Συγγραφείς άγνωστοι σχεδόν στο ευρύ κοινό, που ξεχωρίζουν όμως με την

ιδιαιτερότητα της φωνής τους, είναι οι μεγάλοι νικητές των φετεινών κρατικών

βραβείων λογοτεχνίας, τα οποία αποφασίστηκαν χτες. Το μεγάλο βραβείο δόθηκε

στον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, ενώ βραβεύτηκαν και οι: Ζυράννα Ζατέλη, Μένης

Κουμανταρέας, Κωστής Παπαγιώργης, Μάριος Μαρκίδης, Δημήτρης Καλοκύρης – και

εκτός φωτογραφίας ο Αριστείδης Μπαλτάς

Σαν να ήθελε να ξεπληρώσει τους λογαριασμούς της με αδικημένες φωνές,

αδικημένα αφηγηματικά είδη, αδικημένες στοχαστικές προσεγγίσεις, η Επιτροπή

Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας απένειμε χθες τις ύψιστες λογοτεχνικές

διακρίσεις, αναδεικνύοντας ώριμους και δόκιμους συγγραφείς που – στην

πλειονότητά τους – κινούνται εκτός main stream. Κάτι που μπορεί να θεωρηθεί

εκκεντρικό στα μάτια της λογοτεχνικής πιάτσας και του κοινού αλλά που, παρ’

όλα αυτά, συνιστά μια πρόταση καινοτομίας.

Όσο για το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο, αυτό αποενοχοποιεί την Πολιτεία που έρχεται

δεύτερη μετά τη, θεωρούμενη ως συντηρητική, Ακαδημία Αθηνών, τιμώντας

(ομόφωνα) για το σύνολο του έργου του τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Τον ποιητή που

το 1949 είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο για το

δημοκρατικό φρόνημά του, που μίλησε «για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων

στρατιωτών, για τις πυρπολημένες πόλεις και για το δάκρυ των μελλοθανάτων»,

που απο καιρό έχει αποφασίσει να σιωπά παραμένοντας πάντα σε εγρήγορση.

Τα υπόλοιπα βραβεία μοιράστηκαν ως εξής;

Βραβείο Μυθιστορήματος: Η επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού, σε

αντίθεση με την κριτική επιτροπή του περιοδικού «Διαβάζω» που δεν κατάφερε να

βρει κανένα μυθιστόρημα του 2001 άξιο για βράβευση, ξεχώρισε έπειτα από

αλλεπάλληλες ψηφοφορίες δύο φιλόδοξα κοινωνικά μυθιστορήματα στα οποία

απονέμει το βραβείο εξ ημισείας. Το «Δύο φορές Έλληνας» (Εκδόσεις Κέδρος) του

Μένη Κουμανταρέα (που τιμάται για τέταρτη φορά σε τριάντα χρόνια) και το «Με

το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» (Εκδόσεις Καστανιώτη) της Ζυράννας Ζατέλη

(που τιμάται για δεύτερη φορά από το 1994). «Αν ήταν να μοιραζόμουν το βραβείο

με κάποιον άλλον, δεν ξέρω πώς θα ένιωθα, όμως επειδή συμπαθώ και εκτιμώ τη

Ζυράννα, είμαι πολύ χαρούμενος» είπε στα «ΝΕΑ» ο Μένης Κουμανταρέας.

Βραβείο Διηγήματος: στο «Μουσείο των αριθμών» (Εκδόσεις Άγρα) του

Δημήτρη Καλοκύρη (κατά πλειοψηφία). Γεννημένος το 1947, ποιητής, εικαστικός

και πεζογράφος σουρεαλιστικής έμπνευσης, δημιουργός περιοδικών που άφησαν τη

σφραγίδα τους στη λογοτεχνική ζωή (Τραμ, Χάρτης), ο Καλοκύρης είχε τιμηθεί με

το ίδιο βραβείο το 1996 για την «Ανακάλυψη της Ομηρικής».

Βραβείο Ποίησης: στο «Παρά Ταύτα» (Εκδόσεις Νεφέλη) του Μάριου Μαρκίδη

(με μία ψήφο κατά). Ψυχίατρος, γεννημένος το 1940, που πρωτοεμφανίστηκε στα

γράμματα το 1962, ο Μαρκίδης από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Β’

μεταπολεμικής γενιάς, έχει γράψει ποιήματα ομοιοκατάληκτα και σε ελεύθερο

στίχο, συνομιλώντας συχνά με παλαιότερους ποιητές και διακρίνεται για το κλίμα

καρυωτακικής ειρωνείας που διαποτίζει τη δουλειά του.

Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας: στον «Κανέλλο Δεληγιάννη» (Εκδόσεις

Καστανιώτης) του Κωστή Παπαγιώργη (ομόφωνα). Γεννημένος το 1947, συγγραφέας με

ερεθιστική σκέψη που έχει γράψει για τη μέθη, τη ζηλοτυπία, τη μισανθρωπία, τη

μνησικακία, τη φιλία, τον πόλεμο κ.α,, ο Παπαγιώργης υπογράφει εδώ το

ιδιόρρυθμο πορτρέτο μιας αμφιλεγόμενης μορφής του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Βραβείο Δοκιμίου Κριτικής: στο «Αντικείμενα και όψεις εαυτού» (Εκδόσεις

Εστία) του Αριστείδη Μπαλτά (ομόφωνα). Καθηγητής φιλοσοφίας στο Εθνικό

Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο Μπαλτάς διακρίνεται για τη λογοτεχνικότητα των

στοχαστικών δοκιμίων του που συγγενεύουν με το πνεύμα του φιλοσόφου της

αποδόμησης Ζακ Ντεριντά.

Την Κριτική Επιτροπή αποτελούσαν η Τζίνα Πολίτη, ο Έκτωρ Κακναβάτος, ο

Δημήτρης Δημητρούλης, ο Δημήτρης Τσατσούλης, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Αναστάσης

Βιστωνίτης, η Κίρκη Κεφαλέα, η Βίκυ Πάτσιου και από το ΥΠΠΟ ο Κ. Κορούλης.

Πρόεδρος, ο Γιώργος Βέλτσος, που η παρουσία είχε αμφισβητηθεί επειδή δεν είναι

φιλόλογος και που από παλιά έχει υποστηρίξει πως πιστεύει σε μια κρίση η οποία

να μην ακολουθεί το κοινό αίσθημα και να παρεμβάλλεται «ως πονηρό υβρίδιο»

ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση.