Το να παρακολουθείς τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο

της Χάγης μοιάζει λίγο με το να παρακολουθείς πορνό από την κλειδαρότρυπα. Ως

επισκέπτης, σε χωρίζει από το δικαστήριο ένας γυάλινος τοίχος. Κάθεσαι στις

σκιές, ενώ ο κατηγορούμενος και οι κατήγοροί του δίνουν την παράστασή τους σε

μία ολόφωτη αίθουσα. Και τι παράσταση!

Την περασμένη Παρασκευή, άκουσα τον Μιλόσεβιτς να λέει ότι το «παρανοϊκό

έγκλημα» της Σρεμπρέ-νιτσα, όπου σφαγιά-στηκαν 7.000 μουσου-λμάνοι,

διαπρά-χθηκε όχι από τους Σερβο-βόσνιους του στρατηγού Μλάντιτς αλλά από

Κροάτες μισθοφόρους υπό γαλλική καθοδήγηση. Ο Μλάντιτς, είπε, ήταν ένας

έντιμος άνδρας. Η σφαγή ήταν μέρος μιας συνωμοσίας με σκοπό να κατηγορηθούν οι

Σέρβοι για τον βαλκανικό πόλεμο.

Προσπάθησα να εντοπίσω κάτι στην έκφραση ή στις κινήσεις του Μιλόσεβιτς που να

πρόδιδε, έστω και στο ελάχιστο, ότι συνειδητοποιούσε πως έλεγε ψέματα. Δεν

υπήρχε τίποτε. Η συνήθης συμπεριφορά του στο δικαστήριο δείχνει μόνο

βαριεστημένη απαξίωση. Όταν όμως αναφέρεται στις συνωμοσίες εναντίον των

Σέρβων ή στον ρόλο του ως ειρηνοποιού ή στην αφοσίωσή του στην αλήθεια, μιλά

με την ειλικρίνεια ενός προσκόπου.

Μία βετεράνος παρατηρήτρια του ΔΠΔ της Χάγης αποκάλεσε τον Μιλόσεβιτς «τον

απόλυτο μεταμοντέρνο πολιτικό»: η αλήθεια δεν έχει καμία αξία γι’ αυτόν.

Πράγματι, δεν πιστεύει ότι υπάρχει αλήθεια. Όλα είναι χειραγώγηση. Και αυτό

που χειραγωγείται στη Χάγη είναι το πιο θανάσιμο είδος εθνικισμού. Αν, όμως,

υπάρχει κάτι περισσότερο από μία υπόνοια Χίτλερ στον Μιλόσεβιτς, οι

εισαγγελείς του τείνουν να ακούγονται σαν μισθοφόροι. Στο λεξιλόγιό τους

κυριαρχούν οι λέξεις «αρετές» και «αξίες». Είμαι δύσπιστος με τα ουτοπικά

σχήματα. Πολλά εγκλήματα έχουν γίνει στο όνομα του διεθνισμού και των διεθνών

αξιών. Το ΔΠΔ, όμως, είναι η καλύτερη ευκαιρία που έχουμε για να λογοδοτήσουν

κάποια, τουλάχιστον, από τα χειρότερα τέρατα του κόσμου.

Ο Ian Buruma είναι αρθρογράφος της εφημερίδας «The Guardian»