Αυξάνονται εδώ τον τελευταίον καιρό τα περιστατικά μεγαλεμπόρων που στοκάρουν

τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης εν όψει της εισβολής στο Ιράκ… Άκουσα χθες

τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Γιασάρ Γιακίς να προσπαθεί να δώσει απάντηση

στις πιεστικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων σχετικά με την επαμφοτερίζουσα

στάση της Τουρκίας. Απάντησε σιβυλλικά. Το νέο σύνθημα της Άγκυρας είναι

«προσπαθούμε να καταστήσουμε τη συνεργασία μας με τις ΗΠΑ μεστή νοήματος».

Θα μπει η Τουρκία στον πόλεμο ή δεν θα μπει, θα διαθέσει αεροπορικές βάσεις

και λιμάνια στις αμερικανικές δυνάμεις ή όχι, θα επιτρέψει να ανοίξει το

μέτωπο από τον Βορρά ή δεν θα το επιτρέψει, πόσους Αμερικανούς στρατιώτες θα

δεχθεί στο έδαφος της, ογδόντα χιλιάδες ή δεκαπέντε, καταβάλλει προσπάθειες

ειρηνικής λύσης ή παίζει κάποιο παιχνίδι;

Βρήκα, νομίζω, μιαν εξήγηση για το τι κρύβεται πίσω από τα «θα δούμε, μπορεί,

ίσως» της Άγκυρας. Είναι μια επιστολή. Ήταν μια πληροφορία που βγήκε το

περασμένο Σάββατο (18/1) στριμωγμένη μέσα στην είδηση σχετικά με τη συνάντηση

που είχε ο πρωθυπουργός Αμπντουλάχ Γκιουλ με τους αρχηγούς της

εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης για το θέμα του Ιράκ. Ο Γκιουλ αποκάλυψε

στους αρχηγούς ότι στα μέσα Δεκεμβρίου έλαβε επιστολή από τον Αμερικανό

πρόεδρο Τζορτζ Μπους που προκάλεσε σοκ στη νέα κυβέρνηση.

Στην επιστολή, ο Μπους ζητούσε με ύφος δριμύ και περιφρονητικό, σαν να

απευθυνόταν σε πρωθυπουργό μπανανίας, «να εκπληρωθούν τα αμερικανικά αιτήματα

εντός τριών ημερών». «Τέτοια επιστολή,» είπε ο Γκιουλ, «είχε να λάβει η

Τουρκία από το 1964», εννοώντας την περίφημη επιστολή Τζόνσον, που είχε

αποτρέψει τότε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, εξακολουθεί, όμως, να

θεωρείται «μνημείο προσβολής της τουρκικής αξιοπρέπειας».

Κάνω μια υπόθεση και προς στιγμή μού φαίνεται ξεκάθαρο πως πίσω από τη στάση

της υπεροψίας απέναντι σε επιτελάρχες, Αμερικανούς και Βρετανούς κυβερνητικούς

αξιωματούχους που επισκέπτονται δις την ώρα την Άγκυρα αυτόν τον καιρό,

κρύβεται η εθνική υπερηφάνεια. Τι πιο «μεστό νοήματος»;