 1996, 1997. Εκδόσεις Πατάκη 1999)