Στη συζήτηση για τις «νεοειδωλολατρικές περιπλανήσεις» ή τον «νεοπαγανισμό»

και συνακόλουθα για τη «συνάντηση των δύο κόσμων, ελληνικού και χριστιανικού»,

που έχει φουντώσει για τα καλά, χωρίς δυστυχώς «ο ζήλος» των μεν και η «πίστη»

των δε να επιτρέπουν νηφάλια προσέγγιση του θέματος, ανακυκλώνεται ανάμεσα σε

άλλα το επιχείρημα ότι χριστιανοί έκτιζαν τις εκκλησιές τους πάνω σε ερείπια

αρχαίων ναών που προϋπήρχαν ή γκρέμιζαν οι ίδιοι. Ιδιαίτερα εξαίρεται και

συγκινεί το γεγονός ότι αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτικός διάκοσμος που

αποσπώνταν βίαια ή κουτσουρεύονταν από τους νεοφώτιστους ενσωματώνονταν στην

τοιχοποιία των νέων κτισμάτων. Παλαιά και νέα στοιχεία, τα δεύτερα βέβαια

ακέραια, ενώ τα πρώτα συντρίμμια, συνυπήρχαν αρμονικά και χωρίς χάσματα ή

κενά.

Σε μεταγενέστερες μάλιστα εποχές εκκλησιαζόμενοι ή και απλοί επισκέπτες

βλέποντας αρχαιοελληνικά ενθέματα σε προσόψεις ναών και ιερών ενατένιζαν

αισθητικά, όπως εμείς σήμερα, τις συχνά τυχαίες αυτές επιμειξίες και

γοητεύονταν μεγάλως. Επιπλέον εκλαμβάνανε το πράγμα ως συνδιαλλαγή και σύνθεση

των δύο πολιτισμών και κόσμων και ως απεικόνιση του ιδεώδους που σχεδίασε και

πλαστούργησε η Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος, κατά τον Στ. Κουμανούδη, Σχολή, στο

πλαίσιο της οποίας ευνοήθηκε το γραμματικά άψογο σύνθετο «ελληνοχριστιανικός»,

σε χρήση ήδη από το 1854.

Πρόσφατη έκφραση της συμπαρουσίας και σύζευξης ελληνικών και χριστιανικών

στοιχείων οφείλουμε στη γραφίδα του Νίκου Ζία. Ο γνωστός καθηγητής περιγράφει

εκκλησία στην Κεριά της Μάνης που ανεγέρθηκε έναν αιώνα αφότου οι κάτοικοι του

απόκρημνου και πετρώδους λακωνικού χώρου έπαψαν οψιμότατα να αποκαλούνται

«Έλληνες», δηλαδή εθνικοί ή ειδωλολάτρες, άρα κατά τον 10ο αιώνα.

Γράφει ο N. Ζίας, όχι ομολογουμένως χωρίς πολλή προσοχή και φραστική

περίσκεψη, συναισθανόμενος ότι η ομολογία πίστης στην οποία προβαίνει με τόση

θέρμη (δις) απειλεί να υπονομεύσει τα ίδια του τα συμπεράσματα: «πόσο φυσικά

οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί παντρεύανε την προηγούμενη δουλειά τους όπως

μορφοποιείται στις μαρμάρινες πλάκες της προχριστιανικής τους ζωής με τη νέα

πίστη, τη χαρά της σωτηρίας τους. Ένας σταυρός και τα ανάγλυφα παίρνουν άλλο

τώρα νόημα και λειτουργία» («ΤΟ BHMA», Κυριακή 28.9.2003). Άρα; Εντοιχίζοντας

στις ανεγειρόμενες εκκλησιές τους οι πριν από λίγο «ειδωλολάτρες και

προσκυνητές των ειδώλων» (κατά τον πλεονασμό του Πορφυρογέννητου) επιγραφές,

ανάγλυφα και σπασμένα αγάλματα είχαν τη συνείδηση ότι επιτελούν πολιτισμικό

γάμο ή έστω επιγαμία;

Ή, αλλιώς, πώς αισθάνονταν οι πιστοί κάθε φορά που ένας αρχαίος ναός περνούσε

με ολική ή μερική ανακαίνιση στη νέα του χρήση και λειτουργία; Υπάρχουν

μαρτυρίες; Υπάρχουν πολλές. Από αυτές θα προτιμήσουμε την ακόλουθη και για τον

τόπο, τη Συρία, που έχει υπέρ αυτού και την επικαιρότητα και το πνευματικό

βάθος μιας από τις αυθεντικότερες και πλουσιότερες κοιτίδες του χριστιανισμού

και για τον μεταιχμιακό χρόνο, περίπου 500 μ.X., γνησίως καβαφικό και άρα

σωφρονιστικό για όλους μας.

Στη Συρία λοιπόν, στα Ζόαρα και στον εκεί ναό του Αγίου Γεωργίου βρέθηκε

αφιερωματική επιγραφή. Ας τη διαβάσουμε (τα παρένθετα σχόλια βέβαια δικά μας):

«Θεού γέγονεν οίκος / το των δαιμόνων καταγώγιον (= άντρο, κέντρο ακολασίας,

δηλ. ο αρχαίος ναός!!)· / φως σωτήριον έλαμψεν (η «χαρά της σωτηρίας τους» στο

κείμενο του N. Ζία), / όπου σκότος εκάλυπτεν (= σκέπαζε τα πάντα)· / όπου

θυσίαι ειδώλων (= στα είδωλα), / νυν χοροί αγγέλων (ψαλμωδίες και αρχαϊκοί

ύμνοι;)· / όπου Θεός παρωργίζετο, / νυν Θεός εξευμενίζεται».

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.