Ο Δάνης Κατρανίδης στο ιστιοπλοϊκό του: το αγαπάει όσο και το θέατρο, λέει

Κλείνει τριάντα δύο χρόνια στο θέατρο φέτος ο Δάνης Κατρανίδης. Από το 1971,

που τελείωσε τη δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη και ντεμπουτάρισε

επίσημα στον Χορό των «Περσών» του Αισχύλου που είχε ανεβάσει ο Τάκης

Μουζενίδης με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο.

Ύστερα από τριάντα δύο χρόνια έχετε επιχειρήσει απολογισμό;

«Αρνούμαι. Γιατί κατ’ αρχάς δεν τα έχω συνειδητοποιήσει αυτά τα χρόνια. Μόνο

τα παιδιά στη σχολή (σ.σ.: διδάσκει πολλά χρόνια υποκριτική, τελευταία στη

δραματική σχολή «Ίασμος») με κάνουν να τα σκέφτομαι. Όχι, δεν νεάζω… Απλώς,

νιώθω σαν να μην έχω ούτε τα μισά απ’ αυτά τα χρόνια στο θέατρο. Ούτε

ανασφάλειες έχω. Την αγωνία έχω να κάνω κι άλλο ένα βήμα κάθε φορά. Γιατί

πολλά απ’ αυτά που έχω κάνει, είναι πια ξεπερασμένα. Ο ίδιος το βλέπω. Με

νοιάζει πάντα το θέατρο. Πολύ. Όχι ότι δεν κάνω λάθη… Αλλά όταν δεν έχω

σχολή «κρατώ» τη μέρα μου, τις δυνάμεις μου, για το βράδυ, για την παράσταση.

Όπως γίνεται στον αθλητισμό. Δεν εννοώ να μη δίνω την ανάσα μου».

Έχετε παίξει από τραγωδία μέχρι μιούζικαλ και επιθεώρηση. Αντιμετωπίζετε ως

ισάξια όλα τα είδη θεάτρου; Και σας γεμίζουν το ίδιο;

«Ως ισάξια τα αντιμετωπίζω. Με το ίδιο πάθος και την ίδια τρέλα ορμάω σ’ όλους

τους ρόλους. Αλλά δεν με γεμίζουν το ίδιο. Δεν γίνεται να με γεμίζουν το ίδιο.

Είναι δυνατόν να σε γεμίζει το ίδιο ένα φλερτ και ο έρωτας της ζωής σου; Ούτε

η παραλία του Αλίμου είναι ίδιο πράγμα με τον Ατλαντικό. Άλλο βάθος έχουν. Δεν

έχω υποτιμήσει κανένα είδος. Ο Μινωτής με έλεγε «ηθοποιό πασπαρτού». Αλλά ένα

νούμερο επιθεώρησης, όσο βαθιά κι αν «βουτήξεις» μέσα του, δεν έχει μεγάλο

βάθος. Κάποια στιγμή θα τελειώσει.

Οι μεγάλες διαδρομές, οι μεγάλες αγάπες, με τα μεγάλα πράγματα έρχονται. Αυτά

είναι που σου δίνουν τις μεγάλες ανάσες, για να αναμετρηθείς με τη μικρότητά

σου. Το «μικρό» έργο αναδεικνύει τον ηθοποιό, γιατί του δίνει την ευκαιρία να

το φτάσει και να το ξεπεράσει. Υπάρχουν ηθοποιοί που έγραψαν ιστορία στο

ελληνικό θέατρο χωρίς να παίξουν μεγάλα έργα. Και ήταν σπουδαίοι. Αλλά στον

μεγάλο ρόλο τα πράγματα είναι αλλιώς. Αν δεν είσαι ικανός όχι να τον

ξεπεράσεις αλλά να αρθείς έστω στο ύψος του, εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα».

Πολλοί συνομήλικοί σας ομότεχνοι έχουν στραφεί στο αρχαίο δράμα. Εσάς δεν

σας βλέπω να… κόπτεστε;

«Δεν είναι ότι δεν το επιδιώκω. Και προτάσεις μού έχουν γίνει, που έτυχε να

μην προχωρήσουν. Αλλά ποτέ δεν πίεσα πράγματα και καταστάσεις. Γιατί δεν έχω

το άγχος να αποδείξω τίποτα και σε κανέναν. Αυτό το άγχος που διαπιστώνω γύρω

μου: να αποδείξουν ότι «μπορούν».

Αλλά οι χώροι που μεγαλούργησε το αρχαίο δράμα δεν είναι Κολυμβήθρα του

Σιλωάμ. Εξάλλου, δεν μου λείπει η ταυτότητα του «ποιοτικού ηθοποιού». Ο κόσμος

κρατάει, κατά περίεργο τρόπο, ένα δεφτέρι μέσα του. Και όλους μάς έχει

τοποθετήσει».

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αιγάλεω. Κρατάει ακόμα τη λαϊκότητα και τη ζεστασιά

του παιδιού της αθηναϊκής συνοικίας της δεκαετίας του ’50. Ταχύλογος, με λόγο

στακάτο, μια υποψία έρρινο, με το χαμόγελο πάντα στο στόμα και στα μάτια,

μοιάζει ακόμα στη διάθεση με τον νεαρούλη που τον θυμάμαι, αρχές δεκαετίας του

’70, να κάνει ντεμπούτο στην αρχαία τραγωδία με τον Μενοικέα στις «Φοίνισσες»,

με το ΚΘΒΕ. Και τη διάθεση αυτή την κρατάει και στη σκηνή.

Ο πατέρας Πόντιος. H μάνα του από τη Σαλαμίνα. Από ‘κεί κρατάει, φαίνεται, και

η αγάπη του για τη θάλασσα. «Τα καλοκαίρια, όλο στη Σαλαμίνα ήμασταν. Το πρωί

στη θάλασσα, για ψάρεμα και μπάνιο, και το βράδυ στο σινεμά. Είχα και έναν

θείο, τον μπάρμπα-Γιάννη, που ήταν ναυτικός σε καραβάκια της γραμμής. Το

‘σκαγα και πήγαινα μαζί του στο καραβάκι. Αυτό το πάθος μου για τη θάλασσα δεν

έσβησε. Δεν ξεφεύγεις από τον εαυτό σου».

Χρόνια τώρα έχει ένα ιστιοπλοϊκό και τρέχει σε αγώνες. Και διακρίνεται κιόλας!

«Θάλασσα και θέατρο έχουν τρομακτικές συγγένειες. Κατ’ αρχάς και το ένα και το

άλλο τρόπος φυγής είναι. Μετά, και στα δύο τίποτα δεν είναι σίγουρο. Όλα

μοιάζουν ωραία και όλα μπορεί να γίνουν κόλαση μέσα σε λίγα λεπτά. Αλλά και το

πλήρωμα που θα φτιάξεις για να ταξιδέψεις, και στα δύο, δεν ξέρεις ποτέ πώς θα

καταλήξει… Από την άλλη, η θάλασσα μου έχει κάνει ένα μεγάλο καλό: με

«προσγειώνει» στην πραγματικότητα».

«Ο «Βικτόρ» είναι έργο του μέλλοντος»

«Ο «Βικτόρ» ήταν πρόταση του Γιώργου Μιχαηλίδη. Ήρθε σχεδόν καρμικά. Επρόκειτο

να ανεβάσω το έργο και το ανέβαλα για καθαρά τεχνικούς λόγους. Μετά ήρθαν

άλλα. Είπα, άστο. Και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και μου προτείνει τον ρόλο ο

Γιώργος Μιχαηλίδης. Διασταυρωθήκαμε… Δεν είχα δίλημμα ούτε στιγμή».

Τι σας ενδιέφερε στο έργο και το είχατε ήδη επιλέξει;

«Όταν διαβάζω ένα έργο, λειτουργώ σαν θεατής. Μου μίλησε από την πρώτη στιγμή

που το διάβασα, στη δραματική σχολή. Είναι ένα έργο του μέλλοντος. H

διορατικότητα του Βιτράκ, αυτή η παιδικότητα, η παράνοιά του, η ικανότητά του

να λέει αλήθειες μέσα από μια τόσο απλή ιστορία, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο

στον θεατή, χωρίς να του κάνει μάθημα, αυτή η ικανότητα να λέει τα μεγάλα και

τα δύσκολα σαν μέσα από ένα παιχνίδι, σαν μέσα από κόμικ, με αφήνει άναυδο.

Και ο ρόλος δεν έχει ηλικία. Το θέμα βέβαια για τον ηθοποιό δεν είναι να

καταλάβει τον συγγραφέα και τον ρόλο. Αλλά να τον νιώσει, να τον βιώσει και να

μπορέσει να τον μεταδώσει. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που θα έχω σκηνοθέτη τον

Γιώργο Μιχαηλίδη».