Πάλι ξανά στα μέρη τα γνωστά, για τον Δεκαπενταύγουστο που αναζητά

πατροπαράδοτες εικόνες. Πού να τις βρει στα γνωστά μέρη; Μεταμορφώθηκαν από

την περσινή χρονιά. Εκεί που ήταν μποστάνι έγινε φέτος συγκρότημα

ενοικιαζόμενων κατοικιών, απίστευτη ταχύτητα. Σκεπαστές βεραντούλες με μπετόν

και καγκελάκι ελληνορωμαϊκό. Εκεί που πίναμε ουζάκι, επεκτάθηκε το μαγαζί με

κερκυραϊκές στοές ένθεν και ένθεν, έστησε κιόλας μπροστά μια πλαστική γερτή

κολόνα που καταλήγει σε τρισδιάστατη επιγραφή, από μέσα φως κι απέξω το όνομα

του επιχειρηματία με γράμματα σε μέγεθος καρπουζιού (για την παρομοίωση φταίει

το ξεπατωμένο μποστάνι). Γενικώς τα ονόματα γιγαντώθηκαν, ο φούρναρης έγραψε

τα δικά του σε ταμπέλα τριπλάσια, τα σημεία στίξης μεγάλα σαν πιατέλες. Γέμισε

το τοπίο ονοπατεπώνυμα, αυτό δεν είναι χωριό, αυτό είναι δάσος ονομάτων,

ληξιαρχείο σε εφιαλτική μεγέθυνση, η πάλη των λάμψεων. Ποιος θα φωτίζει

περισσότερο και ποιος θα επισκιάσει τον άλλον. Πλην όμως σκιά δεν απέμεινε,

πάνε κι οι ελιές, που τις έβλεπες και κάπως δροσιζόταν η ματιά σου, κάπως

γαλήνευε. Τώρα οι ταμπέλες σου μεταδίδουν την αγωνία του ιδιοκτήτη, θα πάνε

καλά οι δουλειές φέτος, θα αποσβεστούν τα έξοδα, θα βγει κέρδος; Αμάν, άφησες

τη δική σου αγωνία στην πόλη κι ήρθες εδώ να ενστερνιστείς ετούτη. Τη νύχτα τα

φώτα δεν αφήνουν ούτε φεγγάρι να φανεί, αλλά δεν βρίσκεις τίποτα να θέλεις να

κοιτάξεις απ’ όσα άπλετα φωτίζονται. Τα μέρη τα γνωστά έγιναν αγνώριστα, πού

βρίσκομαι; Αναρωτιέσαι, αν ξεχαστείς, ποια μεγάλη γιορτή έρχεται, της Παναγίας

λέγεται ή της Μεταμορφώσεως; Αυτήν έπρεπε να γιορτάζουμε, μεγάλη η χάρη της,

πότε ξανά στο ημερολόγιο τη συναντάμε έτσι περίλαμπρη;