Λεπτομέρεια από τον «Αόρατο άνθρωπο» του Jeff Wall

Η πόλη από μόνη της δεν διαθέτει εξαιρετικά χαρίσματα ή άλλες ιδιαίτερες

συστάσεις, εκτός του ότι λόγω των εγκαταστάσεων πολεμικής βιομηχανίας υπέστη

έναν εκτεταμένο βομβαρδισμό κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η

μεταπολεμική ανοικοδόμηση δεν κατάφερε να αποδώσει συνεκτικό χαρακτήρα,

ενισχύοντας μάλλον την ειδυλλιακή, αλλά εν τέλει πληκτική και επαρχιώτικη

εικόνα μιας εκτεταμένης κηπούπολης στην οποία δεσπόζουν τα επιβλητικά

ανάκτορα.

Σε αντιστάθμισμα των παραπάνω, η πόλη αυτή απέκτησε από το 1955 το

πλεονέκτημα να φιλοξενεί μια κορυφαία διοργάνωση τέχνης, που εμπνέει δέος και

αντλεί από τη θεωρητική έρευνα. Η «Ντοκουμέντα» του Κάσελ είναι η έκθεση που

καθαγίασε το πνεύμα ενός από τους πιο αινιγματικούς Γερμανούς καλλιτέχνες του

20ού αιώνα, του Γιόζεφ Μπόις, του οποίου το φάντασμα κατατρύχει τους πάντες

ακόμη και σήμερα διαιωνίζοντας την παροιμιώδη πια αμφισβήτηση της συμβατικής

ζωγραφικής. Όσο κι αν μερικοί ενοχλούνται από αυτήν την «αμφισβήτηση», η νέα

11η διοργάνωση επιβεβαιώνει έναν παρόμοιο προσανατολισμό. Μπορεί ο «θάνατος

της ζωγραφικής» να μην επήλθε, το διακύβευμα όμως αυτής της ερεθιστικής

συζήτησης παραμένει ακόμη άλυτο.

Η 11η «Ντοκουμέντα» είναι μια θελκτική έκθεση που θα σαστίσει σίγουρα

τον νεόπλουτο συλλέκτη και τον πονηρό, ή ωφελιμιστή, γκαλερίστα. Διαθέτοντας

έναν πλουσιοπάροχο προϋπολογισμό (12 εκατ. ευρώ), ο νέος καλλιτεχνικός

διευθυντής – ο νιγηριανής καταγωγής και εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη Όκουϊ

Ενβεζόρ – δεν αφήνει καμία αμφιβολία επί του προκειμένου: «Η έκθεση είναι έξω

από την παράλογη συμμαχία ανάμεσα στους δημιουργούς της τέχνης και την

κερδοσκοπική λογική της Wall Street». Μια «συμμαχία» που τα τελευταία χρόνια

ενοχοποίησε και κούρασε ένα πλήθος καλλιτεχνών, απλώνοντας μια αλυσίδα

στρεβλών σχέσεων και καλλιεργώντας ιδιοσυγκρασιακά στερεότυπα.

Για να αποφύγει λοιπόν τις κακοτοπιές ο Ενβεζόρ οργάνωσε ένα σύστημα

εσωτερικής αυτοτέλειας και διαπροσωπικής κινητικότητας, δίνοντας το νέο διπλό

στίγμα του θεσμού: την αντικατάσταση του καλλιτεχνικού διευθυντή-γκουρού με

ένα συλλογικό μοντέλο εργασίας και τη διεύρυνση της έκθεσης με μια σειρά

συνεδρίων γενικότερου ενδιαφέροντος που πραγματοποιήθηκαν στη Βιέννη, στο Νέο

Δελχί, στη Σάντα Λουτσία και στο Λάγκος της Νιγηρίας. Τα θέματα αυτών των

εκδηλώσεων, που έκαναν τον καλλιτεχνικό συντάκτη της γερμανικής εφημερίδας

«Frankfurter Allgemeine» να αποκαλέσει το επιτελείο της «Ντοκουμέντα»

«Τουριστικό Γραφείο Ενβεζόρ», προαναγγέλλουν αυτό που θα δει κανείς στην

έκθεση, την «τελική πλατφόρμα προβληματισμού»: η δημοκρατία, η αποικιοκρατία

και η μετα-αποικιοκρατία, οι αναμείξεις των εθνικών και των πολιτιστικών

ταυτοτήτων, οι μεταναστεύσεις πληθυσμών και οι νέες εικονογραφίες της

κατοίκησης.

Μπορεί να εξάπτει τους «ειδικούς», αλλά θα ήταν νομίζω ανώφελη η

παράθεση ενός καταλόγου (άγνωστων σε πολλούς) ονομάτων από τους καλλιτέχνες

που συμμετέχουν. Πιο χρήσιμη είναι η επισήμανση ορισμένων συνεκτικών

χαρακτηριστικών. Όσοι λοιπόν συνήθισαν να συνδέουν καταχρηστικά τη σύγχρονη

τέχνη με το χαζοχαρούμενο χιούμορ, την κυνική ειρωνεία, τις καρικατούρες της

διασκέδασης και τα παροξυσμικά «θαύματα» της τεχνολογίας θα φύγουν οικτρά

απογοητευμένοι από την έκθεση, η οποία παίρνει, αντίθετα, στα σοβαρά τα

φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης. Η 11η «Ντοκουμέντα» πλάι σε αναγνωρισμένους

δημιουργούς (Becher, Dieter Roth, Kentridge, Jeff Wall, Hirschhorn κ.α.)

συγκεντρώνει καλλιτέχνες απ’ όλες τις περιφέρειες του πλανήτη που δεν

διαθέτουν τίποτα «εξωτικό» αλλά απλά διηγούνται ιστορίες με τις οποίες ο

παγκοσμιοποιημένος κόσμος πρέπει να λογαριαστεί. Όπως σε όλες τις εκθέσεις που

υπερέχουν τα κοινωνικά και πολιτικά ζητούμενα, έτσι και εδώ κυριαρχούν οι

ρεαλιστικές εικόνες, ενώ η αμοιβαία διάχυση τέχνης και πληροφορίας κάνει

ορισμένα βίντεο να παραπαίουν στα όρια του τηλεοπτικού ρεπορτάζ.

Ένας από τους συνεπιμελητές της έκθεσης, ο ινδικής καταγωγής και σήμερα

καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο Λονδίνο, Sarat Maharaj, αγγίζει το

νευραλγικό σημείο που συνοψίζει όλους τους προβληματισμούς της έκθεσης: «Η

τέχνη σήμερα είναι μια μορφή παραγωγής γνώσης». Από το σημείο αυτό πρέπει να

ξεκινήσει όποιος θέλει να αποφύγει τους πανηγυρικούς ενθουσιασμούς και τις

καχύποπτες αμφισβητήσεις. Ωστόσο, μια τέτοια διατύπωση, που αναμειγνύει τη

δυτική επιστημολογία με την παράδοση της ανατολικής σκέψης, αναστάτωσε

αρκετούς, όπως τον κριτικό των «New York Times» Michael Kimmelman, ο οποίος

βρίσκει την έκθεση «πουριτανική». Το ουσιώδες βρίσκεται εδώ: στη διαφορά

ανάμεσα στον «πολιτισμό του αμφιβληστροειδή», δηλαδή τον ίλιγγο της αισθητικής

του θεάματος, και στη στοχαστική συνάντηση της τέχνης με την «παραγωγή της

γνώσης». Το να θεωρούμε αυτόν τον δεύτερο τρόπο σαν ένα είδος τριτοκοσμικής

πολιτικοποίησης ή φθίνουσας γραφικότητας είναι το καλύτερο που μπορούμε να

κάνουμε για να αποτρέψουμε ένα από τα συστατικά της σύγχρονης τέχνης: τη

συνάντησή της με την κοινωνία και τη ζωή.

Το σημείο που συμφωνούν όλοι πάντως είναι η επείγουσα προτεραιότητα της

πόλης και της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική και η πόλη διεκδικούν σήμερα το

μερτικό τους στην τέχνη, γίνονται τέχνη και η τέχνη γίνεται αρχιτεκτονική. Να

γιατί κατέχουν εξέχουσα θέση στην έκθεση ο καταστασιακός Κόνσταντ, ο

παλαίμαχος ουτοπιστής της «ανηρτημένης πολεοδομίας» Yona Friedman και το

νεόκοπο δίδυμο του κυβερνοχώρου Asymptote.

INFO

Έκθεση «Documenta 11», έως 15 Σεπτεμβρίου, Κάσελ, Γερμανία, τηλ.

+49.561.707270, http: //www.documenta.de.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας