Περίληψη

H Τερέσα Αλμένδρος φτάνει στο νησί της Καλυψούς. Είναι ένας παράδεισος για

παρακμιακούς τουρίστες από τη Δύση και η Καλυψώ είναι μια ξεπεσμένη μπαργούμαν

κάποτε πολύ όμορφη. Υπήρξε κι αυτή όπως η δασκάλα της η Αθηνά, ερωμένη του

πατέρα της. Στη διαδρομή, πηγαίνοντας να τη συναντήσει, η Τερέσα θυμάται τον

αρραβωνιαστικό της τον Χουάν-Μαρίνο Σαλαβέρι και τον μελλοντικό πεθερό της,

τον Πρόεδρο. Της είχε κάνει εντύπωση πως ο στρατός του λεηλατούσε την ύπαιθρο

και έσερνε στη φυλακή κάποιους αγρότες. Τότε πρωτοκατάλαβε πως ο Πρόεδρος

Σαλαβέρι είχε εξαπολύσει ένα λυσσαλέο κυνήγι για να εξοντώσει τους αντάρτες,

τους επαναστάτες και όσους τους βοηθούσαν. Να’ ταν άραγε και ο πατέρας της, ο

παλιός του σύντροφος, ένας απ’ αυτούς;

Ακόμα και στο αεροπλάνο, η Τερέσα Αλμένδρος δεν μπορεί να αποδιώξει την

αίσθηση πως την παρακολουθούν. (…) Έξω από το παράθυρο, ένα νησί στέκει στη

θαμπή θάλασσα σαν ασπίδα.(…) Είναι μια παγίδα για τουρίστες έξω από τη

βορειοδυτική Αφρική, μια κόλαση πολύ μακριά από την πατρίδα της Τερέσα, όμως

βολικά κοντά με το αεροπλάνο από τις πλούσιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. T’

αεροδρόμιό του είναι μικρό αλλά υπερσύγχρονο, και τα μέτρα ασφαλείας

υποδειγματικά, σχεδιασμένα να διαφυλάσσουν την εμπιστοσύνη των Εγγλέζων και

Γερμανών εκδρομέων που έρχονται για να απολαύσουν τον ήλιο, το φτηνό φαγητό

και τις χρυσαφένιες ακρογιαλιές. Για να διασφαλιστεί πως δεν θα αμαυρώσουν

τρομοκράτες και κακοποιοί το καλό όνομα αυτού του γεμάτου ξενοδοχεία

παράδεισου, η Τερέσα και οι συνταξιδιώτες της υποβάλλονται σε εξονυχιστική

έρευνα με το που φτάνουν στο αεροδρόμιο. (…) Πίσω από την Τερέσα, ένας

μαυριδερός άντρας με δυστυχισμένη όψη οδηγείται παράμερα από έναν άλλο φρουρό

ασφαλείας που κρατά ένα κουτί λαστιχένια γάντια μιας χρήσης.

«Αν θα ‘χατε την ευγένεια να περάσετε από δω, κύριε Χούντο», λέει ο φρουρός.

Ένας άλλος άντρας μόλις προβάλλει από το δωμάτιο σωματικής έρευνας, άκαμπτος

σαν κατσαδιασμένος φαντάρος. Χαιρετά με θλιμμένη, ταπεινωμένη έκφραση τον

κύριο Χούντο, που έρχεται προς το μέρος του σαν να λέει: Αχ, η αδικία να ‘χεις

γεννηθεί με πρόσωπο κακούργου.

«Καλές δουλειές στη χώρα μας», λέει ο φρουρός ασφαλείας στην Τερέσα

χαμογελώντας αυτάρεσκα.

Αποδείχνεται δυσκολότερο απ’ όσο πίστευε η Τερέσα να βρει το μπαρ «Καλυψώ».

Δεν είναι ένα από τ’ απρόσωπα, καλοσυντηρημένα μπιστρό στην παραλία, ούτε ένα

από τα μπαρ-σαλόνια για επιχειρηματίες σ’ ένα από τα ξενοδοχεία που ανήκουν σε

μεγάλες αλυσίδες. Τα τουριστικά φυλλάδια δεν το αναφέρουν, κι όταν το βρίσκει

η Τερέσα στον τηλεφωνικό κατάλογο, η καταχώρηση είναι μικρή και παλιομοδίτικα

γραμμένη.

«Καλύτερα να μην πας εκεί», αποκρίνεται ο οδηγός του ταξί όταν του λέει η

Τερέσα πού πηγαίνει. (…) Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η τουριστική όαση έχει

εξαφανιστεί σαν αντικατοπτρισμός κι ο δρόμος είναι ανώμαλος και γεμάτος χώμα,

ένα σκονισμένο φιδωτό μονοπάτι ανάμεσα σε οροσειρές. Χωριουδάκια, μια χούφτα

παράγκες το καθένα, είναι σκορπισμένα στις δυο μεριές του δρόμου, σαν

σκουπίδια που άδειασαν οι θεοί από ψηλά, μέσ’ από μια πλαστική σακούλα, όταν

δεν κοίταζε κανένας. Τα σπίτια είναι ραγισμένα, με σκουριασμένες στέγες,

ετοιμόρροπα από τη σαπίλα. Ακαθαρσίες λαμπυρίζουν στα ρείθρα. Συμμορίες

μελαψών γυμνών παιδιών στέκουν κοιτάζοντας σκυθρωπά καθώς το ταξί της Τερέσα

διασχίζει γοργά τις άθλιες γειτονιές τους.

«Ηχώρα μας πηγαίνει κατά διαόλου», λέει ο οδηγός, αδιάφορα, σαν να

προειδοποιεί την Τερέσα για ένα πρόβλημα στην ανάρτηση του αμαξιού.

«Ναι, ραγίζει η καρδιά μου να βλέπω τόση εξαθλίωση στον υπό ανάπτυξη κόσμο»,

λέει η Τερέσα ακονίζοντας τις διπλωματικές της ικανότητες, που θα της

χρειαστούν όταν γίνει Τερέσα Σαλαβέρι, πολιτιστική πρέσβειρα και μέλος μιας

προεδρικής οικογένειας.

«Υπό ανάπτυξη!», χλευάζει ο οδηγός. «Τα μοναδικά πράγματα που αναπτύσσονται

έξω απ’ την τουριστική Ντίσνεϊλαντ της λαμπρής μας πρωτεύουσας είναι η

φυματίωση και το έιτζ. Τα σχολειά είναι άδεια, τα νοσοκομεία ξέχειλα, και

κανείς δεν δίνει πεντάρα όσο παίζει ακόμα η μουσική μες στην ντίσκο. Αυτή η

χώρα βιάστηκε πρώτα από τους Γάλλους, έπειτα απ’ τους Αμερικανούς, και τώρα

πήραν την σκυτάλη τα δικά μας καθάρματα, οι πολιτικοί. Ο Πρόεδρός μας βούτηξε

κάποτε είκοσι εκατομμύρια δολάρια απ’ το δημόσιο ταμείο, δύο μέρες αφού μας

δόθηκε ξένη βοήθεια είκοσι δύο εκατομμυρίων. Το χωρά ο νους σου;».

«Έ… έχω ακούσει να συμβαίνουν παρόμοια πράγματα στη χώρα μου».

«Βλέπεις εκείνα εκεί τα δένδρα;». «Οι άνθρωποι που καλλιεργούν τούτη τη γη

λιμοκτονούν. Τα φρούτα είναι μονάχα για πώληση. Στους Εγγλέζους και τους

Γερμανούς που γίνονται τύφλα στα θέρετρα και λιάζονται στις παραλίες».

«Λυπάμαι», λέει η Τερέσα.

«Δεν φταις εσύ», λέει ο οδηγός του ταξί πασχίζοντας να δει καλά στον καθρέφτη

δυο αμάξια που θα ‘βαζε στοίχημα πως τους ακολουθούν από τότε που βγήκαν από

την πρωτεύουσα. «Έτσι είναι γραφτό».

Το μπαρ «Καλυψώ» πρέπει να ήταν μια φορά κι έναν καιρό εντυπωσιακό. Είναι

ευρύχωρο κι επιβλητικά σχεδιασμένο, με σκεπαστή βεράντα, αυλή και πέτρινο

σιντριβάνι, περιστοιχισμένο από φοίνικες και με θέα σε έναν παρθένο κόλπο με

οστέινα άσπρη άμμο και γαλανή θάλασσα. Όμως το σιντριβάνι είναι ραγισμένο και

γεμάτο λειχήνες, τα τραπέζια στην αυλή είναι άδεια, η μπογιά στις καρέκλες

φουσκαλιασμένη από τον ήλιο. Κουρτίνες από τούλι, βαλμένες για να προστατεύουν

υποτίθεται την πελατεία από τα έντομα, τώρα δεν είναι παρά αραχνιασμένα

κουρέλια που κυματίζουν στο αεράκι.

O οδηγός του ταξί, προτού ν’ αφήσει την Τερέσα, της εξηγεί πως τούτος ο κόλπος

ήταν αγαπημένο μέρος των Αμερικανών κι Αυστραλών φτωχοτουριστών το ’70, ένας

προορισμός της μόδας, που θεωρούνταν πιο «αυθεντικός» από το τουριστικό

κέντρο. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική αναταραχή αμαύρωσε το καλό όνομα που είχε η

περιοχή για τους συνειδητοποιημένους και διψασμένους για περιπέτεια νεαρούς

του δυτικού κόσμου. Δεν εξαφανίστηκαν παρά μια ντουζίνα Αμερικανοί, το πολύ

είκοσι, στη διάρκεια της χειρότερης από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις

καταστολής στις αρχές του ’80, όμως ήταν αρκετοί για να σταματήσουν οι σέρφερ

και οι μποέμ να έρχονται. Το μπαρ «Καλυψώ», που κάποτε σερβίριζε θαλασσινές

νοστιμιές και μεγάλη ποικιλία ξένων αλκοολούχων ποτών, εκφυλίστηκε γοργά σε

μαγαζί που πουλά μόλις τρία είδη μπίρας και σερβίρει λιπαρά γεύματα βιαστικά

μαγειρεμένα από κατεψυγμένα τρόφιμα. Ολάκερο το μέρος βρωμά μαρασμό κι

αποσύνθεση, ένας ψωριάρης σκύλος λαγοκοιμάται στη βεράντα, και η Τερέσα

δυσκολεύεται να φανταστεί πώς μπόρεσε ο πατέρας της να περάσει εδώ κάμποσα από

τα χρόνια της εξορίας του.

«Θα γυρίσω να σε πάρω γύρω στις έξι τ’ απόγευμα», λέει ο οδηγός του ταξί.

(…) H Τερέσα κοιτάζει το ρολόι της και υπολογίζει, από την ώρα του Χουάν

Μαρίνο, τη δική της εδώ. Εύχεται το μπαρ «Καλυψώ» να σερβίρει φαγητό.

«Μπες, μπες, κάθησε, κάθησε», λέει η ιδιοκτήτρια του «Καλυψώ» όταν μπαίνει η

Τερέσα. «Τι θα ‘θελες να πιεις;».

«Θα ‘θελα να φάω κάτι, αν γίνεται».

H γυναίκα βάζει τα χέρια της στους γοφούς της, που δείχνουν καλοσχηματισμένοι

μες στο ακριβό αν και κάπως παλιομοδίτικο φόρεμά της. Είναι ολοφάνερα πολύ

μεγάλη, όμως έχει διατηρήσει το παλιό της σώμα και το μακιγιάζ της, που ‘ναι

παχύ σαν μάσκα, κάνει το πρόσωπό της να δείχνει αγέραστο.

«Να φας;», χαμογελά απολογητικά. «Αυτό θα μας πάρει λίγο χρόνο. Πρέπει να

πιάσουμε το ζώο πρώτα, χα, χα, χα!».

Το γέλιο της είναι δίχως ευθυμία και βραχνό από το μακρόχρονο κάπνισμα. H

μυρωδιά του αλκοόλ αρωματίζει την ανάσα της, το φόρεμά της, με το βαθύ

ντεκολτέ του, μετά βίας σκεπάζει τις ρώγες της, τα μακριά, ψεύτικα νύχια της

είναι αφρόντιστα. Παρ’ όλα αυτά, δείχνει φιλικό πλάσμα, και η Τερέσα δεν τη

φοβάται. Έχει κάτι μητρικό απάνω της, ένα απελπισμένο ένστικτο γαλουχίας και

καλοσύνης, που εμποδίζει την απόγνωση να τσακίσει τ’ αφράτο της κορμί.

«Κάτσε όπως και να ‘χει», προτρέπει την Τερέσα. «Θα ξυπνήσω το μάγειρα και θα

του πω πως είναι επείγον. Στο μεταξύ, μπορούμε να πιούμε κάτι. Ελπίζω να μην

ήρθες για να πουλήσεις τίποτα. Είμαι ταπί. Το μαγαζί πηγαίνει κατά διαόλου».

«Όχι… όχι, δεν…». H Τερέσα διστάζει για μια στιγμή, αναρωτιέται αν θα

‘πρεπε να πλάσει μια ιστορία, ένα δίχτυ από ψέματα για να παγιδέψει μέσα του

μικρά, αόριστα στοιχεία γι’ αυτό που θέλει να ανακαλύψει. Θα μπορούσε να

σκαρφιστεί χαρακτήρες και μια πειστική αφήγηση, με την ελπίδα να ανταμειφθεί

μ’ ένα κομματάκι αλήθειας. Αχ, όμως είναι ξάγρυπνη κι αποκαμωμένη, και μοιάζει

να την περιμένει ένα μακρύ ταξίδι γεμάτο απογοητεύσεις, με τον κίνδυνο να

σπαταλήσει μια αιωνιότητα υπομένοντας την κουβέντα ανθρώπων που σίγουρα δεν θα

ξέρουν τίποτα για τον πατέρα της.

Συν τοις άλλοις, δεν είναι ντετέκτιβ, κι αν πασχίσει να παίξει αυτό το

παιχνίδι, όλοι οι καταφερτζήδες, οι αγύρτες και οι ψεύτες θα την τυλίξουν στα

δίχτυα τους διασκεδάζοντας με την αφέλειά της. H μοναδική της ελπίδα είναι να

χρησιμοποιήσει την αθωότητά της, με ευθύτητα, σαν όπλο. Παίρνει βαθιά ανάσα

και γλείφει τα χείλη της.

«Γυρεύω τον πατέρα μου», δηλώνει κοιτάζοντας κατάματα τη γριά. «Ζούσε μαζί σας

κάποτε».

Οι λέξεις πλανιούνται στον αέρα για μια στιγμή, κι ύστερα τις σκεπάζει ο

αγέρας στα δέντρα και τα κύματα στην ακτή. H γυναίκα ανοιγοκλείνει αργά τα

μάτια της, που ‘ναι όμορφα ακόμα, αλλά κόκκινα γύρω γύρω, με τις βλεφαρίδες

τους γεμάτες πηχτή μάσκαρα. Χαϊδεύει με τον αντίχειρα και το δείχτη τη

γλιστερή επιφάνεια του ποτηριού της κι ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα γεμάτα

χείλη της.

«Αχ ναι», ομολογεί, με τη φωνή της σιγανή και προκλητική, απολαμβάνοντας τις

λέξεις που ετοιμάζεται να πει στη θυγατέρα του Ούγο Αλμένδρος. «Ήταν ο

καλύτερος αγαπητικός που ‘χα ποτέ».

ΜΙΣΕΛ ΦΕΪΜΠΕΡ

Ποιος είναι

Ο Michel Faber γεννήθηκε στην Ολλανδία, μεγάλωσε στην Αυστραλία και ζει στην

ορεινή Σκωτία. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Some

Rain Must Fall (1998) κέρδισε το βραβείο του Scottish Arts Council καθώς και

το βραβείο Saltire για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς το 1999. Είναι όμως με

το μυθιστόρημά του Under the skin (Κάτω από το δέρμα) που ο Φέιμπερ έγινε

γνωστός σε κοινό και κριτικούς, και μεταφράστηκε ήδη σε δεκαπέντε γλώσσες.


Ακολούθησαν οι δύο νουβέλες The Hundred and Ninety-Nine Steps (2001) και The

Courage Consort (2002) που συγκεντρώθηκαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κάτω

από τον γενικό τίτλο «H γυναίκα και το φάντασμα». Το 2002 εκδόθηκε επίσης το

πολυσέλιδο μυθιστό-ρημά του The Crimson Petal and the White.