«Καμιά φορά μού έρχονται περίεργες ιδέες», έλεγε η Στέλλα. «Μου έρχεται να τα

παρατήσω όλα και να πάω στην Ελλάδα!». Η προοπτική τής φάνηκε τόσο απίθανη,

που έσκασε στα γέλια. Έφτυσε την τσίχλα της και τύλιξε επιδέξια μια χοντρή

τούφα μαλλί γύρω από μια στρογγυλή βούρτσα. Ταυτόχρονα άναψε το σεσουάρ,

κατηύθυνε το στόμιο πάνω στην τυλιγμένη τούφα και τη ζεμάτισε με καυτό αέρα.

Ένιωσα ένα έντονο κάψιμο στο πτερύγιο του αυτιού, αλλά δεν είπα τίποτα.

Η Στέλλα ήταν αδύνατη, μελαχρινή, με σκουλαρίκι στη μύτη. Ήταν κομμώτρια, αλλά

ήθελε να ασχοληθεί με το σινεμά. «Τι να κάνω εγώ στην Ελλάδα που δεν έχω πάει

ποτέ μου;», ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Δεν ξέρω κανέναν εκεί κάτω».

Γέλασε πάλι, το γέλιο της ήταν διακεκομμένο, επαναληπτικό σαν ελατήριο σπιράλ

και πνίγηκε στον θόρυβο του σεσουάρ.

Βρισκόμασταν στο μπάνιο, σ’ ένα δωμάτιο του μοτέλ Del Capri στο Λος Άντζελες

και η Στέλλα με χτένιζε. Από το παράθυρο έβλεπα το αίθριο με τη μικρή πισίνα

σε σχήμα καρδιάς, όπου μια μεσόκοπη γυναίκα έκανε ηλιοθεραπεία πάνω σε ένα

φουσκωτό στρώμα κροκόδειλο και πιο πέρα δυο φοινικιές ακίνητες στο μπλε

στερέωμα. Είχα φτάσει πριν μερικές μέρες σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο που

θύμιζε χάρτινη τούρτα σφηνωμένη ανάμεσα σε γυάλινες πολυκατοικίες και

επιβλητικά κτίρια γραφείων, και όπου όλοι οι υπάλληλοι ήταν, με τον ένα ή με

τον άλλον τρόπο, μπλεγμένοι στο movie business: ο ρεσεψιονίστ ήταν

σεναριογράφος, οι καμαριέρες πήγαιναν σε κάστινγκς και ο γκρουμ που μετέφερε

τις βαλίτσες ήταν ηχολήπτης. Όταν ζήτησα να μου υποδείξουν το πιο κοντινό

κομμωτήριο, μου είπαν ότι θα ειδοποιούσαν μια κοπέλα να έρθει στο δωμάτιό μου.

«Είναι σκηνοθέτης», διευκρίνισαν, και μετά πρόσθεσαν «και είναι Ελληνίδα».

Σηκώθηκα από την καρέκλα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Από τη μια πλευρά τα

μαλλιά μου ήταν κολλητά, ισιωμένα, και γύριζαν σαν δρεπάνι κάτω από το σαγόνι

μου, από την άλλη ορθώνονταν σαν ακατάστατος βωμός με αμέτρητα πολύχρωμα

τσιμπιδάκια και κοκαλάκια. «Θα δεις, θα γίνουν πολύ ωραία», είπε η Στέλλα κι

έφτυσε πάλι την τσίχλα της. Έβγαλε μια νέα τσίχλα από την τσάντα της,

ξεδίπλωσε το χαρτί και την έβαλε στο στόμα της κι ύστερα τύλιξε την παλιά στο

χαρτί της καινούργιας. Το χτένισμα προχωρούσε με αργό ρυθμό. Άναμμα, σβήσιμο

του σεσουάρ. Κάψιμο στο αυτί. Αλλαγή τσίχλας. Τη ρώτησα αν ήξερε κόσμο στο Λος

Άντζελες, αν είχε ήδη αποκτήσει γνωριμίες στον χώρο του κινηματογράφου. Μου

είπε ότι είχε γνωρίσει πολλούς σημαντικούς παράγοντες, αλλά ότι η καριέρα της

παρ’ ολίγον να καταστραφεί, γιατί τα τελευταία χρόνια είχε πέσει θύμα ενός

σχεδόν συμπατριώτη μας, του Τζον Κασσαβέτη. Ήταν Αύγουστος του 1993 και της

είπα ότι ο Κασσαβέτης είχε πεθάνει το 1989. Μου είπε ότι αυτό αποκλειόταν,

γιατί τον είχε συναντήσει πριν λίγες μέρες έξω από τα στούντιο της Universal.

Ύστερα έμεινε σκεφτική πριν με ρωτήσει:

«Ποιος είναι αυτός που γύρισε εκείνη την ταινία μέσα σ’ ένα διαμέρισμα που οι

διπλανοί τους είναι σατανιστές και η γυναίκα μένει έγκυος από τον διάβολο;».

«Το μωρό της Ρόζμαρι;».

«Ναι, ναι!».

«Ο Ρομάν Πολάνσκι…».

«Ναι, αυτός. Έμεναν μαζί με τον Κασσαβέτη και τον Μπεν Γκατζάρα σ’ εκείνη την

τρομερή βίλα στο Μπέβερλυ Χιλς. Είχα πάει εκεί να ανακαλύψω τι συμβαίνει,

γιατί είχαν καλέσει ένα φίλο μου σε ένα πάρτι κι από εκείνη τη νύχτα ο φίλος

μου χάθηκε. Η μάνα του, μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα κλαίγοντας και με

εκλιπαρούσε. Πήγα λοιπόν να τον βρω. Με κράτησαν αιχμάλωτη στη βίλα τους για

τρεις μήνες και προσπάθησαν να μου κάνουν τα ίδια… Έμεινα έγκυος σαν εκείνη

την ηθοποιό… ακριβώς σαν την Μία Φάρροου…».

«Τι έγινε ο φίλος σου;», τη ρώτησα. «Μετά πέθανε», απάντησε χωρίς να μπει σε

λεπτομέρειες. Της είπα ότι ο Ρομάν Πολάνσκι είχε φύγει από την Αμερική το

1977, μετά από ένα σκάνδαλο όπου ήταν και ο Τζακ Νίκολσον αναμεμειγμένος, ότι

του είχε απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα και άρα αποκλειόταν να βρίσκεται στο

Μπέβερλυ Χιλς την εποχή που εκείνη ανέφερε. Δεν φάνηκε να πείθεται. «Είναι

σατανιστής», είπε, «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να βρίσκεται και στην Ευρώπη

και εδώ».

«Και το μωρό;» ρώτησα ύστερα απο λίγο. «Απέβαλα μόνη μου μέσα στην μπανιέρα με

φριχτούς πόνους». Μια σκιά πέρασε στο πρόσωπό της. Η ανάμνηση φάνηκε να την

στενοχωρεί, αλλά όχι για πολύ. Έβγαλε ένα σπραίυ από την τσάντα της και μου

ψέκασε τα μαλλιά σταυρώνοντας ορμητικά τον αέρα σαν να με ευλογούσε. Ένιωσα

έναν ερεθισμό στα μάγουλά μου και την ρώτησα τι ήταν το σπραίυ. «Happy Hair»,

είπε και με κοίταξε δύσπιστα που δεν το ήξερα, «το χρησιμοποιούν όλοι οι

σταρ».

Μου διηγήθηκε ότι οι γονείς της είχαν φύγει πολύ νέοι από κάποιο χωριό στην

Ελλάδα και είχαν παντρευτεί στην Αμερική. Ο πατέρας της, τους είχε

εγκαταλείψει όταν γεννήθηκε η μκρότερη αδελφή της και ζούσαν με τη μητέρα

τους. Ένα πρωί, όταν η Στέλλα θα ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα τους τις έντυσε

με τα πιο καλά τους ρούχα κι έφυγε για τη δουλειά. Σε δυο ώρες οι γείτονες

χτύπησαν την πόρτα και είπαν ότι η μητέρα τους είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό

δυστύχημα. Από ‘κεί και πέρα η Στέλλα είχε ένα κενό μνήμης για τρία χρόνια.

Υπέθετε ότι θα τις είχαν βάλει σε κάποιο ίδρυμα και μάλιστα χωριστά, γιατί

όταν ξαναείδε την αδελφή της είχε περάσει αρκετός καιρός κι εκείνη εν τω

μεταξύ είχε γίνει τοξικομανής. Έκτοτε, η Στέλλα είχε χάσει τα ίχνη της. Την

ρώτησα για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη της, εκείνη την ημέρα η μητέρα τους τις

είχε ντύσει με τα καλά τους. «Γιατί ήξερε ότι θα πεθάνει», μου απάντησε κοφτά,

σαν να ήταν το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο. Προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε σε

ποια περιοχή βρισκόταν το χωριό των γονιών της στην Ελλάδα και καταλήξαμε,

δηλαδή εγώ κατέληξα, ότι θα ήταν στη Μάνη. Σκέφτηκα ότι ίσως είχε συγγενείς

ακόμη εκεί και ότι θα της έκανε καλό να τους συναντήσει και της πρότεινα ότι

θα μπορούσα να δοκιμάσω να τους εντοπίσω, αν εκείνη ήθελε. Η ιδέα φάνηκε να

την δελεάζει, αλλά σύντομα την απέρριψε. «Δεν έχω καιρό», μουρμούρισε, «είμαι

πολύ απασχολημένη με τον κινηματογράφο».

Έσκυψε πάνω από το κεφάλι μου και το κοίταξε σκυθρωπή και προβληματισμένη.

Ανακάτεψε γρήγορα τα μαλλιά μου με τα χέρια της και ύστερα τα ίσιωσε απαλά με

τις παλάμες της, χωρίς σχεδόν να τα αγγίζει. «Αυτή η τρίχα ξεφεύγει», είπε.

Έπιασε το σπραίυ και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ ψέκασε τα μαλλιά και το

πρόσωπό μου. Κοίταξε ικανοποιημένη το αποτέλεσμα και άναψε πάλι το σεσουάρ.

«Έχω τυφλή εμπιστοσύνη στο Happy Hair», δήλωσε χαρούμενα. «Ευτυχισμένα

μαλλιά», είπα, αλλά μάλλον δεν το άκουσε.

Πόσο καιρό είχε μείνει στο ίδρυμα; Δεν θυμόταν. Ούτε ήταν σίγουρη ότι την

είχαν βάλει σε ίδρυμα, μπορεί να την είχαν πάρει στο σπίτι τους οι γείτονες.

Είχε ένα κενό μνήμης, μια μαύρη καταπακτή για τρία χρόνια. Όταν άρχισε να

θυμάται βρισκόταν σε κάποιο οικοτροφείο για εφήβους και μάθαινε κομμωτική.

Ύστερα πήγε στη Νέα Υόρκη και δούλεψε στον Vidal Sassoon. Θα ήταν δεκαοκτώ

χρόνων, όταν αποφάσισε να αναζητήσει τον πατέρα της. Συναντήθηκαν στον

σιδηροδρομικό σταθμό μιας μικρής πόλης. Ήταν χειμώνας, έκανε πολύ κρύο και

χιόνιζε. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ο πατέρας της έκλαιγε. Ήταν

ένας ώριμος, φαλακρός άντρας με παιχνιδιάρικα μάτια. «Σου σφιγγόταν η καρδιά

να βλέπεις αυτά τα εύθυμα μάτια να πλημμυρίζουν δάκρυα», είπε η Στέλλα. Τα

χνώτα του μύριζαν αλκοόλ αλλά ωραία, κάτι σαν λικέρ και κολώνια μαζί. Της

ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη και υποσχέθηκε ότι δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ

πια.

Για μία ώρα έμειναν αγκαλιασμένοι κάτω από το υπόστεγο του σταθμού, ενώ γύρω

τους το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. Όλα κάτασπρα κι οι δυο τους μια μοναχική μαύρη

φιγούρα σ’ έναν ωκεανό από πάγο. Την κάλεσε να περάσει τα Χριστούγεννα σπίτι

του και χώρισαν. Όταν η Στέλλα τού τηλεφώνησε, λίγες μέρες αργότερα, μια

γυναίκα απάντησε και την έβρισε. Προσπάθησε άλλη μια φορά, ήταν παραμονή

Χριστουγέννων, η ίδια γυναίκα σήκωσε το ακουστικό και της είπε ότι ο άντρας

της δεν είχε κόρη και της έκλεισε πάλι το τηλέφωνο. Τότε η Στέλλα πήρε την

απόφαση να μετακομίσει στη δυτική ακτή και ν’ ασχοληθεί με το σινεμά, γιατί με

τόσα που είχαν συμβεί στη ζωή της το σινεμά θα της πήγαινε γάντι.

«Κάθομαι ξαπλωμένη στον ήλιο και ξαφνικά με πιάνει κάτι σαν απελπισία. Μου

έρχεται να φύγω, να παρατήσω το σπίτι και τη δουλειά μου, να παρατήσω όλα μου

τα όνειρα, καταλαβαίνεις;». Έφτυσε την τσίχλα της, ξετύλιξε μια καινούργια και

την έβαλε στο στόμα της. Με κοίταξε αφηρημένη με την παλιά τσίχλα στο χέρι.

Δεν έβρισκε το χαρτάκι και την κόλλησε στην άκρη του νιπτήρα.

Το χτένισμα είχε τελειώσει και η Στέλλα ετοιμάστηκε να φύγει. Χαιρετηθήκαμε

εγκάρδια και κανονίσαμε να βρεθούμε το ίδιο βράδυ για ένα ποτό. Έμεινα λίγο

ακόμη στο ξενοδοχείο κι ύστερα βγήκα. Έκανα βόλτα στη Venice όταν άρχισα να

νιώθω ένα περίεργο μυρμήγκιασμα στο πρόσωπό μου. Μέσα σε πέντε λεπτά το

εξάνθημα είχε απλωθεί και έτσουζε φρικτά. Ευτυχισμένα μαλλιά, σκέφτηκα. Πήγα

σε ένα φαρμακείο κι αγόρασα μια αλοιφή κορτιζόνης. Γύρισα στο ξενοδοχείο,

υπήρχε ένα μήνυμα για μένα στη ρεσεψιόν. «Δεν θα μπορέσω να έρθω, ραντεβού με

σημαντικό σκηνοθέτη. Αγάπη, Στέλλα».

Στον καθρέφτη του μπάνιου αντίκρυσα ένα πρόσωπο άγνωστο, πρησμένο, με τα μάτια

βουλιαγμένα στις κόγχες. Ξεπλύθηκα πολλές φορές κι ύστερα έσκυψα και άφησα το

νερό να τρέξει πάνω στο κεφάλι μου. Μέσα από το υδάτινο πέπλο είδα κάτι που

φωσφόριζε, έναν απροσδιόριστο σβώλο στην άκρη του νιπτήρα κι αναγνώρισα την

τσίχλα της Στέλλας. Την ξεκόλλησα και την μάλαξα λίγο στα δάχτυλά μου. Ήταν

πράσινη, αλλά μύριζε ακόμη φράουλα.

Λίγους μήνες αργότερα, στην Αθήνα, πήρα ένα φαξ από τη Στέλλα. Μου έγραφε τα

νέα της αλλά κάπως ασυνάρτητα και μου φάνηκε περισσότερο σαν έκκληση βοήθειας.

Της έγραψα αμέσως ότι αν αποφάσιζε να έρθει στην Ελλάδα, θα μπορούσε να μείνει

προσωρινά σπίτι μου. Δεν πήρα απάντηση. Περίμενα μερικές ημέρες και της

τηλεφώνησα. Μου απάντησε μια μηχανική φωνή, ο συνδρομητής ήταν άγνωστος.

Τηλεφώνησα στο Del Capri. Το προσωπικό είχε αλλάξει, ούτε καν το όνομά της δεν

είχε ακούσει κανείς.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη