|
|
Από κάθε αυτοκίνητο που σταματάει στην πλατεία περιμένουν να πεταχτούν
αστυνομικοί με αυτόματα στα χέρια για να συλλάβουν τρομοκράτες. Κοιτάζουν
περίεργα ακόμη και μοναχικούς τουρίστες που ρωτούν πώς θα πάνε στην Πάργα ή
την Ηγουμενίτσα. Δεν αποκλείουν να είναι της Αντιτρομοκρατικής ή της
Ασφάλειας.
Τώρα πια τίποτε δεν αποκλείουν οι λιγοστοί κάτοικοι στο χωριό Μόρφι της
Θεσπρωτίας. Το χωριό των «Σερίφηδων και των Κωσταραίων », των τρομοκρατών οι
οποίοι συνελήφθησαν προκαλώντας σοκ σε μια ολόκληρη περιοχή.
Από το πουθενά βρέθηκαν στο επίκεντρο της επικαιρότητας εντός και εκτός των
τειχών. Αναπαράγουν μύθους. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν πρόσωπα και καταστάσεις.
Να αιτιολογήσουν «τη στροφή των των παιδιών» προς την τρομοκρατία, χωρίς
αποτέλεσμα. Και στο τέλος να χάνονται σε χιλιάδες υποθέσεις. Αγανακτούν…
«Αμάν πια, να μπούμε σε ένα λεωφορείο όσοι απομείναμε, να πάμε έξω από τα
γραφεία της Αντιτρομοκρατικής, να μας πιάσουν όλους, να ησυχάσουμε. Να
τελειώνει αυτή η ιστορία!». Ο νεαρός Βασίλης Τσαλούκας, όπως και όλοι οι
κάτοικοι, έχει αγανακτήσει. Από την ημέρα που συνελήφθησαν οι Θωμάς και Παύλος
Σερίφης, ο Ηρακλής Κωστάρης (το κανονικό όνομα είναι Κωστάρας) και ο Κώστας
Καρατσώλης από την Αγιά Πρέβεζας, η ζωή τους άλλαξε.
Αποφεύγουν να συναντήσουν τους συγγενείς «των παιδιών». «Τι να τους πούμε; Πώς
να τους αντικρύσουμε. Κι αυτοί, τι να μας πουν;». Τώρα πια κρύβονται από τα
κανάλια. Οργίζονται με τις ανακρίβειες που ακούγονται. Κάθονται με τις ώρες
μπροστά στις τηλεοράσεις, παρακολουθούν τις εξελίξεις και μετά, παρέες παρέες,
χαμηλόφωνα, σχολιάζουν τα όσα ακούστηκαν. Στη συνέχεια, όσο και αν προσπαθούν
να αποφύγουν να «μπουν στη λογική της Αστυνομίας» δεν τα καταφέρνουν.
Θυμούνται τις συζητήσεις που είχαν με τους συλληφθέντες. Τώρα πια όλα τους
φαίνονται ύποπτα. Ο παραμικρός ψίθυρος μεταφέρεται από σπίτι σε σπίτι σε χρόνο
ρεκόρ. «Άλλους δύο θα πιάσουν». «Εγώ ξέρω για έναν ακόμη». «Βάζω το χέρι μου
στη φωτιά, ότι ο Γιάννης (Σερίφης) δεν είναι πλιατσικολόγος· τα παιδιά είχαν
μεγάλο κύκλο στην Αθήνα».
«Ας όψεται αυτός που τους έμπλεξε». «Ποτέ δεν έδωσαν αφορμή». «Πώς αυτά
σήκωσαν πιστόλι…».
Τα ερωτηματικά διαδέχονται το ένα το άλλο. Μα, όσο και αν προσπαθούν, κανείς
δεν μπορεί να καταλάβει τι έγινε.
Το χωριό δεν είχε καμιά απολύτως συμμετοχή σε αγώνες. Δεν είχε καμιά σχέση με
την Αριστερά. Όλοι θυμούνται «σαν τώρα τον αντιπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας
στις εκλογές του 1985 να βγαίνει έξαλλος από το εκλογικό κέντρο και να
διαμαρτύρεται με φωνές και χειρονομίες: “Ντροπή μας! είναι ντροπή μας!”».
Τότε, το ΚΚΕ είχε πάρει 62 ψήφους και αυτό προκάλεσε τα «εθνικόφρονα»
αισθήματα πολλών.
Το κακό γι’ αυτούς έγινε στην Αθήνα. Πώς και τι κανείς δεν ξέρει. Ποτέ κανείς
δεν κατάλαβε τίποτε. «Μα, τι να καταλάβουμε εμείς; Οι χωριανοί μας ήταν από τα
πιο ήσυχα παιδιά – και δεν το λέμε γιατί όλοι λένε τι καλοί άνθρωποι που ήταν
οι συλληφθέντες. Έρχονταν τακτικά εδώ. Συζητούσαμε για ποδόσφαιρο, για
πολιτικά. Και οι τρεις απέρριπταν το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., αλλά μέχρι εκεί. Μέχρι
και την τελευταία στιγμή δεν είχαν δείξει το παραμικρό. Έκαναν και οι τρεις
παρέα (Ηρακλής Κωστάρης, Θωμάς Σερίφης, Κώστας Καρατσώλης). Ήταν αχώριστοι
φίλοι, από το Γυμνάσιο ακόμη. Ήταν λογικό αυτό», λένε φίλοι των παιδιών, που
μέχρι λίγο πριν από τη σύλληψή τους τα λέγανε στο καφενείο του χωριού.
Πάντως μέσα στη γενική σύγχυση πολλοί από τους κατοίκους αναζητούν «τις ρίζες
του κακού» στα παιδικά τους χρόνια. Όταν ο Παύλος Σερίφης είναι ακόμη μωρό,
σκοτώνεται ο πατέρας του από συγγενικό του πρόσωπο. Τον μεγαλώνει η μητέρα του
Ηρακλή Κωστάρη. Οι γονείς του Ηρακλή Κωστάρη και του Θωμά Σερίφη φεύγουν ως
μετανάστες στη Γερμανία και τα παιδιά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ζουν με
τους παππούδες τους στο χωριό. Γενικά όλες οι οικογένειες των Σερίφηδων
αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και οι περισσότεροι γίνονται μετανάστες.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Γιάννη Σερίφη, ο οποίος μετά τον δεύτερο
γάμο του πατέρα του (η μητέρα του είχε πεθάνει) απασχολείται ως βοσκός στην
οικογένεια Βαλή. Κοιμάται σε αχυροκαλύβες και μόνο όταν φεύγει στη Γερμανία
αναπτύσσει δράση κατά της χούντας, όπως και ένας άλλος ξάδελφός του, ο Αντρέας.
Ήξεραν ότι τους παρακολουθούσε η Αντιτρομοκρατική δύο μήνες πριν από τη
σύλληψή τους
|
Βασίλης Σερίφης: «Και τώρα εγώ τι να πω; Έκλεισε ο κύκλος της ζωής μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε με τον Θωμά»
|
«Ξάδελφε, μας παρακολουθούν». Ο Θωμάς Σερίφης σχεδόν δύο μήνες πριν από τη
σύλληψή του είχε εκμυστηρευθεί σε συγγενικό του πρόσωπο ότι ήταν στο στόχαστρο
των αστυνομικών. Τότε είχε κάνει λόγο για τζιπ και για άνδρες της
Αντιτρομοκρατικής. Η συζήτηση δεν προχώρησε. Και όταν πριν από λίγες ημέρες
συνελήφθη, έδειχνε ότι «κάτι περίμενε». Αυτοί που ένιωσαν να χάνουν τη γη κάτω
από τα πόδια τους ήταν οι δικοί του. Η μάνα του λιποθύμησε όταν του πέρασαν
τις χειροπέδες. Και τα ανήλικα ανίψια του έβαλαν τα κλάματα, όταν είδαν τους
άντρες της Αντιτρομοκρατικής να κυκλώνουν το σπίτι με τα αυτόματα στο χέρι.
«Δεν είχαμε καταλάβει τίποτε. Ποτέ το παιδί δεν μας έδωσε αφορμή. Ότι έγινε,
έγινε στην Αθήνα. Εγώ τώρα τι να πω; Ντρέπομαι, κλαίω. Αλλά τώρα τι ωφελεί;
Και να πω συγνώμη εγώ από τον κόσμο, και να ψάξω τον αίτιο, και να ρωτήσω
γιατί, και να φωνάξω, άκρη δεν βγαίνει. Για μένα η ζωή μου τελείωσε. Εγώ
προσπάθησα για το καλύτερο. Δούλεψα σκληρά. Δουλεύω και σήμερα. Τι να πω;
Έκλεισε ο κύκλος της ζωής μας χωρίς να καταλάβουμε γιατί. Ο γιος μου
τρομοκράτης! Πώς να τ’ αντέξει άνθρωπος αυτό…». Ο 62χρονος Βασίλης Σερίφης,
ο πατέρας του Θωμά, δακρύζει. Όπως εξηγεί στα «ΝΕΑ», δεν μπορεί πλέον να
καταλάβει τίποτε.
Στο ίδιο χωριό ο πατέρας του Ηρακλή, ταξιτζής στο επάγγελμα, χάνεται με τις
ώρες και θρηνεί. Αυτός έχει να κοιτάξει στα μάτια και τα δύο εγγόνια του. Έχει
να αντιμετωπίσει τους κατοίκους μιας ολόκληρης περιοχής που τον κοιτάζουν
άλλοτε με οίκτο και άλλοτε περίεργα, αφήνοντας διάφορα υπονοούμενα.
|
Στην Πέρδικα. Το σπίτι του Μπρούνο Μπρεγκέ στην Πέρδικα Θεσπρωτίας, λίγα χιλιόμετρα από το Μόρφι και την Αγιά. Οι κάτοικοι της περιοχής αφήνουν τη φαντασία τους να οργιάσει. Στο σπίτι τώρα μένει ένας Άγγλος τουρίστας
|
Το ίδιο και οι συγγενείς του Καρατσώλη στο γειτονικό χωριό Αγιά. Δεν μιλάνε σε
κανέναν. Όπως και οι φίλοι του, και οι συμμαθητές του. Κανείς δεν μπορεί να
πιστέψει τα όσα έγιναν τις τελευταίες ημέρες. Προσπαθούν να συνδέσουν πρόσωπα
και γεγονότα χωρίς αποτέλεσμα. Λίγα χιλιόμετρα από το χωριό τους η Πέρδικα και
το σπίτι του Ελβετού Μπρούνο Μπρεγκέ, τα ίχνη του οποίου χάνονται το 1995. Όλα
ήταν τυχαία; Τώρα πια όλοι κάνουν ό,τι υποθέσεις θέλουν, αν και στην περιοχή
θυμούνται τον Μπρούνο «να κάθεται στην ίδια, κάθε μέρα, γωνιά στο καφενείο του
κ. Σταύρου Παππά, χωρίς να δώσει ποτέ την παραμικρή αφορμή».
Στην Πέρδικα, την Αγιά, την Πάργα, το Μόρφι ξεφεύγουν από κάθε φαντασία όσα
ακούγονται για τη δράση των τρομοκρατών, ενώ όλοι κάτι έχουν να πουν για το
πόσο… αφελή ήταν τα «παιδιά». «Ο Κωστάκης μας έλεγε ότι είναι μέλος της 17Ν
και γελούσαμε», λέει ένας φίλος του στην Αγιά. «Ποιος να πιστέψει τέτοια! Πού
να το χωρέσει το μυαλό μας!». Και μετά, λες και ξαφνικά τα έχουν
συνειδητοποιήσει όλα, σιωπούν. «Μπορείς να βρεθείς μπλεγμένος στα καλά
καθούμενα. Μπορεί ό,τι πεις να πικράνει τους γονείς των παιδιών. Μη νομίζεις·
είναι και αυτοί στις παράπλευρες απώλειες. Θύματα. Κι εμείς πρέπει να τους
στηρίξουμε. Δεν φταίνε σε τίποτε». Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που
προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις παραγγέλνοντας «έναν τρομοκαφέ»,
αλλά κι εκείνοι οι οποίοι τους επαναφέρουν στην τάξη, γιατί «η κατάσταση είναι
πολύ πιο σοβαρή!».
Έριξαν δύο ψηφοδέλτια στην κάλπη που έγραφαν 17Ν
|
Χωρίς ιστορία. Μια μικρή κοινότητα χωρίς ιστορία και παραδόσεις και πάντα από την πλευρά του νόμου το Μόρφι, το οποίο κτίστηκε μεταξύ Πάργας και Ηγουμενίτσας τη δεκαετία του ’60
|
«Είναι ντροπή για το χωριό μας…». Ο εκπρόσωπος της Ν.Δ. στις εκλογές του
1985 βγήκε έξαλλος από το εκλογικό κέντρο. Ο ίδιος αλλά και οι άλλοι
εκπρόσωποι των κομμάτων με έκπληξη είχαν καταμετρήσει 62 ψηφοδέλτια του ΚΚΕ.
Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά. Από τότε η τάξη αποκαταστάθηκε. Το σύνολο
των κομμάτων της Αριστεράς δεν ξεπέρασε τις 20 ψήφους. Οι κάτοικοι δεν
ξαφνιάστηκαν, ακόμη και όταν στις περασμένες εκλογές στην κάλπη βρέθηκαν δύο
ψηφοδέλτια που έγραφαν 17Ν και ένα: «Ζεις για πάντα Τσουτσουβή».
Όλοι το χαρακτήρισαν φάρσα. Άλλωστε, αυτοί δεν είχαν σχέσεις με την Αριστερά.
Το Μόρφι (το Μορφάτι όπως το λένε με τη βαριά αρβανίτικη προφορά οι λιγοστοί
του κάτοικοι) ποτέ δεν ήταν των άκρων. Μέχρι και το 1974, το μόνο πρόσωπο που
ξεχωρίζει στην περιοχή είναι ο καπετάνιος του ΕΔΕΣ Βασίλης Μπαλούμης, ο οποίος
πρωταγωνίστησε στη μάχη κατά των Τσάμηδων. Οι υπόλοιποι αποφεύγουν τη δημόσια
έκθεση. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία τους, αφήνουν τα λιβάδια και
τις στάνες τους και αρχίζουν σιγά σιγά, στο τέλος της δεκαετίας του ’60, να
χτίζουν τη νέα κοινότητα. Οι οικογένειες των Σερίφηδων είναι οι πρώτες που
εγκαθίστανται.
|
Στο καφενείο. Ο Μιχάλης Βαλής (αριστερά στη φωτογραφία) όπως λέει στα «ΝΕΑ», βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι ο Γιάννης Σερίφης δεν «είναι πλιατσικολόγος». Ούτε αυτός αλλά ούτε και οι άλλοι μπορούν να δώσουν μια λογική εξήγηση στο τι έσπρωξε τα τρία παιδιά στην τρομοκρατία
|
Όπως και στα περισσότερα χωριά της Ηπείρου, είναι υποχρεωμένοι να ζουν χωρίς
ηλεκτρικό και δρόμους, σχεδόν απομονωμένοι από την υπόλοιπη περιοχή. Η μόνη
διέξοδος η Γερμανία. Οι περισσότεροι κάτοικοι γίνονται μετανάστες. Άλλοι πάλι
προτιμούν να δοκιμάσουν την τύχη τους στην πρωτεύουσα.
Εκεί στη Γερμανία «τα παιδιά από το Μορφάτι» μαθαίνουν για τη δράση του Γιάννη
του τορναδόρου, δηλαδή του Γιάννη Σερίφη. Τον θαυμάζουν. Πολλοί παίρνουν μέρος
και σε διαδηλώσεις που έγιναν στα πρώτα χρόνια της χούντας, όταν το ελληνικό
προξενείο συγκέντρωνε τα διαβατήρια.
Ο Σερίφης, ο οποίος από μικρό παιδί εργαζόταν ως βοσκός στην περιοχή, μετά τη
χούντα επιστρέφει, όπως και οι περισσότεροι, οι οποίοι προσπαθούν να στήσουν
τη ζωή τους μακριά από κόμματα και πολιτικές.
Ο αριθμός των κατοίκων, όπως συμβαίνει παντού, μειώνεται. Οι νέοι φεύγουν για
την Αθήνα. Το σχολείο, που κάποτε φιλοξενούσε 100 παιδιά, έκλεισε. Και τον
χειμώνα, όπως λένε οι λιγοστοί κάτοικοι, «δεν βρίσκεις τέταρτο για δηλωτή».












