Την γνώρισα το φθινόπωρο του ’88, τότε που ξεπρόβαλε και θέριευε το AIDS.
Με είχαν υποδεχθεί με τον άντρα της τον Αλέξη σ’ ένα δυαράκι που μύριζε
χλωρίνη. Είχε φτιάξει εκείνος τον καφέ και όταν τον σέρβιρε μου είπε: «Μην
έχεις πρόβλημα, είναι όλα αποστειρωμένα». Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάνιωσα τόσο άσχημα.
|
Μου αρέσει να περπατώ στο λιμάνι και να βλέπω τα πλοία να φεύγουν…
|
Την ξανασυνάντησα δυο – τρεις φορές ακόμα στα χρόνια που κύλησαν. Είχε βγει
στους δρόμους, σε ολομέτωπους αγώνες για τον ρατσισμό και τα δικαιώματα των
φορέων και ασθενών με AIDS. Έχασε τον Αλέξη της πριν από εννέα χρόνια, αλλά
δεν πτοήθηκε. Άντεξε και πολλές άλλες απώλειες και χτυπήματα της ζωής. Είναι
πια 40 και κάτι και μοιράζεται εδώ και πέντε χρόνια την κάθε μέρα ζωής της με
τον Μιχάλη, που είναι κι αυτός φορέας του AIDS. Το όνομα της Ειρήνης είναι
γραμμένο ανάμεσα στα πρώτα κρούσματα AIDS που καταγράφηκαν επίσημα στη χώρα
μας. Κι εκείνη, δεκαπέντε χρόνια τώρα καταγράφει στο κλειστό ημερολόγιο του
μυαλού της την πάλη ζωής που μπορεί να κάνει μια θαρραλέα και τόσο γενναία
γυναίκα.
«Με λένε Ειρήνη! Κι ούτε που θα με προσέχατε στον δρόμο, είμαι ένας πολύ
συνηθισμένος τύπος γυναίκας. Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριουδάκι της
Πελοποννήσου κι είμαι το τελευταίο παιδί μιας πάμφτωχης πολύτεκνης
οικογένειας.
Παιδί δεν είμαι πια, πάτησα τα 40, αλλά είναι κάτι που δεν θέλω να θυμάμαι.
Όχι γιατί αισθάνομαι ότι μεγάλωσα, αλλά γιατί ο χρόνος αποκτά άλλη αξία και
άλλες διαστάσεις για έναν άνθρωπο που είναι φορέας του AIDS. Με αυτό θέλω να
πω ότι δεν αγωνίζομαι για να γεράσω. Μονάχα να κερδίζω κάθε μέρα και μια ακόμη
μέρα…
Με λένε Ειρήνη γιατί έπρεπε να διαλέξω ένα όνομα που να αντικαταστήσει το δικό
μου. Ένα όνομα που εγώ αγαπάω και θα προσέξετε.
Με λένε λοιπόν Ειρήνη, μεγάλωσα με τρύπια παπούτσια, έβγαλα μετά βίας το
Δημοτικό κι από μικρό κοριτσάκι μπήκα στη δούλεψη πλουσιόσπιτων στον Πειραιά
και την Αθήνα. Ήμουν αυτό που λένε υπηρέτρια και παράπονο δεν είχα κανένα από
τους γονιούς και τα αδέρφια μου, γιατί αυτό μπόρεσαν κι αυτό μου έδωσαν.
|
Με λένε Ειρήνη και είμαι τόσο συνηθισμένη γυναίκα που ούτε καν θα με προσέχατε στον δρόμο…
|
«Μαζί θα το ξεπεράσουμε…». Ήταν Πάσχα του ’86 κι ήμουν 25 πια χρόνων
όταν γνώρισα τον Αλέξη. Είχαμε γεννηθεί ο ένας για τον άλλον. Εκείνος ήταν
μπασμένος στη ζωή, πολυταξιδεμένος, έξυπνος κι ατρόμητος. Από τη δεύτερή μας
συνάντηση με έβαλε απέναντί του και μου είπε: «Μην κάνεις τρελά όνειρα, δεν
μπορώ να τα μοιρασθώ μαζί σου. Είμαι φορέας του AIDS…».
Ίσα που είχα ακούσει για το AIDS. Ήξερα ότι ήταν κάτι τρομερό, αλλά ένα
περίεργο πράγμα, ούτε που με ένοιαξε. «Ό,τι κι αν έχεις μαζί θα το
ξεπεράσουμε», του είπα. Και δεν έκανα πίσω ούτε πόντο…
Παντρευτήκαμε σε έξι μήνες. Υπήρξαμε ευτυχισμένοι με καθημερινό αγώνα ζωής.
Παίρναμε όλες εκείνες τις απαραίτητες προφυλάξεις και για ένα διάστημα όλα
πήγαιναν καλά. Ένα χρόνο αργότερα, μια στιγμιαία απροσεξία στη σεξουαλική μας
ζωή, ήταν αρκετή για να μπω κι εγώ στο πρόβλημα…
Θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή που μας ανακοίνωνε το αποτέλεσμα του επαναληπτικού
μου τεστ η γιατρός μας, η κ. Σάσα Ρουμελιώτου. Θυμάμαι τον Αλέξη να χλωμιάζει
κι εμένα να την κοιτάζω με ψυχραιμία. Κρατήθηκα, δεν είχα κάποια άσχημη
αντίδραση μπροστά τους, δεν ήθελα εκείνος να αισθάνεται ένοχος, το ήξερα, η
κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη… Μετά, όταν βρέθηκα μόνη μου με έπιασε
τρέμουλο, ταραχή και παράπονο, έκλαψα όσο μπορούσα κι ύστερα σκούπισα τα μάτια
μου, να μην τα δει κλαμένα εκείνος…
Ένιωθε ένοχος ο Αλέξης, το έλεγε συνέχεια. Και τότε του έλεγα «είμαστε μαζί
και σ’ αυτό είμαστε μαζί και μέχρι το τέλος θα είμαστε μαζί» και εκείνος
γελούσε με τον γνωστό του τρόπο και έλεγε «θα τον νικήσουμε τον ιό, θα τον
κάνουμε φίλο και σύμμαχό μας και ύστερα θα τον κατατροπώσουμε» κι ήταν τόσο
πειστικός που έμοιαζε αληθινό!
Έμεινα τραγικά μόνη… Δεν ήταν τελικά αληθινό. Εκείνος που ήξερε τόσο
παλικαρίσια να παλεύει χτυπήθηκε πισώπλατα. Ο ιός τον κατέβαλλε μέρα με την
μέρα. Είχε αρρωστήσει καιρό πριν, με ζαλάδες, φρικτούς πονοκεφάλους, σύγχυση,
παροδικές αμνησίες. Είχε μείνει ο μισός. Άντεχα για να ‘μαι στο πλάι του στο
1ο Θεραπευτήριο του ΙΚΑ στην Πεντέλη, στην κλινική του Γιώργου Στεργίου. Ήθελε
μόνο εμένα δίπλα του και τους δικούς του.
Έφυγε την άνοιξη του ’93. Διάλεξε πάλι να είναι Πάσχα! Έμεινα μόνη, απίστευτα
μόνη, τραγικά μόνη. Παρέδωσα το σώμα του στο γραφείο Τελετών να το φροντίσουν
και να το ντύσουν. Ήθελα να φύγει με αξιοπρέπεια από τη ζωή. Στην κηδεία
ήμασταν λιγοστοί, εγώ, οι δικοί του, λίγοι φίλοι. Από τη δική μου οικογένεια
ήξερε το πρόβλημα μόνο μία μου αδελφή – το κράτησα μυστικό και από τη μάνα μου
και από τα αδέλφια μου. Με ρώταγε η μάνα μου για τον Αλέξη και της έλεγα
«είναι καλά» και εκείνος ήταν πεθαμένος. Μέχρι που το έμαθε εντελώς τραγικά
από έναν συγγενή μας που της το είπε ωμά και κατάμουτρα. Ήμουν μπροστά, έμεινα
άφωνη. Η μάνα μου τρελάθηκε. Λίγο καιρό μετά πέθανε κι εκείνη. Μου φαίνεται
την μαράζωσε ο θάνατος του Αλέξη…
Του έκλεψαν την αξιοπρέπεια και δεν είχα κουράγιο να το φωνάξω
Νόμιζα ότι του είχα κάνει αξιοπρεπή κηδεία. Το φέρετρο ήταν αξιοπρεπές και
στολισμένο εξωτερικά. Δεν το ανοίξαμε, ήταν δική του επιθυμία. Τρία χρόνια
αργότερα, όταν ήρθε η ώρα να μαζέψουμε τα οστά του, έζησα την τραγικότερη
στιγμή της ζωή μου. Εκείνοι που είχαν αναλάβει να τον φροντίσουν, δεν τον
φρόντισαν. Δεν τον άγγιξαν, ήταν «μίασμα», σφράγισαν μονάχα το γυμνό του σώμα
σ’ έναν σάκο που έκλεινε ερμητικά με φερμουάρ και έριξαν από πάνω τα καλά του
ρούχα. Στον σάκο δεν κυκλοφορούσε αέρας, το σώμα ήταν άθικτο. Ούρλιαξα από το
θέαμα. Έπρεπε ή να γίνει δεύτερη κηδεία ή να πάει όπως ήταν στο «χωνευτήρι».
Τον έβαλαν οι άνθρωποι του νεκροταφείου στο καρότσι που παίρνουν τα μπάζα και
τα σκουπίδια και τον πήγαν στο «χωνευτήρι». Αυτοί ήξεραν τη δουλειά τους…
Ένιωσα ότι έκλεψαν από τον άντρα μου τα τελευταία δράμια της αξιοπρέπειάς του.
Ήθελα να βγω στον δρόμο, στις εφημερίδες, στα κανάλια, να κάνω καταγγελία. Δεν
το έκανα. Φοβήθηκα; Δεν βρήκα το κουράγιο να φανερώσω το πρόσωπό μου; Ίσως.
Υπήρχε και κάτι ακόμα. Ήμουν άρρωστη πια. Από το ’95 είχε καταβληθεί ο
οργανισμός μου. Έφτασα να έχω 150 Τ4 και 25 αιματοκρίτη. Κατέρρεα. Τα φάρμακα
που έπαιρνα δεν έκαναν τίποτα – μονάχα παρενέργειες – και είχα ήδη αλλάξει
πολλούς συνδυασμούς. Κάποιες φορές μοιάζει λύτρωση ο θάνατος… Την τελευταία
φορά που μπήκα στο νοσοκομείο οι γιατροί με είχαν ξεγράψει – αυτό είναι κάτι
που το έμαθα αργότερα. Τότε ο γιατρός μου, ο Γιώργος Στεργίου, είπε να κάνουμε
ένα ακόμα πείραμα. Να δοκιμάσουμε έναν νέο συνδυασμό φαρμάκων από τα
καινούργια. Πολύ γρήγορα, με ταχύτατους ρυθμούς έγινε η «Ανάστασή» μου. Ήταν
ένα θαύμα που ούτε εγώ πίστευα στα μάτια μου! Αλλά τελικά γίνονται και θαύματα…
Πάλι μια σχέση μέσα από το πρόβλημα…
Με τον Μιχάλη γνωριστήκαμε στο Κέντρο Ζωής και Έμπνευσης. Είναι κι αυτός
φορέας του AIDS. Είμαστε αυτό που λένε αδελφές ψυχές. Αγαπηθήκαμε με μια βαθιά
συντροφική αγάπη και ζούμε μαζί πέντε χρόνια τώρα. Στηρίζουμε και φροντίζουμε
ο ένας τον άλλον. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν αν δεν υπήρχε στη ζωή μου ο Μιχάλης.
Μαζί μπορούμε να μιλήσουμε για το πρόβλημα. Να γελάσουμε, να αστειευτούμε και
να κλάψουμε. Να κρυφτεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν λέμε ψέματα, μονάχα
αλήθειες και κάποιες φορές σωπαίνουμε. Εκείνος είναι εξαιρετικός, ιδιαίτερα
μορφωμένος αλλά και κλειστός άνθρωπος. Πάσχει από κατάθλιψη και δεν βοηθάει
ιδιαίτερα τον εαυτό του. Και ξέρεις, αν δεν έχεις καλή ψυχολογία ο ιός κάνει
τα τερτίπια του και τα Τ4 πέφτουν επικίνδυνα… Κρέμεται από πάνω μου κι εγώ
από εκείνον… Θα μου πεις, γιατί πάλι μια σχέση μέσα από το πρόβλημα… Για
να μην πληγωθώ άλλο. Γιατί σε μια άλλη περίπτωση, με υγιή σύντροφο, μόλις
μίλησα για το πρόβλημά μου – κι έτσι πρέπει όλοι να κάνουμε – έκανε φτερά και
πέταξε…
Σταμάτησα πια να μετράω τους θανάτους
|
Γιώργος Στεργίου. Ο θάνατος του γιατρού της Ειρήνης αποτέλεσε ένα μεγάλο χτύπημα
|
Ένα μεγάλο χτύπημα για μένα, πιο μεγάλο ακόμα και από την απώλεια του Αλέξη,
γιατί αυτήν την περίμενα, ήταν ο θάνατος του γιατρού μας, του Γ. Στεργίου.
Μπορείς να φαντασθείς τι είναι να πεθαίνει αυτός που σου δίνει δύναμη,
κουράγιο, ελπίδα; Κάπου μέσα σου θεωρείς ότι είναι αθάνατος, μια τέτοια ψυχή
δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει. Και ξαφνικά μαθαίνεις ότι πάει, έφυγε… Και εσύ
που είσαι άρρωστη εξακολουθείς και ζεις. Τελικά η ζωή μάς παίζει πολύ άσχημα
παιχνίδια! Τον έκλαψα και τον θρήνησα όσο κανέναν. Κι ακόμα δεν το έχω
ξεπεράσει…
Μη με ρωτάτε για τους θανάτους που βίωσα. Σταμάτησα να μετράω. Μου λένε οι
γιατροί ότι σήμερα στην κλινική είμαι η παλαιότερη εν ζωή που έχουν. Ψάχνω να
βρω τους άλλους παλιούς και δεν βρίσκω κανέναν. Είμαι τελικά η τελευταία από
τους πρώτους; Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να ρωτήσω. Είδα κάτι παλικάρια μέχρι
εκεί πάνω να φεύγουν και κάτι κοπελίτσες σαν τα κρύα νερά… Κάποιες φορές
τολμώ ακόμα και μπαίνω μέσα στη μονάδα νοσηλείας, αγγίζω και δίνω κουράγιο
στους αρρώστους, συγχωρήστε με όμως, δεν αντέχω να το κάνω κάθε φορά, με
πιάνει το τρέμουλο, το παράπονο και κλαίω…
Το θαύμα… και τα χάπια
Τώρα είμαι καλά, τολμώ να πω πολύ καλά. Έχω υψηλό αιματοκρίτη και 550 Τ4. Ο
ιός δεν ανιχνεύεται στο αίμα μου. Πόσο θα κρατήσει αυτό; Κανείς δεν ξέρει. Δεν
μπορώ τίποτα να σχεδιάσω, τίποτα να προβλέψω. Αυτή είναι η πραγματικότητά μου.
Παίρνω δύο ειδών φάρμακα το πρωί – οκτώ χαπάκια. Ένα το μεσημέρι και έντεκα
χάπια από τρία διαφορετικά κουτιά το βράδυ – το ένα το λέω τρελοφάρμακο γιατί
μου φέρνει τρελά όνειρα τη νύχτα. Δεν πρέπει να ξεχάσω ούτε ένα, ούτε μία
φορά.
Για τον ρατσισμό μού λες… Κάτι άλλαξε, ο κόσμος έμαθε περισσότερα, είναι
καλύτερος, δεν κάνει ακρότητες αλλά κρατάει… απόσταση, όταν μαθαίνει. Καλό
είναι να μην ξέρουν ότι εσύ είσαι στο πρόβλημα. Γιατί έτσι το ξεχνάς και εσύ
κάποιες φορές. Όταν πας βόλτα το σκυλί στην πλατεία – αυτό το σκυλί μού έδωσε
περισσότερη ζωή από ό,τι οι άνθρωποι – όταν πίνεις καφέ και γελάς με την παρέα
σου, όταν συνταξιδεύεις με ανθρώπους, θέλεις να ξεφύγεις, να αποδράσεις. Είναι
φορές που γίνομαι η παλιά Ειρήνη, εκείνη που δεν είχε πρόβλημα.
Τη νύχτα φοβάμαι. Το πυκνό σκοτάδι και τη λέξη «μέλλον». Μη μου μιλάς για
μέλλον, έχω γι’ αυτό έναν κρυφό πανικό. Μου λείπει αυτό που λέγεται σχεδιασμός
ζωής. Μου λείπουν τα παιδιά – ήθελα να μεγαλώσω ένα! Ευτυχώς όμως που δεν
απέκτησα, μπορείς να με φαντασθείς με ένα δύο παιδιά; Ποιο θα ήταν το δικό
τους μέλλον;
Αν απαριθμούσα χαρές και λύπες, δεν ξέρω τι θα έβγαζε το τσουβάλι της ζωής.
Αλλά να, μία, δύο τρεις, πέντε λύπες και ύστερα έρχεται μια χαρά και
ισοφαρίζει, το πιστεύεις; Αυτή είναι η ζωή, και είναι ανάθεμά τη τόσο ωραία…










